του Χρήστου Τσιάμη
Ι
Το Βάπτισμα του πυρός
Τον κοίταξαν καλά και είπαν, στα αγγλικά ‘μοιάζει με corona’, χρησιμοποιώντας λέξη ελληνική που είχε διασχίσει τα σύνορα αιώνες πρίν και είχε μεταναστεύσει σ’ ευρύτερους χώρους (λεξικά της Οξφόρδης, Μέριαμ Γουέμπστερ και λοιπά), και που εμείς, οι νεο-Ελληνες, είχαμε μιαν άσχημη σχέση μαζί της, πολιτικά, αλλά μισόν αιώνα μετά, είμαστε πιά σίγουροι ότι την είχαμε ξεφορτωθεί μια για πάντα από την καθημερινή μας ζωή.
Τώρα, όμως, που επέστρεψε στα ύπουλα, υπό άλλη μορφή, αμείλικτη και δεινή, θα πρέπει να την πολιτογραφήσουμε με την ελληνική της ταυτότητα. Ετσι για να ξέρουμε τι αντιμετωπίζουμε. Επομένως τον βαφτίζουμε αυτόν που την φορεί, ελληνοπρεπώς: “…και το όνομα αυτού Κορωνοϊός!” Οχι το ξενίζον κοροναϊός…
ΥΓ. Το γράφω αυτό, στο κλίμα των ημερών, με πλήρη επίγνωση του Καβαφικού ποιήματος “Ο Δαρείος”…
ΙΙ
Σαν έργο κινηματογραφικό…
Ξυπνάω και πιάνω το ραδιοφωνάκι απ’ το κομοδίνο. Με τα μάτια κλειστά ακόμη το βάζω δίπλα μου στο μαξιλάρι ν’ ακούσω ‘τον καιρό’. Και τότε με χτυπάει η λαίλαπα των νέων για τον κορωνοϊό, και με ξυπνάει. Συνεχίζω ν’ ακούω καθώς ντύνομαι και τσιμπάω κάτι μαζί με το τσάϊ μου το πρωϊνό. Απ’ το παράθυρο του τελευταίου ορόφου, όπου μένω, ο ουρανός έχει ένα λαμπρό, ανυποψίαστο πρόσωπο. Μέσα μου, όμως, η ατμόσφαιρα έχει αρχίσει να γίνεται μουντή. Βάζω το παλτό και το μαύρο γυαλί, κατεβαίνω μουδιασμένα τις σκάλες, και βγαίνω στον δρόμο.
Βαδίζω δυο τετράγωνα κοιτάζοντας το γκρίζο τσιμεντένιο πεζοδρόμιο, πιο σκούρο ακόμα απ’ τα γυαλιά ηλίου, στο μυαλό μου ανάκατα τώρα τα σκάτα που θα έχω να αντιμετωπίσω στη δουλειά και των ειδήσεων η μαυρίλα. Φτάνοντας στον οδικό κόμβο, σηκώνω το κεφάλι για να διασχισω τη λεωφόρο. Και τότε μεταφέρομαι σε μιαν εποχήν άλλη, όλως περιέργως η ‘Εκτη Λεωφόρος είναι γεμάτη αυτοκίνητα παρκαρισμένα, μοντέλα της εποχής της Νέας Υόρκης των νεανικών μου χρόνων, πλατιές κούρσες Μπιούϊκ, και Πλύμουθ και Ολντσμομιλ, μερικά να αστράφτουν στις πρωϊνές αχτίδες του ήλιου, άλλα παλιά με πληγές από τρακάρισμα εδώ κι εκεί, και άλλα με τζάμια σπασμένα, φαινόμενο που εκείνα τα χρόνια δεν έκανε εντύπωση σε κανέναν, γιατί έτσι ήταν τα πράγματα… Και αναλογίστηκα, προς στιγμήν, Θέε μου! σε άλλον κόσμο πέρασα;
Και τότε ήταν που η μνήμη στον νού μου ανέβασε ένα έργο από τα τέλη της δεκαετίας του ’80. «Ο Οδηγητής» λεγόταν. Στα αγγλικά, «The Navigator». Ηταν οι καιροί της πανούκλας, «Μαύρο Θάνατο» την έλεγαν, στη βόρεια Αγγλία, την εποχή του μεσαίωνα. Πέθαινε ο κόσμος με το τσουβάλι. Δεν έβρισκαν πουθενά άκρη. Ούτε ο Θεός, ούτε οι άρχοντες δεν φαίνονταν να προσφέρουν κάποια βοήθεια. Μόνο ένας πιτσιρικάς, φρικιό, είχε ένα όραμα που θα τους οδηγούσε στην άλλη άκρη της σκοτεινής, μαύρης σήραγγας, εκεί όπου βρισκόταν η σωτηρία. Και τον ακολούθησαν στη μακρινή πορεία μέσα από τα ορυχεία της μεσαιωνικής Αγγλίας ώσπου, στο τέλος, βγήκαν σε φώτα ηλεκτρικά, σε ατμόσφαιρα, προφανώς, υγείας, δίπλα από έναν μεγάλον αυτοκινητόδρομο της σύγχρονης Νέας Ζηλανδίας!
Νόμισα ότι αυτό ακριβώς μου είχε συμβεί. Οτι, δηλαδή, κάποια θεία πρόνοια με είχε οδηγήσει στο άσυλο μιας άλλης εποχής, που όσο εγκληματική κι αν ήταν (μιλάμε για κλοπές και καταστροφές προσωπικής περιουσίας) δεν ήταν τόσο ανεξέλεγκτα φονική όσο ετούτη η εποχή του αμείλικτου κορωνοϊού χωρίς σύνορα. Κι αυτή μου η σκέψη διάρκεσε όσο μου πήρε να πλησιάσω πιό κοντά τη σκηνή μπροστά μου και να διαπιστώσω πως οι κύκλοι οι μικροί των μορφών με τα σκούρα ενδύματα και τα μηχανήματα δεν ήταν άλλο από τα συνεργεία για μια κινηματογραφική ταινία που θα γυριζόταν σ’ εκείνη την τοποθεσία σήμερα…
Στο γραφείο, οι παρόντες στα δάχτυλα μετρητοί. Ανοίγω τον υπολογιστή. Σωρεία μηνυμάτων. Αποφάσεις που πρέπει να λάβω για ημερών, εβδομάδων ερωτήματα. Στρώνομαι στη δουλειά, και αποσπάται η προσοχή μου, βοηθάει να ξεχάσω τα νέα περί της πανδημίας. Στον πληθωρισμό της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, λίγο έλειψε να χάσω της διοίκησης το μήνυμα: για τις επόμενες ημέρες επιβάλλεται κατ’ οίκον εργασία.
(συνεχίζεται)