Σχόλια στην αλληλογραφία Τ.Κ. Παπατσώνη και Μέλπως Αξιώτη (της Αθηνάς Βογιατζόγλου)

0
404

 

γράφει η Αθηνά Βογιατζόγλου

 

...γίνεται η λεγόμενη ώσμωση. Και μόνο τούτο θα ήταν                                                                                αρκετό σαν δικαίωση μιας ζωής…[1]

Η αλληλογραφία Τ.Κ. Παπατσώνη και Μέλπως Αξιώτη έφτασε ως ένα εκλεκτό δώρο στα χέρια μας στις αρχές του χρόνου από τις εκδόσεις Gutenberg. Φροντισμένο τυπογραφικά με την έμπνευση και το μεράκι του Γιάννη Μαμάη (ας σημειωθεί ότι το σχέδιο του αριστερού Ιταλού ζωγράφου Gabriele Mucchi δεν επιλέχτηκε τυχαία για να κοσμήσει τον καλαίσθητο κολοφώνα, καθώς συνυφαίνει μητρικά μια γυναικεία και μια αντρική μορφή), επιμελημένο από δυο άξιους Νεοελληνιστές, που γνωρίζουν σε βάθος τους αλληλογράφους (ειδική στην Αξιώτη είναι η Μαίρη Μικέ, ειδικός στον Παπατσώνη ο Βασίλης Μακρυδήμας), με μια εισαγωγή πλούσια αλλά  διόλου κουραστική, καίρια και οικονομημένα πραγματολογικά σχόλια και είκοσι επιστολές που ξεδιπλώνουν, παρά τη σχετικά περιορισμένη έκτασή τους, κόσμους ολόκληρους ψυχικούς, πνευματικούς, βιωτικούς, το πορτοκαλοκόκκινο αυτό βιβλίο είναι ένα φιλολογικά υποδειγματικό τεκμήριο θερμής συντεχνιακής συναλληλίας.

Γράφει η Αξιώτη στον Γιάννη Ρίτσο τον Ιούλιο του 1960: «Είχα να γράψω σε φίλους δέκα χρόνια – γιατί δεν μπορούσα – δεν είχα τίποτα να πω αν δεν έλεγα πολλά – η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη».[2] Όπως παρατηρούμε στην αλληλογραφία της με τον Τάκη Παπατσώνη, που ξεκίνησε λίγο μετά, τον Μάρτιο του 1962, και διήρκεσε δυόμιση χρόνια, οι επιστολές της ξεκινάνε από λίγες σειρές και μήνα προς μήνα μεγαλώνουν σε μέγεθος και εντείνονται σε αυθορμητισμό και θερμότητα· η προσφώνηση «Αγαπητέ φίλε» γίνεται σταδιακά «Αγαπητέ μου φίλε», ώσπου η τελευταία και εκτενέστερη εκρήγνυται από εξομολογητικότητα και κλείνει με την εύγλωτη φράση «Μα σας τα είπα χύμα, γιατί σας αγαπώ» (σ. 117). Ο Παπατσώνης είναι πιο σταθερός τόσο αναφορικά με το μέγεθος των επιστολών του, που εξαρχής εκτείνονται τυχαία μεταξύ μιας παραγράφου και δύο σελίδων, όσο και αναφορικά με τις προσφωνήσεις του, που μετά το «Φίλη Κυρία Αξιώτη» της πρώτης επιστολής παγιώνονται σε «αγαπητή φίλη»· οι αποφωνήσεις του, όμως, αρχίζουν με την απλή δήλωση της φιλίας του και καταλήγουν να μοιράζουν πιο απλόχερα το δώρο της: «με πολλή πολλή φιλία», «με όλη μου τη φιλία». Συνολικά μιλώντας, τα γράμματά του δεν υπολείπονται σε ζεστασιά εκείνων της ομοτέχνου του· η συγκινησιακή εμπλοκή βαθαίνει αμφίδρομα στη διάρκεια  αυτής της γραπτής επικοινωνίας – και, όπως σημειώνουν οι δυο επιμελητές στην Εισαγωγή τους, κάτι τέτοιο «αποτελεί πράγμα σπάνιο στο εύρος της παπατσωνικής αλληλογραφίας», παρά το γεγονός ότι ο ποιητής υπήρξε «δεινός επιστολογράφος» (σ. 41). Γενικότερα, η πολυεπίπεδη, δοκιμιακά γραμμένη Εισαγωγή, καθώς και τα σχόλια που φωτίζουν επιμέρους σημεία των επιστολών, συντροφεύουν στενά τον αναγνώστη και τον βοηθούν να κατανοήσει – και να απολαύσει – βαθύτερα όσα διαμείβονται ανάμεσα στους δυο επιστολογράφους.

Η «όσμωση» των δύο λογοτεχνών, όπως χαρακτηριστικά γράφει σε μια επιστολή της η Αξιώτη, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί οι διαφορές ανάμεσά τους είναι πολύ μεγάλες σε πολιτικοϊδεολογικό επίπεδο: βαθιά πιστός χριστιανός, δημόσιος λειτουργός και γενικά θεσμικός ο Παπατσώνης, αφοσιωμένη κομμουνίστρια και άθεη η Αξιώτη. Κι όμως, εκείνος, μολονότι αποφεύγει γενικά τα πολιτικά σχόλια,[3] δηλώνει αγανάκτηση για τις συνθήκες που οδήγησαν την ομότεχνή του στον εκπατρισμό,[4] ενώ εκείνη, από τη μεριά της, τονίζει ότι η θρησκευτική πίστη του δεν θα ήταν δυνατόν να σταθεί εμπόδιο στην εις βάθος επικοινωνία τους. Του γράφει με αφορμή την παραλαβή της ποιητικής συλλογής του Εκλογή Β’:

… με συντροφεύει τη νύχτα και όλο τη φυλλομετρώ. Καθώς φαίνεται, στη μεγάλη ποίηση, όλα μπορούν να μοιάσουν και τα αντίθετα να συναντιούνται ειρηνικά. Πολλά καταπληχτικά γίνουνται – δε σε ξαφνιάζει τίποτα. Και ο ύμνος σε θεούς που δεν θα ήταν οι δικοί σου, διατηρεί μια ακέραια συγκίνηση, αφού είναι του άλλου η αλήθεια. (σ. 80)

Την ίδια μέρα που γράφεται αυτή η επιστολή, στις 20 Φεβρουαρίου του 1963, ο Παπατσώνης αγγίζει το ίδιο ακριβώς θέμα με εντυπωσιακά παρόμοιο τρόπο («Να μην υπάρχουν τάχα και οι τηλεπάθειες;» σχολιάζει γι’ αυτή τη σύμπτωση σε επόμενο γράμμα της η Αξιώτη, σ. 84). Για «αντίθετα» κάνει γενικόλογα λόγο εκείνη, για το «αντίθετο» με τις ιδέες της κλίμα στο οποίο κινούνται τα ποιήματά του μιλάει ευθέως ο Παπατσώνης.[5] «Του άλλου η αλήθεια» λέει η Αξιώτη, μπορεί να συγκινήσει τον αλλόδοξο στο πεδίο της τέχνης, και ο Παπατσώνης μιλά ακριβώς για την επικοινωνιακή δύναμη της ποίησης όταν είναι ειλικρινής:

Μου μένει μόνο η ελπίδα πως η ποίηση, άμα είναι ειλικρινής (και όσο γι’ αυτό, η δική μου, μπορώ να σας βεβαιώσω πως είναι, άσχετα από το αν είναι καλή ή κακή), μένει πάντα ποίηση, και πως δεν θα σας εμποδίσει τίποτα να μην τη δεχτείτε. (σ. 81)

Σε αυτό το κλίμα της αλήθειας, της ειλικρίνειας, της απαλλαγμένης από κάθε σκοπιμότητα «κέρδους» επικοινωνίας κινούνται οι είκοσι επιστολές· η ψυχική καθαρότητα με την οποία προσέρχονται σε αυτήν οι δυο εμπλεκόμενοι είναι φανερή και πουθενά δεν συναντά κανείς πετραδάκι που να εμποδίζει τη ροή των νερών, την αμοιβαία αποδοχή των έργων ο ένας του άλλου. Ο Παπατσώνης διαβάζει και σχολιάζει τα Θαλασσινά, η Αξιώτη φυλλομετρά τρυφερά την Εκλογή Β’, ανυπομονεί να διαβάσει τη μελέτη για τον Δάντη και προτρέπει τον ομότεχνό της να αναζητήσει τη φρεσκοτυπωμένη δεύτερη έκδοση του μυθιστορήματός της Δύσκολες νύχτες. Eναγώνια, θα έλεγε κανείς, αποζητούν ο ένας την αναγνωστική ματιά του άλλου, με τρόπο που δείχνει όχι μόνο αμοιβαία εκτίμηση αλλά και μια οικειότητα που εκπλήσσει για το πόσο γρήγορα κατακτήθηκε:

Περιμένω λοπόν κι από σας ν’ αγαπήσετε την ποίηση και τη διάθεση με την οποία σας στέλνεται, και ν’ αγνοήσετε ό,τι άλλο στέκεται ξένο (σ. 81), γράφει ο Παπατσώνης στην ομότεχνή του για την Εκλογή Β‘, κι εκείνη, πιο εξομολογητικά, και με τρόπο που ένας θεωρητικός της αναγνωστικής πρόσληψης θα έβρισκε ενδιαφέροντα, του γράφει για τις Δύσκολες νύχτες:

…παλιό πράμα είναι, ηλικίας 25 ετών ακριβώς, μα επειδή μου είναι πολύ αγαπητό, μην το παρατήσετε, να πάτε μέχρι το τέλος, και να μου γράψετε τα βάσανά σας (του αναγνώστη), – λιγότερα πάντως και οπωσδήποτε από τα δικά μου –τα τωρινά– καθώς το ξαναδιάβαζα (σ. 115-116).

Ωστόσο, ο βαθύτερος συντονισμός των δυο αλληλογράφων συντελείται, θα έλεγε κανείς, όχι τόσο χάρη στα έργα που ανταλλάσσουν ή χάρη στις συναφείς περί λογοτεχνίας απόψεις τους, αλλά εκεί όπου οι βίοι τους για λίγο συγκλίνουν: στα παναθρώπινα ζητήματα της νόσου και του εκπατρισμού. «Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε τον άνθρωπο που βαδίζει με δυο δεκανίκια κι ας θαρρεί πως μοιράζεται τον πόνο του» γράφει η Μέλπω στην παραπάνω επιστολή της προς τον Ρίτσο.[6] Γι’ αυτό και ο «ξενιτεμός» του Παπατσώνη στην Αμερική μαζί με τη σύζυγό τους για να δουν την κόρη και το εγγόνι τους, που θα γεννηθεί στη διάρκεια της εκεί παραμονής τους, συντονίζει ακομη περισσότερο τις ψυχές των δυο αλληλογράφων και συσφίγγει τους δεσμούς τους: «γίναμε συνάδελφοι και ομοιοπαθείς σε εκπατρισμό» γράφει στη φίλη του ο Παπατσώνης κλείνοντας τον πρώτο μήνα διαμονής του στην Ουάσιγκτον τον Οκτώβριο του 1963 (σ. 91)· «συν-παθό» και «συνεξόριστο» τον αποκαλεί συμπονετικά εκείνη στην απαντητική επιστολή της (σ. 96-97), ενώ λίγους μήνες μετά του μιλά για «τον ξενιτεμό μας (εσάς κι εμένα)» και λέει ότι «πολύ θα ήθελα να σας παρηγορήσω εγώ – ο παθός εγώ» (σ. 104). Ο Παπατσώνης, από τη μεριά του, διαβλέπει παρηγορητικά, τον Μάρτιο του 1964, ότι ωριμάζουν οι συνθήκες για τον επαναπατρισμό της Αξιώτη (σ. 108), που όντως θα πραγματοποιηθεί σύντομα, δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια μετά την αυτοεξορία της. Κι ακόμη: όταν ο Παπατσώνης είναι κληνήρης με πρόβλημα στο συκώτι, νιώθει αλληλέγγυος μέσα στον πόνο του με την αλλιώς πονεμένη φίλη του και παρηγορείται από τον συντονισμό τους στην κατήφεια («Συλλογιζόμουνα που και σεις με τον τρόπο σας υποφέρετε από ξενιτιά και νοσταλγία […] κι η ιδέα αυτή με ανακουφίζει περισσότερο από όλες τις ενέσεις», σ. 86)· εκείνη συγκινείται πολύ από το μήνυμά του και θεωρεί σημάδι του εναρμονισμού τους το ότι βρίσκεται αίφνης και η ίδια στο κρεβάτι εξαιτίας μιας ισχιαλγίας στη σπονδυλική στήλη (σ. 89). Αξίζει να παρατεθεί το ξεκίνημα αυτής της επιστολής, όπου η συνήθως τόσο συγκρατημένη στις επιστολές της Αξιώτη (ακόμη και σε εκείνες προς τον ομοϊδεάτη Ρίτσο) μιλά με ευγνωμοσύνη για το βαθύ πλησίασμα με τον αλληλογραφικό σύντροφό της:

Μεγάλη ήταν η συγκίνησή μου να δω στο γράμμα σας με τι περίεργους τρόπους μπορεί να δημιουργηθεί η ανθρώπινη επικοινωνία. Εκεί που θαρρεί κανείς πως η δική του ζωή δεν αφορά κάποιον άλλον άνθρωπο, βλέπει ξαφνικά ότι γίνεται η λεγόμενη ώσμωση. Και μόνο τούτο θα ήταν αρκετό σαν δικαίωση μιας ζωής. Γι’ αυτό σας είμαι υπόχρεη που μου δώσατε μια τέτοια πολύτιμη απόδειξη. (σ. 89)

Θα κλείσω με λίγα σχόλια για την επιστολή που εγκαινιάζει αυτή την αλληλογραφία: ανήκει στον Παπατσώνη, γράφεται στις 15 Μαρτίου του 1962 και προοικονομεί τον συγκινησιακό συντονισμό των δύο ομοτέχνων. Είναι ειδολογικά υβριδική, καθώς κινείται στο όριο μεταξύ επιστολής και βιβλιοκρισίας για την ποιητική συλλογή της Αξιώτη Θαλασσινά. «Μπήκα σε πολλές σκέψεις κι απορίες αναπάντητες» γράφει ο ποιητής ξεκινώντας να ξεδιπλώνει την αναγνωστική του αντίδραση. Κι αφού μιλά για τις «άγριες κι απανθρωπες συνθήκες» που αναγκάζουν ανθρώπους σαν την Αξιώτη να στερούνται τον τόπο τους, συνεχίζει με παρατηρήσεις που αναμειγνύουν την οξυμένη ενσυναίσθηση («είδα την πίκρα σας») με λεπτές κριτικές παρατηρήσεις, όπως:

Είχα χρόνο πολύ να διαβάσω τραγούδια μακριά και πολύστιχα. Θαρρούσα πως το είδος είχε καταργηθεί. Σεις το ξαναφέρνετε στο φως και το ξανανιώνετε. Τραγούδια με μια μακρινή απήχηση δημοτικών, με «μύθο», που όσο και να ’ναι του ζόφου και θανατερά, αφήνουν και λάμπει το ακατάλυτο Στοιχείο, που ’ναι η πάντα φωτεινή μας θάλασσα (σ. 72).

Λάτρεις της θάλασσας είναι και οι δύο αλληλογράφοι, ιδιαίτερα δε η αθεράπευτα μυκονιάτισσα Αξιώτη,[7] που βιώνει πολύ τραυματικά τη στέρησή της – «πρόσφυγας θαλασσινός» γράφει χαρακτηριστικά στα Θαλασσινά, κι ο Παπατσώνης αποκαλεί μεταφορικά τα ποιήματα της συλλογής της «μνήμη και πόθο για την Ελλάδα» (σ. 71).

            Μετά το πέρας αυτής της αλληλογραφίας και την επιστροφή της Αξιώτη στην πατρίδα της, ο Παπατσώνης θα γράψει στο μελέτημα «Οι θάλασσές μας και η ποίηση»:

Σε χρόνο και σε τόπο Ελλάδα θα πει θάλασσα. Δεν υπάρχει ελληνικό βουνό, που σκαρφαλώνοντας μέχρι την κορφή του δεν θα συναντήσεις θάλασσα. […] Αυτή η θάλασσα, η μεγάλη κι ευρύχωρη, είναι αναφαίρετα ελληνική, στο φως της, στην αρμύρα της, στους κυματισμούς της, στους θρύλους της, αλλά είναι και η εικόνα της Ελευθερίας. Η ευλογημένη μας θάλασσα και τα νησιωτικά στολίδια της, δεν θα παύσει ποτέ να είναι πλούσια πηγή για την ελληνική ποίηση, όσο κι’ αν τελευταία φαίνεται αποχαυνωμένη σε βαθμό ενοχλητικό από ξένα ινδάλματα.[8]

Το μεταθανάτια δημοσιευμένο αυτό κείμενο μοιάζει να γράφτηκε κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του ποιητή, πιθανώς λίγο μετά την πτώση της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Η θάλασσα δεν είναι πια στέρηση για τους εκπατρισμένους αριστερούς (αν και, ειρωνικά, έγινε για την ύστερη Αξιώτη σχεδόν «απρόσιτη» λόγω της ακρίβειας που έφερε η τουριστική εισβολή)[9] αλλά ελευθερία, όπως ήταν στην ποίηση του Σολωμού, του Κάλβου, του Σικελιανού, του Ελύτη, τους οποίους μνημονεύει ο Παπατσώνης. Και ο ίδιος, άλλωστε, φιλοξένησε τρυφερά στην ποίησή του τη θάλασσα, σε στίχους όπως:

Απόψεις της θαλάσσης. Απόψεις ομαλές.

Όσο τρικυμισμένη – σε σύγκριση Βουνού,

σε σύγκριση της Πέτρας, η Θάλασσα ομαλή. […]

Ενώνει τα διεστώτα. Και τα ογκωμένα λειαίνει.

Τους όγκους γονατίζει πολύ σκληρών Βουνών.

Φθάνει σε απαλότητες μεγάλων αμμουδιών.

Ορμίσκους δημιουργεί πλήρους καταφυγής. […][10]

Όπως η θάλασσα, έτσι και η αλληλογραφία του Παπατσώνη με την Αξιώτη ένωσε «τα διεστώτα», λείανε «τα ογκούμενα», δημιούργησε «ορμίσκους καταφυγής» για τους δυο ομοτέχνους. Ο τρόπος με τον οποίο κλείνει η πρώτη επιστολή του Παπατσώνη δεν θα μπορούσε να είναι πιο προφητικός – αρκεί στη θέση της λέξης «Ποίηση» να βάλει κανείς εναλλακτικά, ως άξια αντικαταστάτη, τη λέξη «αλληλογραφία»:

Συναντιόμαστε αρμονικότατα εκεί που η Ποίηση, σαν τη θάλασσα, απαλύνει όλα τα κάθε είδους κανάλια.

 

 

[1]     Από την επιστολή της 9ης Ιουλίου 1963 της Αξιώτη προς τον Παπατσώνη, σ. 89.

[2]     Γιάννης Ρίτσος, Μέλπω Αξιώτη, Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά. Σπαράγματα αλληλογραφίας (1960-1966), φιλ. επιμέλεια Μαίρη Μικέ, Άγρα, Αθήνα 2015, σ. 88.

[3]       Με εξαίρεση τη δημόσια σύνταξή του με όσους αποκήρυξαν, μέσα από τις σελίδες του Σήμερα, την αναρρίχηση του Χίτλερ στην εξουσία το 1933, όπως και την τοποθέτησή του για το Κυπριακό το 1952 (για την τελευταία βλ. σχόλια επιμελητών, σ. 110)

[4]      «Τι περίεργα άγριες κι απάνθρωπες συνθήκες είναι αυτές που ζούμε, αυτές που αναγκάζουν ανθρώπους να ξεριζώνονται και τους στερούν την ελεύθερη κίνηση για την πατρίδα, για τη γη τους, για τις θάλασσές τους», σ. 71, ή «Συλλογιζόμουνα που και σεις με τον τρόπο σας υποφέρετε από μοναξιά και νοσταλγία, χωρίς λόγο και αιτία, από τις ηλίθιες καταστάσεις που δημιουργήσανε εδώ», σ. 86.

[5]     «Ξέρω πολύ καλά πως το κλίμα τους είναι στη βάση του αντίθετο με τις ιδέες, που σας αναγκάζουν να βρίσκεστε μακριά», σ. 81.

[6]     Ριτσος, Αξιώτη,  Καταραμένα κι ευλογημένα χαρτιά, ό.π.

[7]     Ως «Εγώ ο θαλασσινός» αυτοπροσδιορίζεται γράφοντας στον Παπατσώνη τον Φεβρουάριο του 1964, για να του πει ότι όταν είχε πάει κάποτε να μείνει ένα σαββατοκύριακο στο σπίτι της Νάκου στην Εκάλη έφυγε από το Σάββατο  γιατί «τα δέντρα μου πλακώσανε την ψυχή», σ. 102-103.

[8]     Παπατσώνης, «Οι θάλασσές μας και η ποίηση», Ευθύνη, τχ. 91, 1979, σσ. 353-356: 356.

[9]     Βλέπε το σχετικό σχόλιο των επιμελητών στην τελευταία επιστολή της Αξιώτη, σ. 116.

[10]   Παπατσώνης, «Απόψεις της θαλάσσης», Εκλογή Α´, Ursa Minor, Εκλογή Β´, Ίκαρος, Αθήνα 1988, σ. 59.

 

[Αλληλογραφία Τ.Κ. Παπατσώνη – Μέλπως Αξιώτη (1962-1964), Gutenberg, Αθήνα 2025]

Προηγούμενο άρθροΑυτός ο χειμώνας και η τελετουργική χορογραφία του Δημήτρη Καρακίτσου (γράφει ο Μάνος Κουμής)
Επόμενο άρθρο7 + 1 αιχμές για τη λογοτεχνία του Φανταστικού (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου) (2023-2025)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ