του Αντώνη Ν. Φράγκου
Είχε καθηγητή τον περίφημο Ρεϊμόν Κενό ο οποίος και τον προέτρεψε να εκδώσει, το 1967, στον Gallimard το πρώτο του μυθιστόρημα. Γεννηθείς το 1945 στο Μπουλόν –Μπιγιανκούρ από Γάλλο πατέρα – σεφαραδίτης της Θεσσαλονίκης – και Βελγίδα μητέρα που γνωρίστηκαν στο γερμανοκρατούμενο Παρίσι. Με πολλά, βραβευμένα, βιβλία -με αποκορύφωμα, πέρα απ’ το Goncourt το 1976, το Νόμπελ του 2014. Έχει γράψει, επίσης σενάρια για ταινίες με περισσότερο γνωστό εκείνο του «Λακομπ, Λουσιέν» του Λουί Μαλ.
Στο «Chevreuse» ο Μοντιανό δομεί το σενάριο με αστυνομική διάθεση. Πέρα από την λεπτομερή περιγραφή της συνοικίας Οτέιγι του Παρισιού και της κοιλάδας του Σεβρέζ, ο συγγραφέας παραθέτει, μεταξύ άλλων, το τραγούδι, «Douce dame» του Σερζ Λατούρ όπως και τα «Απομνημονεύματα του Καρδινάλιου του Ρε» με την Δούκισσα της Σεβρέζ – στίχους του Γκιγιόμ Απολινέρ -όπως δώσει το κλίμα όσων λάμβαναν χώρα στην περιοχή πενήντα χρόνια πριν. Εδώ θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη πως ο συγγραφέας συνδυάζει ομού τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους- ο ήρωας παιδί, στα είκοσι του και, μάλλον, στα 70 του. Ο Ζαν Μποσμάν ανακαλεί μνήμες εκείνων των εποχών και θέτει ερωτήματα για το πώς σημαδεύτηκε, παιδιόθεν η ζωή του. Ή, πως, προχωρημένα είκοσι, ενεπλάκη με ομάδα ανθρώπων υπόπτου παρελθόντος και πως αυτοί τον χρησιμοποίησαν. Ούτως, ο Μοντιανό βάζει το alter ego του να πιστεύει πως κάτι εγκληματικό συνέβη τότε και με την ασφαλή απόσταση του χρόνου επιδιώκει να βάλει τα πράγματα στην σωστή τους διάσταση ψαρεύοντας εικόνες και χαμένες λεπτομέρειες από το πηγάδι της λήθης. Θύτες και θύματα αλλάζουν ρόλους, κάποια ονόματα έχουν περίοπτη θέση στην μνήμη όπως η Καμίλ ή, διαφορετικά, «Νεκροκεφαλή», ο μυστηριώδης Μισέλ ντε Γκαμά και ο συγκρατούμενός του Γκι Βενσάν.
Το σπίτι της οδού Ντοκτέρ-Κυρζέν, τόπος συνάντησης διαφόρων προσώπων, ανώνυμων και επώνυμων και οι χαοτικές συνευρέσεις τους και ο ρόλος του Μποσμάν σε όλα αυτό. Κάποια συνομωσία εξυφάνθηκε εναντίον του; Το μπλε τετράδιο που κρατούσε σημειώσεις, «παιδική ηλικία, εφηβεία, ωριμότητα, γηρατειά –πολλοί διαδοχικοί θάνατοι». Αυτή η χρονική διαπλοκή μαζί με την αναφορά διαφόρων χαρακτήρων ίσως μπερδέψει κάπως την ανάγνωση αλλά το ζητούμενο εδώ είναι το πέρασμα του χρόνου χωρίς λογικές συνεπαγωγές. Γιατί ακριβώς, ο αφηγητής/ συγγραφέας του οποίου «μέχρι τότε, η μνήμη του όσον αφορά αυτά τα πρόσωπα είχε διανύσει μια μακρά περίοδο χειμερίας νάρκης, όμως φαίνεται ότι τώρα η περίοδος αυτή είχε λήξει και ότι τα φαντάσματα δεν φοβόνταν να ξαναβγούν στο φως». Για να τα κατευνάσει και να διασκεδάσει τους φόβους του τα ξανάφερνε στη ζωή. Από εκεί η φασματική ατμόσφαιρα του βιβλίου, η σύγχυση γεγονότων και πράξεων – η ανυπαρξία τυπικού φινάλε. Τα ερωτήματα θα παραμείνουν. Στην αναζήτηση του χαμένου παρελθόντος ο Πατρίκ Μοντιανό αποδεικνύεται μάστορας ολκής. «Η οσμή του χρόνου» φέρνει στο προσκήνιο παλιά γεγονότα τα οποία ανασυνθέτει ανάλογα με την τωρινή συνείδηση του πρωταγωνιστή. Αναφορές στον Προυστ και στον «Χαμένο χρόνο» αλλά εδώ δεν έχουμε την επιστροφή στην ηλικία της αθωότητας αλλά στην διαλεύκανση κάποιου ίσως φανταστικού εγκλήματος.
«Chevreuse» Πατρίκ Μοντιανό», εκδ. Πόλις, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης, σελ. 142