Ελευθέριος Μακεδόνας
Σκέψεις πάνω στο μυθιστόρημα Η πτώση (1956), του Αλμπέρ Καμύ
Η πτώση αρχίζει στα ξαφνικά, σιωπηλά, για ανεξήγητους σε συνειδητό επίπεδο λόγους. Είναι μία ασθένεια που προσβάλλει τον καθένα. Ουσιαστικά, ξεκινά με τη γέννηση του ανθρώπου και σταματά με τον θάνατό του. Στην αρχή, δεν θέλεις να αποδεχτείς, ότι η πτώση σε έχει αιχμαλωτίσει κι ότι ήδη επενεργεί πάνω σου. Θέλεις πάση θυσία να πιστέψεις, ότι εσύ δεν θα μολυνθείς από τη θανάσιμη ασθένεια. Ότι εσύ, βρίσκεσαι κατά κάποιον τρόπο στο απυρόβλητο, ότι δεν υπόκεισαι στην άδικη νομοτέλεια της φθοράς, της σήψης και του θανάτου, ότι μόνον εσύ μπορείς τρόπον τινά να συνεχίσεις να ζεις τυλιγμένος στο ονειρώδες περίβλημα με το οποίο η ζωή προστατεύει κάθε νεογέννητο πλάσμα. Ότι για ‘σένα θα υπάρχει πάντα μόνο συνεχής άνοδος, σε ολοένα και μεγαλύτερα ύψη σαρκικής, υλικής, ηθικής, πνευματικής απόλαυσης. Βρίσκεσαι στο κέντρο του κόσμου και, μάλιστα, μπορείς και τον εποπτεύεις αφ’ υψηλού, από τα δυσθεώρητα ύψη στα οποία νομοτελειακά σε έχουν ανυψώσει τα πολλά κι αδιαμφισβήτητα προτερήματά σου. Είσαι ένας βασιλιάς. Όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα σου αποτίνει τις τιμές που δικαιωματικά σου αναλογούν.
Ο Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς έζησε μεγάλο μέρος τής ζωής του σαν βασιλιάς. Εμφανισιακά ωραίος, αθλητικός, ακούραστος υπερασπιστής των φτωχών και των αδυνάτων, δεινός ρήτορας, ιδιαίτερα αγαπητός στο γυναικείο φύλο, είχε κάθε λόγο να νιώθει ευχαριστημένος με τον εαυτό του: “Κοσμαγάπητος, με αναρίθμητες επιτυχίες στον καλό κόσμο, καλοφτιαγμένος, χορευτής ακούραστος και διακριτικός λόγιος συνάμα, κατόρθωνα ν’ αγαπώ ταυτόχρονα τις γυναίκες και τη δικαιοσύνη, πράγμα διόλου εύκολο, ασχολιόμουν με τα σπορ και τις καλές τέχνες – σταματώ ωστόσο εδώ, για να μη νομίσετε ότι περιαυτολογώ ” (2004: 25).
Ο Κλαμάνς είχε τα πάντα. Αύρα, ευφράδεια, παρουσιαστικό, επαγγελματική επιτυχία, κοινωνική αναγνώριση και κυρίως υλικά αγαθά, απολαύσεις και γυναίκες. Χωρίς την παραμικρή εκ μέρους του προσπάθεια: “Η ζωή, τα πλάσματά της και τα δώρα της έρχονταν μόνα τους σ’ εμένα. Αποδεχόμουν τούτες τις ενδείξεις λατρείας με καλοσυνάτη περηφάνια” (2004: 25). Για πολύ καιρό, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να γυρνάει από πάρτι σε πάρτι, να χαίρεται τους καρπούς τής ηθικής κι επαγγελματικής του ακεραιότητας, της εμφάνισης και της σαγηνευτικής επίδρασης που ασκούσε η παρουσία του στους άλλους ανθρώπους. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο, η κούραση από τη φρενήρη κινητικότητά του, από τις αλλεπάλληλες κραιπάλες και καταχρήσεις του, από τα άγρια ξενύχτια, το αλκοόλ και τις γυναίκες, δεν επενεργούσε πάνω του. Η σωματική του ενέργεια, όλα εκείνα τα μαγικά χρόνια, έμοιαζε να είναι ανεξάντλητη: “Μα η κούραση εξαφανιζόταν την άλλη μέρα, παίρνοντας μαζί της το μυστικό. Ξανάρχιζα πάλι. Έτρεχα έτσι, πάντα πλήρης, ποτέ κορεσμένος, δίχως να ξέρω πού να σταματήσω…” (2004: 27). Το σώμα του φαινόταν πως ήταν η πραγματική πηγή αυτής της αστείρευτης ενέργειας. Και μαζί, της ευτυχίας του: “Ήμουν φτιαγμένος για να έχω ένα σώμα. Από ‘κεί πήγαζε κι η εσωτερική αρμονία μου, η άνετη αυτοκυριαρχία μου, που οι άνθρωποι την ένιωθαν και, όπως μου ομολογούσαν μερικές φορές, τους βοηθούσε να ζουν. Αποζητούσαν λοιπόν τη συντροφιά μου” (2004: 25).
Κι όμως, παρόλο που ο κόσμος κι η ζωή τον αποθέωναν για τη γενναιοδωρία και τις αρετές του, παρότι ο ίδιος απολάμβανε το σώμα και τον εαυτό του, υπήρχαν ωστόσο και στιγμές στις οποίες ένιωθε “… κάτι σαν μελαγχολία[1] που γεννιόταν πού και πού μέσα μου όταν αναλογιζόμουν τη ματαιότητα αυτών των δωρεών καθώς και την αχαριστία που πιθανόν θα επακολουθούσε” (2004: 21). Προσπαθούμε διαρκώς να λουστράρουμε την τραχιά και βρώμικη επιφάνεια του Εγώ μας με πολλές και διαφορετικές επίπλαστες εικόνες αρετής, ηθικής και φιλανθρωπίας, όμως αργά ή γρήγορα, μέσα από τα διάκενα του ψεύτικου αυτού λούστρου, θα αναδυθεί, περισσότερο επιθετικό και άσχημο από ποτέ, το πραγματικό μας, βδελυρό πρόσωπο. Πασχίζουμε μια ζωή να χτίσουμε μέσα μας τον εαυτό που θα θέλαμε να είχαμε, φιμώνοντας τον εαυτό που πραγματικά έχουμε και όντως, μετά από κόπους πολλών ετών νομίζουμε ότι το έχουμε καταφέρει, ότι τώρα πια είμαστε εμείς οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού κι όχι εκείνος ο απεχθής, πιθηκοειδής άλλος, που μετά κόπων και βασάνων έχουμε εκτοπίσει από μέσα μας, μέχρι εκείνο το δειλινό που, ενώ περπατάμε απόλυτα ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας πάνω σε μία γέφυρα, ακούμε ξαφνικά ένα γέλιο πίσω από την πλάτη μας: “Ίσιωσα το κορμί μου και πήγα ν’ ανάψω τσιγάρο, το τσιγάρο της ικανοποίησης, όταν, την ίδια στιγμή, ένα γέλιο ξέσπασε πίσω μου. Ξαφνιασμένος, στράφηκα απότομα: δεν υπήρχε ψυχή. Προχώρησα ως το παραπέτο της γέφυρας: ούτε ποταμόπλοιο ούτε βάρκα. Γύρισα προς το νησί, κι άκουσα πάλι το γέλιο πίσω απ’ την πλάτη μου, λίγο πιο απόμακρο, σαν ν’ ακολουθούσε το ρεύμα του ποταμού. Έμεινα εκεί, ασάλευτος” (2004: 33).
Η διαδικασία έχει τεθεί σε λειτουργία. Ή λειτουργούσε ήδη προ πολλού κάπου μέσα μας, απλά εμείς κάναμε πολύ θόρυβο, ρίχναμε υπερβολικά πολλή στάχτη στα μάτια μας, ώστε πάση θυσία να την αγνοήσουμε. Προσποιούμασταν ότι είχαμε εξαλείψει τον ‘κακό’ Άλλο άπαξ δια παντός, ενώ στην πραγματικότητα είχαμε απλώς πείσει προσωρινά τον εαυτό μας ότι ήμασταν το ψεύτικο, εξωραϊσμένο είδωλο που εμείς οι ίδιοι κατασκευάσαμε. Όμως κανένα ψέμα δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ. Η πιο ασήμαντη αφορμή πυροδοτεί συνήθως την αλυσιδωτή αντίδραση που θα μας παραδώσει στη σπειροειδή, ιλιγγιώδη, καθοδική κίνηση της πτώσης. Το είδωλο έχει ήδη υποστεί ένα ανεπανόρθωτο ρήγμα. Η λουστραρισμένη εικόνα τού εαυτού μας έχει διαρραγεί σε δύο τουλάχιστον θρυμματισμένα υπο-είδωλα: “Πήγα στο μπάνιο να πιω ένα ποτήρι νερό. Το είδωλό μου χαμογελούσε στον καθρέφτη, μα μου φάνηκε πως το χαμόγελό μου ήταν διπλό…” (2004: 34). Για καιρό, πείσαμε τον εαυτό μας ότι ήμασταν o τέλειος άνθρωπος κι ότι όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι μας σέβονταν και μας θαύμαζαν. Όμως το όνειρό μας αυτό – το ίδιο δεν συμβαίνει μήπως και με κάθε όνειρο; – δεν στάθηκε επίσης ικανό να νικήσει την πραγματικότητα: “Με λίγα λόγια, το όνειρό μου δεν είχε αντέξει στη δοκιμασία της πραγματικότητας. Είχα ονειρευτεί – αυτό ήταν τώρα πια ξεκάθαρο – ότι ήμουν ένας τέλειος άνθρωπος για τον οποίο οι άλλοι έτρεφαν σεβασμό, όπως και για το επάγγελμά του… Τέλος πάντων, ήθελα να κυριαρχώ σε όλα. Έτσι λοιπόν έπαιρνα ύψος, επιδείκνυα όλο φιλαρέσκεια τις σωματικές μου ικανότητες αντί για τα πνευματικά μου χαρίσματα. Όταν όμως με χτύπησαν δημόσια και δεν αντέδρασα, μου ήταν πλέον αδύνατο να βαυκαλίζομαι μ’ αυτή την ωραία εικόνα του εαυτού μου” (2004: 45).
Αργά ή γρήγορα τα ψέματα τελειώνουν, οι ιλουστρασιόν εικόνες γενναιοδωρίας, φιλευσπλαχνίας, αγάπης κι ευαισθησίας που χτίζουμε με κοπιώδεις προσπάθειες ετών για τον εαυτό μας, θρυμματίζονται σε μια στιγμή και μένουν μετέωρες μόνο η στάχτη και τα ερείπια ενός Εγώ καθόλα όμοιου με το Εγώ οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου: επηρμένου, ματαιόδοξου, επιφανειακού, ανεύθυνου και σκληρού, ευαίσθητου μόνο ως προς την ατομική μας ευημερία κι απόλαυση κι αναίσθητου ως προς τον πόνο των άλλων ανθρώπων: “Το βέβαιο είναι ότι, ύστερα από μακρόχρονες μελέτες πάνω στον ίδιο τον εαυτό μου, έβγαλα στο φως τη βαθιά διπροσωπία του ανθρώπου. Κατάλαβα τότε, ανασκαλεύοντας τη μνήμη μου, ότι η μετριοφροσύνη με βοηθούσε να διαπρέπω, η ταπεινοφροσύνη να υπερτερώ και η αρετή να καταπιέζω. Έκανα πόλεμο με ειρηνικά μέσα και στο τέλος πετύχαινα, με τη βοήθεια της ανιδιοτέλειας, όλα όσα λαχταρούσα” (2004: 67). Το πλαστό προσωπείο τού ‘ανθρώπου’ κάποτε πέφτει. Αναδύεται το πραγματικό πρόσωπο του πιθηκοειδούς που είμαστε, αυτού που πεισματικά έχουμε αρνηθεί πως είμαστε. Το Εγώ που επιμελώς κουβαλούσαμε μέσα μας για καιρό, αίφνης μας αποκαλύπτεται ως ένα συνονθύλευμα από ρόλους και μάσκες, τις οποίες χρησιμοποιούμε για κοινωνικούς και μόνο λόγους, ανάλογα με την περίσταση, με απώτερο στόχο πάντα το δικό μας όφελος: “Πολύ γρήγορα, ωστόσο, αντιλαμβανόμουν πόσο μάταιη ήταν η ίδια η σοβαρότητα και συνέχιζα απλώς να παίζω το ρόλο μου όσο καλύτερα μπορούσα. Έπαιζα τον δραστήριο, τον έξυπνο, τον ενάρετο, τον καλό πολίτη, τον αγανακτισμένο, τον επιεική, τον αλληλέγγυο, τον υποδειγματικό” (σ. 69).
Κι αντιλαμβανόμαστε μεμιάς, ότι στην πραγματικότητα, δεν υπήρξαμε ποτέ τίποτε άλλο, παρά μόνο “… ένα διπλό πρόσωπο, ένας γοητευτικός Ιανός και, από πάνω του, ο κανόνας του σπιτιού: “Μην τον εμπιστεύεστε”. Στα επισκεπτήριά μου: “Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, θεατρίνος” ” (2004: 40). Ότι κάθε μας χειρονομία προς τον Άλλο υπήρξε μία ακόμη εκδήλωση της βαθιά χαραγμένης στο ανθρώπινο DNA διπροσωπίας μας: “Όταν ασχολιόμουν με τους άλλους, το έκανα από απλή καταδεκτικότητα, με απόλυτη ελευθερία, και η ανταμοιβή ήταν όλη δική μου: ανέβαινα άλλο ένα σκαλοπάτι στην αγάπη που έτρεφα για τον εαυτό μου” (2004: 41). Ότι η κάθε εκ μέρους μας κίνηση καλής πίστης προς τους άλλους, γινόταν πάντοτε εκ του ασφαλούς: “Μάθαινα τουλάχιστον, ότι υποστήριζα τους ενόχους και τους κατηγορούμενους μόνο όταν το σφάλμα τους δεν μ’ έβλαπτε καθόλου προσωπικά. Η ενοχή τους μου χάριζε ευφράδεια επειδή δεν ήμουν εγώ το θύμα. Όταν ένιωθα ν’ απειλούμαι, δεν γινόμουν απλώς, με τη σειρά μου κι εγώ, δικαστής, αλλά κάτι χειρότερο: ένα ευέξαπτο αφεντικό που ήθελε, πέρα κι έξω από κάθε νόμο, να καταφέρει ένα χτύπημα στον εγκληματία και να τον γονατίσει” (2004: 46). Και πάντα, με τους δικούς μας ιδιοτελείς όρους. Για την ακρίβεια, τον εξής έναν: ότι οι αποδέκτες της γενναιοδωρίας και των ευεργεσιών μας, θα μας τις ανταποδώσουν κάποτε στο πολλαπλάσιο, δοξάζοντας αιώνια την αρετή μας, εκχωρώντας μας ταυτόχρονα, άνευ όρων, την προσωπική τους ελευθερία κι αξιοπρέπεια. Τη θέση τής εικόνας τού ενάρετου ανθρώπου καταλαμβάνει βίαια η πραγματική εικόνα τού εξουσιαστή: “Θαρρείς και δεν επιθυμούσα, στην ουσία, να είμαι το πιο γενναιόδωρο πλάσμα της γης, αλλά μόνο να νικώ όποιον ήθελα, να είμαι ο πιο δυνατός τέλος πάντων, και μάλιστα με τον απλούστερο τρόπο. Η αλήθεια είναι ότι κάθε έξυπνος άνθρωπος, το ξέρετε βέβαια, ονειρεύεται να είναι γκάνγκστερ και να εξουσιάζει την κοινωνία μόνο με τη βία” (2004: 45-46). Θυμόμαστε τον Γνάθωνα, στους “Χαρακτήρες” τού Ζαν ντε λα Μπρυγιέρ: “… ενοχλεί τους πάντες, όμως δεν θα βάλει ποτέ τον εαυτό του σε κόπο για κανέναν άλλον· δεν λυπάται κανέναν και δεν γνωρίζει αδιαθεσίες άλλες εκτός από τις δικές του – τη λαιμαργία του και τον εμετό του· δεν θρηνεί για τον θάνατο κανενός, δεν τον φοβίζει κανενός ο θάνατος παρεκτός ο δικός του και, προκειμένου να πάρει πίσω τη δική του ζωή, με μεγάλη του προθυμία θα συμφωνούσε να πεθάνει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος ” (1885: 314). Σαν ένας άλλος σύγχρονος Γνάθων, ο Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς παρέμεινε σταθερά αδιάφορος μπροστά στον θάνατο οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου, διότι τελικά, το μόνο που τον ενδιέφερε πάντοτε ήταν η δική του ζωή και μόνο: “Νομίζετε τάχα πως συμπωματικά σας μιλώ για θυρωρό; Είχα κι εγώ έναν, πραγματικά αδικημένο απ’ τη φύση, η κακία προσωποποιημένη, ένα τέρας μηδαμινότητας και μνησικακίας που θα είχε αποθαρρύνει ακόμα κι έναν Φραγκισκανό… Πέθανε και πήγα στην κηδεία του. Μπορείτε να μου πείτε γιατί; … Τίποτα το ευχάριστο εκεί μέσα, έτσι δεν είναι; Κι όμως, ολόκληρη η πολυκατοικία παρέλασε απ’ το θυρωρείο που βρωμούσε φαινόλη. Οι δε ένοικοι δεν έστελναν τους υπηρέτες τους, όχι, πήγαιναν να επωφεληθούν οι ίδιοι απ’ το ανέλπιστο θέαμα. Το ίδιο κι οι υπηρέτες βέβαια, μα στα κρυφά… Ποιος ο λόγος για όλ’ αυτά; Πέστε μου. Κανένας, μόνο το απεριτίφ” (2004: 30-31). Πολύ πριν τον Κλαμάνς και τον Καμύ, ο πνευματικός τους πρόγονος, ο Φρανσουά ντε λα Ροσφουκώ μάς υπέδειξε, ότι ποτέ μας δεν έχουμε κλάψει για κανέναν άλλον άνθρωπο, ούτε καν για τους πιο κοντινούς μας, αλλά ότι αντιθέτως, κλαίμε μονίμως μόνο για ‘μάς τους ίδιους: “Κλαίμε μόνο και μόνο γιατί έχουμε τη φήμη τού τρυφερού ανθρώπου· κλαίμε για να κερδίσουμε τη συμπάθεια των άλλων και για να κλάψουν κι αυτοί κάποτε για ‘μάς· κλαίμε τέλος, για να διασώσουμε τον εαυτό μας από το στίγμα τής απονιάς” (2003: 50).
Κι αίφνης, αφυπνιζόμαστε στο απλό γεγονός, ότι στη ζωή μας δεν είχαμε παρά έναν και μόνο έρωτα – τον εαυτό μας: “Γνώρισα στη ζωή μου έναν τουλάχιστον μεγάλο έρωτα που το αντικείμενό του υπήρξα πάντα εγώ” (2004: 48). Αναγνωρίζουμε ότι αναλώσαμε τη ζωή μας περιστρεφόμενοι γύρω από ένα αφόρητα στενό κέντρο – την επιτομή τής επιφανειακότητας και της μικρότητας, – χτίζοντας μέρα νύχτα μέσα μας μία ψευδή εικόνα – τον εαυτό μας, – εντελώς ξένη προς κάθε πραγματικότητα. Ότι η ζωή μας “… δεν είχε άλλη συνέχεια, μέρα με τη μέρα, παρά εκείνη του εγώ-εγώ-εγώ” (2004: 42). Ότι μ’ άλλα λόγια, προχωρήσαμε πάντα “… στην επιφάνεια της ζωής, στον κόσμο των λέξεων κατά κάποιο τρόπο, ποτέ στην πραγματικότητα” (2004: 42). Και η πτώση μας έχει αρχίσει για τα καλά.
Είμαστε φυσικά κι εμείς ένοχοι. Όχι οι μόνοι, προφανώς. Μαζί μ’ εμάς, και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, είναι εξίσου ένοχοι μ’ εμάς: “Δεν έχω πια φίλους, έχω μόνο συνενόχους. Κι αντίθετα με τους πρώτους, ο αριθμός τους αυξήθηκε, είναι όλο το ανθρώπινο γένος. Και από το ανθρώπινο γένος, εσείς είστε ο πρώτος” (2004: 59). Σε κάθε περίπτωση, σίγουρα ένοχοι. Είμαστε κι εμείς απλοί εγωιστές και γι’ αυτό, κυνικοί εξουσιαστές. Ορμόμαστε αποκλειστικά και μόνο από τη φιληδονία μας κι αυτός είναι ο λόγος που έχουμε δημιουργήσει μία κοινωνία, στην οποία ο ένας φιλήδονος εγωιστής αντιμάχεται μέχρι θανάτου τον άλλο. Υπ’ αυτήν την έννοια, σε τίποτε δεν διαφέρουμε από τα πιράνχας στα ποτάμια τής Βραζιλίας: “ “Θέλετε μια καθαρή ζωή; Όπως όλος ο κόσμος;” Λέτε ναι, φυσικά. Πώς να πείτε όχι; “Σύμφωνοι. Θα σας καθαρίσουμε. Ορίστε ένα επάγγελμα, μια οικογένεια, οργανωμένες ψυχαγωγίες”. Και τα μικρά δόντια επιτίθενται στο ψαχνό, μέχρι βαθιά, στο κόκαλο. Μα είμαι άδικος. Δεν θά ‘πρεπε να λέω η οργάνωσή τους. Στο κάτω κάτω, είναι η δική μας οργάνωση: το θέμα είναι ποιος θα καθαρίσει τον άλλο” (2004: 10). Κανείς δεν διανοείται φυσικά, ότι είναι ακριβώς τα φαινομενικά άκακα εκείνα οχυρά ατομικισμού και φιληδονίας στα οποία έχει βασιστεί η διεφθαρμένη κοινωνία μας, οι παράγοντες που στην πραγματικότητα αποτελούν το εφαλτήριο της πτώσης όλων μας. Κανείς δεν φαντάζεται ότι το λυσσαλέο αυτό κυνήγι τής διαρκούς επιβεβαίωσης του εαυτού, αργά η γρήγορα μετατρέπεται στην εσωτερική κόλαση του καθενός μας. Κανείς δεν μπορεί να υποπτευθεί ότι η επιδίωξη της δικής του προσωπικής απόλαυσης, είναι ακριβώς η άρνηση της απόλαυσης του άλλου κι ότι με τον τρόπο αυτό κι οι δυο μαζί, χέρι-χέρι, ρίχνονται στο κενό, σε μία πτώση διαρκείας δίχως επιστροφή: “Πάντως, η φιληδονία μου – για να μιλήσουμε μόνο γι’ αυτήν – ήταν κάτι τόσο σημαντικό στη ζωή μου που, ακόμα και για μια δεκάλεπτη περιπέτεια, θα απαρνιόμουν μάνα και πατέρα, έστω κι αν αργότερα το μετάνιωνα πικρά” (2004: 48). Ο Καμύ είναι γνήσιος απόγονος τού συμπατριώτη του Μπλεζ Πασκάλ: “Καθιέρωσαν κι εξήγαγαν από τη φιληδονία υπέροχους κανόνες αστυνόμευσης, ηθικής και δικαιοσύνης· αλλά κατά βάθος – αυτό το ποταπό βάθος του ανθρώπου -, ετούτο το figmentum malum [κακό πλάσμα] δεν είναι πάρεξ απλό επικάλυμμα: ποτέ δεν αφαιρέθηκε” (2000: 65). Είναι το αιώνιο, απαράλλακτο αυτό ‘ποταπό’ βάθος τού ανθρώπου, το υπόστρωμα από το οποίο ξεπηδά η κατά Πασκάλ φιληδονία του κι από τη φιληδονία αυτή γεννήθηκε η ‘ηθική’, η ‘δικαιοσύνη’ κι η ‘φιλανθρωπία’ των ανθρώπων. Η αλήθεια είναι, ότι όπως το έθεσε ο ντε λα Ροσφουκώ: “Εάν ποτέ μπορούσε ο κόσμος να διαβάσει τα πραγματικά μας κίνητρα, θα έπρεπε πολύ συχνά να νιώθουμε ντροπή για τις πιο ευγενείς πράξεις μας” (2003: 76). Η φιληδονία υπήρξε η στην πραγματικότητα η δύναμη που γέννησε τη διεφθαρμένη κοινωνία μας – μία κοινωνία που δεν διαφέρει σε τίποτε από την κοινωνία των πιράνχας. Εάν η φιληδονία των ανθρώπων είναι ο μοναδικός ορίζοντας κάθε λόγου και πράξης τους, τότε τα όπλα για την επίτευξή της είναι ο εγωισμός, η ματαιοδοξία κι η διπροσωπία. Και στο τέλος, εχθρότητα και μοναξιά για όλους.
Αφ’ ης στιγμής συνειδητοποιούμε ότι πέφτουμε, προσπαθούμε απεγνωσμένα να κρατηθούμε από οπουδήποτε. Ο Κλαμάνς θα δοκιμάσει αρχικά να ανασκευάσει την εικόνα τού εαυτού του που έχει ‘πουλήσει’ όλα αυτά τα χρόνια στους άλλους: “Ήθελα να πάρω με το μέρος μου τους χλευαστές, ή τουλάχιστον, να πάω εγώ με το μέρος τους. Σκεφτόμουν, για παράδειγμα, να σπρώχνω τους τυφλούς στο δρόμο, κι από την κρυφή και απροσδόκητη χαρά που ένιωθα ανακάλυπτα πόσο πολύ ένα μέρος της ψυχής μου τους μισούσε· λογάριαζα να τρυπάω τα λάστιχα των αναπηρικών καροτσιών, να ουρλιάζω “βρωμοφτωχολογιά” κάτω από τις σκαλωσιές όπου δούλευαν οι οικοδόμοι, να χαστουκίζω βρέφη στο μετρό” (2004: 72). Φτηνά κόλπα: η πτώση είναι ένα αναπότρεπτο γεγονός κι άλλωστε, δεν είναι και τόσο εύκολο να αποκαθηλωθεί μία εικόνα που έχει κτιστεί με τόσο ζήλο, για τόσο καιρό. Πέρα από μία αρχική, μάλλον επιδερμική δυσφορία τού κοινωνικού περιγύρου, στην πραγματικότητα κανείς δεν νοιάζεται ιδιαίτερα για κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό του. Δηλώσεις μετανοίας αυτού του είδους – πολύ περισσότερο όταν κι αυτές ακόμη κρύβουν ύποπτα εγωιστικά κίνητρα – δεν θα λειτουργήσουν. Μέσα μας, η ανοιχτή πληγή τής ενοχής εξακολουθεί να πυορροεί. Τότε είναι που χρειάζεται κανείς επειγόντως ένα ναρκωτικό.
Κι ο Κλαμάνς ρίχνεται με πάθος στον ‘έρωτα’. Όχι όμως για πολύ. Γρήγορα καταλαβαίνει την ψευδαίσθηση και τη ματαιότητα των γλυκανάλατων ερωτικών υποσχέσεων και νιώθει την αγεφύρωτη απόσταση που χωρίζει εκ των πραγμάτων έναν εγωιστή ολκής σαν τον ίδιο, από το ερωτικό του αντικείμενο: “Ένιωσα τόση φρίκη για τον έρωτα που, για χρόνια ολόκληρα, δεν μπορούσα ν’ ακούσω χωρίς να τρίζω τα δόντια το τραγούδι Η ρόδινη ζωή ή το Θάνατο από έρωτα της Ιζόλδης” (2004: 80).
Γραπώνεται τότε απεγνωσμένα από το άλλο μεγάλο ναρκωτικό των ανθρώπων: την ακολασία και την κραιπάλη. Ρίχνεται με λύσσα στο ποτό και στην πρόσκαιρη σαρκική απόλαυση και, είναι αλήθεια, ότι εκεί φαίνεται να βρίσκει προς στιγμήν τον πραγματικό του ποταπό εαυτό. Σύντομα όμως θα έρθει αντιμέτωπος με τα ολέθρια αποτελέσματα κι αυτής της ψευδαίσθησης: “Η κούραση που κατέτρωγε το κορμί μου είχε διαβρώσει συνάμα και πολλά ευαίσθητα σημεία μου. Κάθε υπερβολή μειώνει τη ζωτικότητα, συνεπώς και τον πόνο. Η ακολασία, αντίθετα με όσα πιστεύουμε, δεν έχει τίποτα το ξέφρενο. Είναι ένας μακροχρόνιος ύπνος” (2004: 83).
Αργά ή γρήγορα, θα αναγκαστούμε να αποδεχτούμε ήρεμα, χωρίς περιττές αντιδράσεις, την πτώση μας ως τη μοναδική αδυσώπητη, αμετάκλητη, αναπόδραστη πραγματικότητα της ζωής μας. Είτε μας αρέσει είτε όχι, θα πρέπει να συμφιλιωθούμε κάποτε με εκείνο το γέλιο πίσω από την πλάτη μας, που κάποτε πυροδότησε μέσα μας τη διαδικασία τής πτώσης. Το κυριότερο: θα πρέπει επιτέλους να δεχτούμε, ότι η κραυγή εκείνη του αυτόχειρα που πνιγόταν στα νερά τού Σηκουάνα, την οποία αγνοήσαμε, δεν θα σταματήσει ποτέ να μας στοιχειώνει. Θα συνεχίσει να μας ακολουθεί βασανιστικά σε κάθε μας βήμα, μέχρι την τελευταία στιγμή τής ζωής μας: “Τέρμα η ένδοξη ζωή, τέρμα όμως και η μανία και τα ξεσπάσματα. Έπρεπε να υποταχτώ και να παραδεχτώ την ενοχή μου. Έπρεπε να ζήσω στη στενή. Σίγουρα δεν γνωρίζετε εκείνο το υπόγειο κελί που στο Μεσαίωνα το αποκαλούσαν “στενή”. Κατά κανόνα, σας λησμονούσαν εκεί μέσα για όλη σας τη ζωή. Το κελί ετούτο ξεχώριζε από τα άλλα, χάρη στις έξυπνα μελετημένες διαστάσεις του. Δεν ήταν αρκετά ψηλό για να μπορείς να σταθείς όρθιος, ούτε αρκετά φαρδύ για να ξαπλώσεις. Έπρεπε να πάρεις μια υποχρεωτική στάση, να ζεις διαγώνια· ο ύπνος ήταν μια πτώση, ξύπνιος καθόσουν ανακούρκουδα” (2004: 86).
Είμαστε αμετάκλητα φυλακισμένοι στη “στενή”. Σήμερα πλέον, δεν χρειάζεται καν ένα πραγματικό κελί για να εκτίσουμε την ποινή μας. Σήμερα, τα πράγματα έχουν απλοποιηθεί αρκετά, μοναδικός δικαστής και ένοχος, είμαστε εμείς οι ίδιοι. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι θα έρθει αργά ή γρήγορα η στιγμή, στην οποία οι άνθρωποι θα μας δικάσουν, με τον πιο αδυσώπητο τρόπο, για τον αφόρητο εγωισμό μας. Όπως άλλωστε το πράττουμε κι εμείς ανά πάσα στιγμή γι’ αυτούς: “Όλοι μας παρ’ τον ένα χτύπα τον άλλο, όλοι μας τιμωρημένοι, ας φτύνουμε στα μούτρα μας και ωπ! στη στενή! Το θέμα είναι ποιος θα φτύσει πρώτος, αυτό είναι όλο. Θα σας αποκαλύψω ένα μεγάλο μυστικό, αγαπητέ μου. Μην περιμένετε τη Δευτέρα Παρουσία. Έρχεται καθημερινά” (2004: 87).
Δεν υπάρχει κανένα ελαφρυντικό, καμία πιθανότητα άφεσης αμαρτιών. Δεν μπορούμε να προσβλέπουμε στη συμπόνια των άλλων. Είναι κι αυτοί εξίσου ένοχοι κι εγωιστές με εμάς. Δεν έχουν ούτε αυτοί καμία πιθανότητα σωτηρίας. Δεν υπάρχει πια κανείς θεός να μας σώσει. Ο Ιησούς ο ίδιος υπήρξε στην πραγματικότητα κι αυτός ένοχος: “Ο πραγματικός λόγος είναι ότι εκείνος ήξερε πως δεν ήταν απόλυτα αθώος… Τα βρέφη της Ιουδαίας που τα έσφαζαν, ενώ οι γονείς του τον οδηγούσαν σε ασφαλές μέρος, δεν πέθαναν τάχα εξαιτίας του; … Μα, τέτοιος που ήταν, είμαι σίγουρος ότι δεν μπορούσε να τα λησμονήσει… Ο θρήνος υψωνόταν μέσα στο σκοτάδι, η Ραχήλ φώναζε τα παιδιά της που τα σκότωσαν εξαιτίας του, κι εκείνος ήταν ζωντανός!” (2004: 88). Κι αν εκείνος κατάφερε να εξιλεωθεί στον σταυρό, εμάς δεν μας επιτρέπεται να ελπίζουμε ούτε σε μία τέτοια λύση: εκατομμύρια τσαρλατάνοι σήμερα σταυρώνονται οικειοθελώς σαν τον Χριστό, όμως και πάλι, πρόκειται για μία ακόμη μάσκα, για έναν ακόμη ρόλο, σε τελική ανάλυση ένα φτηνό θέαμα χωρία καμία ουσία: “Έλα όμως που τώρα πάρα πολλοί άνθρωποι σκαρφαλώνουν στο σταυρό μόνο και μόνο για να τους βλέπουν από πολύ μακριά, ακόμα κι αν χρειαστεί γι’ αυτό να ποδοπατήσουν εκείνον που βρίσκεται ήδη εκεί πάνω προ πολλού. Ένα σωρό άνθρωποι αποφάσισαν να παρατήσουν τη γενναιοδωρία και να καταπιαστούν με την ελεημοσύνη. Ω, τι αδικία, τι αδικία του έκαναν, η καρδιά μου σπαράζει!” (2004: 90).
Ας συγχωρήσουμε λοιπόν ακόμη και τον πάπα (2004: 99), ας δώσουμε άφεση αμαρτιών ο ένας στον άλλον – είναι το μόνο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε. Αφού όμως πρώτα “… επεκτείνουμε την καταδίκη σε όλους, αδιακρίτως, ώστε να την κάνουμε κάπως πιο ήπια” (2004: 102). Και φυσικά, χωρίς να περιμένουμε ότι με τον τρόπο αυτόν θα μας δοθεί η πολυπόθητη άφεση αμαρτιών, αυτοδίκαια: “Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τίποτα, σας το έχω πει” (2004: 99). Ας συγχωρήσουμε τον καθένα, εκτός από τον εαυτό μας. Ας εκχωρήσουμε τα πάντα – και κυρίως ας ξεφορτωθούμε την τρυφερή κι εξιδανικευμένη εκείνη εικόνα που διατηρούμε για τον εαυτό μας – κι ας μείνουμε τελικά ολομόναχοι, αποκομμένοι από όλους και όλα, αλλά επιτέλους, ελεύθεροι! Ας μην μετατρέψουμε και την ελευθερία σε ένα ακόμη προπέτασμα διπροσωπίας κι εγωισμού. Ας μην γίνουμε, μετά από μία μακρά πορεία μελέτης τού εαυτού μας, απλοί μετανοητές δικαστές, όπως γίνεται στο τέλος ο Κλαμάνς, ας μην χαστουκίσουμε τον εαυτό μας δημοσίως μόνο και μόνο για να τον ανυψώσουμε για μία ύστατη φορά πάνω από όλους τους άλλους. Εάν το κάνουμε, πολύ απλά θα έχουμε παγιδευτεί στις ψεύτικες υποσχέσεις σωτηρίας μίας ακόμη ψευδαίσθησης, ενώ η τελική εξιλέωση θα έχει αναβληθεί και πάλι επ’ αόριστον.
Είναι πολύς καιρός που πλέουμε μέσα σε μία “… νεκρή θάλασσα ή σχεδόν νεκρή. Με τις επίπεδες ακτές της, χαμένες στο πούσι, δεν ξέρεις πού αρχίζει και πού τελειώνει. Έτσι, προχωράμε δίχως κανένα σημείο αναφοράς, είναι αδύνατο να υπολογίσουμε την ταχύτητά μας. Προχωράμε και τίποτα δεν αλλάζει. Αυτό δεν είναι θαλασσινό ταξίδι, είναι όνειρο” (2004: 77). Βρισκόμαστε σε μία κατάσταση ελεύθερης πτώσης, ενώ εμείς κοιμόμαστε του καλού καιρού μέσα στην προσωπική μας άυλη, ονειρώδη “στενή”. Κάτι πρέπει να αλλάξουμε, αλλά πώς; “Όταν όμως δεν αγαπάς τη ζωή σου, όταν ξέρεις ότι πρέπει να την αλλάξεις, δεν έχεις περιθώρια επιλογής, έτσι δεν είναι; Τι να κάνεις για να γίνεις διαφορετικός; Τίποτα, αδύνατο. Θα πρέπει να μην είσαι πια κανένας, να λησμονήσεις τον εαυτό σου για κάποιον άλλο, για μια τουλάχιστο φορά. Πώς όμως; Μη με κουράζετε περισσότερο” (2004: 112). Είναι ίσως υπερβολικά αργά για την οποιαδήποτε αλλαγή, όμως το κουρασμένο μας κορμί δεν αντέχει πια την αφόρητη πίεση που ασκούν πάνω του τα κιτρινισμένα από την υγρασία ντουβάρια τής “στενής”. Άλλη ευκαιρία δεν πρόκειται να μας δοθεί.
Αναφορές
– Καμύ, Αλμπέρ (2004), Η Πτώση. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
– Πασκάλ, Μπλεζ (2000), Σκέψεις. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.
– de la Bruyère, Jean (1885), The Characters. London: John C. Nimmo. https://ia802605.us.archive.org/30/items/charactersofjean00labriala/charactersofjean00labriala.pdf
– de la Rochefoucauld, François (2003), Maxims, Wellesley MA: Branden Books.
[1] Εφεξής, στις αναφορές, κάθε έμφαση με πλάγια γραφή είναι δική μας.