Σχόλια σχετικά μέ τό βιβλίο τῆς Σωτηρίας Σταυρακοπούλου (του Γιώργου Αράγη)

0
1745

 

 

Γιῶργος Ἀράγης

Πρόκειται γιά ἕνα βιβλίο ὀγκῶδες πού ἀπαρτίζεται ἀπό 923 σελίδες, μέ πρόλογο, ἀλλά χωρίς εἰσαγωγή. Τό ὅτι δέν ἔχει εἰσαγωγή εἶναι συζητήσιμο. Γιατί σέ μιά εἰσαγωγή θά εἴχαμε πληροφορίες γιά τό πῶς ἔγινε ἀκριβῶς ἡ καταγραφή, μεσολάβησε στενογραφία, μαγνητόφωνο μόνιμα καί σταθερά, κι ὅταν ἀκόμα γίνονταν τηλεφωνήματα ἤ ἔχουμε καί κομμάτια ἀπό μνήμης; Ἔπειτα, ἡ καταγραφή ἔγινε ἀπό τό 2004 μέχρι τό 2012. Καί ἤδη βρισκόμαστε στό 2019. Ἀπό τό 2012 καί ἔκτοτε διάβασε ὁ Χριστιανόπουλος τίς καταγρφές αὐτές; Κι ἄν ὄχι, γιά ποιο λόγο δέν τίς διάβασε; Δέν γνωρίζουμε ἄν ὁ Χριστιανόπουλος διάβαζε τίς συνεντεύξεις του προτοῦ νά δημοσιευτοῦν, ὅμως εἶχε τή δυνατότητα, ὅσο ήταν διαυγής, νά κρίνει ἐκ τῶν ὑστέρων ἄν ἄνταποκρίνονταν στά λεγόμενά του. Τώρα αὐτή  ἡ δυνατότητα δέν ὑπάρχει. Κι έδῶ πάλι προκύπτει ζήτημα: δέν ἔπρεπε, ὅσο ἦταν καιρός, νά ἐξασφαλιστεῖ ἡ ἔγκρισή του; Ἀναρωτιέμαι ἐπίσης ἄν ὑπῆρχε  κάποιος σοβαρός λόγος πού ἐπέβαλε νά γίνει μέ βιασύνη ἡ συγκεκριμένη δημοσίευση. Καί κάτι ἀκόμα, μερικά κύρια ὀνόματα ἀναφέρονται μέ τό ἀρχικό γράμμα τους, ἐνῶ ἄλλα μέ τό πλῆρες ὄνομά τους. Ποιός εἶναι ὁ λόγος πού γίνεται ἔτσι; Μιά εἰσαγωγή θά μᾶς διευκρίνιζε τέτοια ζητήματα, πού τώρα ἐκκρεμοῦν σέ βάρος τοῦ βιβλίου.

Δέν ἔχω καταλάβει γιατί οἱ Θεσσαλονικεῖς δίνουν τόσο μεγάλη σημασία στόν Χριστιανόπουλο ὡς ποιητή. Βέβαια ὁ Χριστιανόπουλος δέν εἶναι μόνο ποιητής, εἶναι καί Διαγώνιος, καί ἐκδόσεις Διαγωνίου, καί Μικρή Πινακοθήκη καί μελέτες γιά τήν πόλη καί τήν εὐρύτερη περιοχή. Γιά τήν ποίησή του ὡστόσο νομίζω ὅτι οἱ Θεσσαλονικεῖς ἔχουν μεγάλη ἰδέα. Ἀναφέρθηκα δυό φορές στήν ποίησή του -στίς εἰσαγωγές τῆς ἀνθολογίας Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά, πρώτη καί δεύτερη ἔκδοση, χωρίς νά πῶ μεγάλη κουβέντα. Οὔτε στόν ἴδιο σέ γράμμα ἤ προφορικά. Ἡ καλύτερη συλλογή του, ὅπως πιστεύω, εἶναι ἡ πρώτη, ἡ Ἐποχή τῶν ἰσχνῶν ἀγελάδων. Συνολικά ὅμως ἡ ποίησή του δέν συνιστᾶ, κατά τή γνώμη μου, ἕνα ἰδιαίτερα σπουδαῖο ἔργο. Δέν τόν βλέπω δίπλα στόν Μ. Ἀναγνωστάκη, οὔτε δίπλα στόν Ν-Α. Ἀσλάνογλου, ἀλλά χαμηλότερα. Αὐτό τό ρεαλιστικό ξεγύμνωμα, τό νά λές τά πράγματα μέ νατουραλιστικό τρόπο, πού τό θεωροῦσε μεγάλη πρωτοτυπία, εἶναι μᾶλλον ὀπισθοδρομική πράξη καί πάντως καθαυτή ἄσχετη πρός τήν ποίηση. Δέν γίνεσαι εὔκολα «πολίτης εἰς τῶν ἰδεῶν τήν πόλι» μέ τέτοιες εὐκολίες. Ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος ἡ ποιητική σχέση του μέ τόν Κ. Καβάφη στάθηκε περισσότερο εὐσεβής πόθος, παρά γεγονός. Ἔχει δίκιο νά λέει πώς «τό ποίημα -πῶς τό λένε- εἶναι ἀνεξέλεγκτη πράξη» (σ. 418). Μέ τή διαφορά πώς τά δικά του ποιήματα εἶναι σέ σημαντικό βαθμό λογικά ἐλεγχόμενες πράξεις. Ἀρκεῖ νά κοιταξει κανείς πῶς γράφτηκε τό ποίημα γιά τόν Λαπαθιώτη καί πολλά ἄλλα.

Συγκρίνοντας τά κείμενα τῶν συνεντεύξεών του (ἔχω ὑπόψη μου πέντε) καί τοῦ βιβλίου, γιά τό ὁποῖο μιλῶ, δέν βλέπω σοβαρή διαφορά ἀνάμεσα στόν Χριστιανόπουλο τῶν συνεντεύξεων καί στόν Χριστιανόπουλο τῶν «μουχαμπετιῶν» τοῦ βιβλίου, ἀλλά καί γενικότερα. Τέτοιος χολερικός, πικρομύτης, καταφρονητικός καί δηκτικός ἦταν πάντα ὁ Χριστιανόπουλος. Θυμίζω τό κείμενό του «Τό τσογλάνι» γιά τόν Β. Βασιλικό, τόν λίβελο γιά τόν Μ. Χατζιδάκη, τά ὅσα ἔσυρε στόν Γ. Σεφέρη, στόν Ο. Ἐλύτη, στόν Γ. Ρίτσο, στόν Γ. Ἰωάνου (νά μήν ξεχνᾶμε καί τά βλάσφημα λόγια του ὅταν πέθανε ὁ Ἰωάννου), στήν Κ. Δημουλᾶ, στόν Δ. Σαββόπουλο. Ἐπίσης τό πῶς μίλησε στόν Σ. Τσαγκαρουσιάνο γιά τό δημοσιογραφικό ἐπάγγελμά του, τό πῶς μίλησε στήν Π. Τσαπανίδου στήν τηλεόραση, κ. ἄ. Ὅταν ἔβλεπε κάποιον νά προβάλλεται δημόσια τόν ἔπιανε ρίγος. Τέλος, ἄν κάποιος τόν ἔθιγε ἤ νόμιζε πώς τόν ἔθιγε, τόν ἔπιανε στό στόμα του καί δέν τόν ξεχνοῦσε ποτέ. Ὅταν τόν συνάντησα πρώτη φορά (1972), καθώς καί κάποιες φορές σχετικά πρόσφατα στή Θεσσαλονίκη, εἶχα τήν ἐντύπωση ὅτι εἶχα νά κάνω μ᾿ ἕναν πληγωμένο σκαντζόχοιρο, ἕτοιμο νά πετάξει τά βέλη του στούς ἀντιπαθείς του. Ὅπως καί νά δεῖ κανείς τήν περίπτωσή του, τό ἐξαγόμενο εἶναι ὅτι δέν στάθηκε κανένα ἀγγελούδι ὁ Χριστιανόπουλος. Σύμφωνα μ᾿ αὐτά, τό βιβλίο τῆς Σταυρακοπούλου δέν παραλλάζει τόν ἄνθρωπο, οὔτε τόν ὑποβαθμίζει, οὔτε τόν ἐκθέτει. Ἁπλῶς τόν παρουσιάζει λίγο περισσότερο περιαυτόλογο. Κάτι πού σχετίζεται πιθανόν καί μέ τήν ἡλικία του, γιατί κατά βάση ὁ Χριαστινόπουλος πάντοτε περιαυτολογοῦσε. Κι ὅταν ἔριχνε τά περιφρονητικά βέλη του στούς διάφορους, πάλι περιαυτολογοῦσε ἔμμεσα.

Ἀντίθετα ἀπό ὅ,τι ὑποστήριζε ὁ ἴδιος, ἔχουμε στοιχεῖα ἐκτός καί ἐντός βιβλίου  πώς δέν ἦταν πολύ συνεπής χαρακτήρας. Στήν πρώτη συνέντευξη στόν Σ. Τσαγκαρουσιάνο διαβάζουμε τά ἀκόλουθα: «Ἄν δεῖτε τούς μανάβηδες τῆς γειτονιᾶς μου πού ἔρχονται νά τούς γράψω ἕνα γράμμα, θά καταλάβετε. Αὐτή λοιπόν ἡ καταβύθιση στόν λαό (ὅπως ἐγώ τόν ἐννοῶ) ὄχι μόνο μέ βοηθάει νά ἀνανεώνομαι γλωσσικά καί ψυχικά, ἀλλά μέ προφυλάγει καί ἀπό τήν ἐπιθυμία γιά προβολή καί δημοσιότητα. Ἡ δημοσιότητα εἶναι ἀληθινή διαφθορά. Γι᾿ αὐτό δέν ἐμφανίζομαι στήν τηλεόραση παρ᾿ ὅλο πού δέν λείπουν οἱ προτάσεις. Θέλω νά τρώω ἐντελῶς ἀνώνυμος στό μικρό μου ἑστιατοράκι.»[1] Κι  ὅμως,  ὅταν μέ τή βοήθεια τοῦ Μ. Χατζιδάκη βγῆκε στό κλαρί, ξεχνώντας ὅσα ξεστόμισε γιά πολλά πρόσωπα τοῦ σιναφιοῦ, ἔκανε, ὄχι ἀκριβῶς τά ἴδια μ᾿ ἐκεῖνα πού καυτηρίαζε, ἀλλά πολύ χειρότερα. Ἔπειτα, μιλοῦσε ὑποτιμητικά γιά τίς «ἐπιτιμοποιήσεις» στό Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, τελικά ὅμως τό φόρεσε κι αὐτός, χωρίς νά ντρέπεται, τό «ράσο». Ὑποστήριξε στά «μουχαμπέτια» (σ. 500) ὅτι πῆγε στό χωριό Φιλιππαῖοι, ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἑλληνική συνείδηση, ἐνῶ τά γύρω βλαχοχώρια ἔχουν μισελληνική συνείδηση. Γι᾿ αὐτό τόν λόγο σ᾿ αὐτά τά χωριά (Σαμαρίνα, Περιβόλι, Σμίξη καί Ἀβδέλα) δέν πήγαινε. Ἕνα μεσημέρι πού τόν συνάντησα τυχαῖα στήν Πλατεία Ἀριστοτέλους δέν χόρταινε νά μοῦ λέει πόσο καλά πέρασε, μέ τήν «Παρέα τοῦ Τσιτσάνη», στήν Ἀβδέλα, ὅπου ἔδωσαν συναυλία τίς προηγούμενες μέρες. Αὐτό ὅμως τό ἔκρυψε ἀπό τά «μουχαμπέτια», μολονότι ἔπεφτε μέσα στά χρόνια πού μιλοῦσε στή Σταυρακοπούλου· ἴσως  γιατί θυμόταν τί εἶχε πεῖ λίγα χρόνια νωρίτερα γιά τό χωριό Ἀβδέλα. Ἐπίσης, ὅταν ἡ συγγραφέας τοῦ εἶπε, «Γιατί δίνετε τόσες πολλές;», (ἐννοοῦσε συνεντεύξεις), ἀπάντησε: «Γιατί μ᾿ ἐξαναγκάζουν οἱ δημοσιογράφοι. Δέν μέ ρωτοῦν ἄν θέλω»!!! (σ. 37).  Κάτι ἀκόμα: Ὅταν ἡ συγγραφέας τοῦ εἶπε πῶς θά πάει νά μιλήσει στό Μέγαρο Μουσικῆς μετά ἀπό ὅσα ἔχει πεῖ γι᾿ αὐτό καί τόν Χ. Λαμπράκη, ἔκανε πώς δέν ἄκουσε καί ἄρχισε νά λέει διάφορα ἄλλα (σ. 130). Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι ὁ Χριστιανόπουλος ἔλεγε κάθε φορά ὅ,τι τόν βόλευε, χωρίς ἠθικούς δισταγμούς. Ὅμως, ἐπειδή πρέπει νά τά λέμε ὅλα, ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἦταν δουλευτάρης, δέν ἔτρωγε τόν χρόνο του στά μπαράκια ἤ σέ κοσμικά σοῦρτα φέρτα. Ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος ἔζησε φτωχικά, μέ τά λίγα χρήματα πού ἔβγαζε ἀπό τίς διορθώσεις κείμενων, χωρίς νά ἐπιδιώξει νά κερδίσει μέ ἄλλους τρόπους περισσότερα.

Σχετικά μέ τά ὅσα ἀναφέρονται στό βιβλίο τῆς συγγραφέα, ἰδίως τά δηκτικά σχόλια τοῦ Χριστανόπουλου γιά πρόσωπα καί καταστάσεις, φαντάζομαι πώς δέν μᾶς εἶναι ὁλωσδιόλου ἄγνωστη ὑπόθεση. Ἐννοῶ πώς σέ κάποιον ἀναλογικό βαθμό ἔχουν περάσει,  ἔτσι ἤ ἀλλιῶς,  ἀπό τό μυαλό μας. Ἡ διαφορά μας εἶναι ὅτι δέν τά κοινολογοῦμε σάν τόν Χριστιανόπουλο. Δέν τά κοινολογοῦμε, ἀλλά δέν εἶναι ξένα γιά τή σκέψη μας. Ἄς ξεχάσουμε γιά λίγο τό βιβλίο τῆς Σ. Σταυρακοπούλου καί ἄς μιλήσουμε μέ τό χέρι στήν καρδιά. Τί θεωροῦμε καλύτερο, νά ἐκθέτουμε δημόσια τούς διαλογισμούς μας ἤ νά μήν τούς ἐκθέτουμε καί νά τούς κρύβουμε; Ἄν τούς ἐκθέτουμε γινόμαστε προκλητικοί καί κάποτε, ἀναπόφευκτα, ἀντικοινωνικοί ἕως δηκτικοί. Ἄν τούς κρύβουμε συμπεριφερόμαστε σάν νά μήν ξέρουμε τίποτα, ὑποκριτικά καί μουλωχτά. Στήν πρώτη περίπτωση φτάνουμε νά προκαλοῦμε σέ κάποιους δυσαρέσκεια καί στεναχώρια. Στή δεύτερη περίπτωση κρυβόμαστε πίσω ἀπό τό δάχτυλό μας καί εἴμαστε κρυφοκαλοί. Ὅπως καί νά ᾿ναι, δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι στήν πρώτη περίπτωση ὑπάρχει, σέ κάποιο ἔστω βαθμό, κριτικό πνεῦμα. Στή δεύτερη ὄχι. Ἡ πρώτη μπορεῖ νά θεωρηθεῖ, σχετικά ἔστω, ἔντιμη πράξη. Ἡ δεύτερη ὄχι. Ἐπανέρχομαι στό βιβλίο τῆς Σταυρακοπούλου. Εἶναι κατανοητό πώς ὅσοι θίγονται ἀπό τά λεγόμενα τοῦ Χριστιανόπουλου θά ᾿θελαν νά μήν εἶχε κυκλοφορήσει αὐτό τό βιβλίο. Ἴσως καί νά ᾿θελαν νά τό ρίξουν στή φωτιά ἀλά Ἱερά Ἐξέταση. Ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος, εἶναι ἀλήθεια πώς ὅσοι δέν θίγονται ἀπό τά λεγόμενα τοῦ Χριστιανόπουλου μᾶλλον ἐπικροτοῦν τήν κυκλοφορία τοῦ συγκεκριμένου βιβλίου. Γιατί ἔτσι, ἔστω καί ἄκομψα, ἔστω καί ἄγαρμπα, ἀποκαλύπτονται πολλά κακῶς κείμενα τοῦ λογοτεχνικοῦ  σιναφιοῦ, ὅπου δέν ἀπουσιάζει καί κάμποση σαπίλα. Ἐδῶ θά ἤθελα νά θυμίσω τό πολύτομο Ἡμερολόγιο τῶν ἀδερφῶν Γκονκούρ. Ἕνα Ἡμερολόγιο πού ἔβγαλε στή φόρα τά ἄπλυτα τῶν Γάλλων πνευματικῶν ἀνθρώπων τοῦ Παρισιοῦ. Ὅ,τι δηλαδή λέγονταν καί δέν λέγονταν στά παρισινά σαλόνια. Οἱ ἴδιοι οἱ Γκονκούρ δέν ἦταν χωρίς δηκτικότητα καί κακεντρεχή ἐπιθετικότητα. Κι ὅμως στό Παρίσι δέν ἔπεσε ὁ οὐρανός νά τούς πλακώσει, ὅταν ἄρχισε νά γίνεται, ἀποσπασματικά, γνωστό τό Ἡμερολόγιο. Ἀλλά βέβαια τό Παρίσι δέν ἦταν πνευματική ἐπαρχία τῆς Εὐρώπης. Θέλω νά πῶ πώς στή χώρα μας δέν φτάσαμε νά δεχόμαστε τήν ἀρνητική κριτική, ὅταν μᾶς ἀφορᾶ, σέ κανένα βαθμό. Δέν ἔχουμε μάθει νά βλέπουμε εὐρύτερα τά πράγματα καί περιοριζόμαστε νά τά βλέπουμε μόνο σέ σχέση μέ τόν ἑαυτό μας. Ἔτσι πνιγόμαστε κάποτε σέ μιά κουταλιά νερό. Νά μήν ξεχνᾶμε πώς ὑπάρχει καί ὁ τρόπος τοῦ «χαμογέλα καί προσπέρνα».

Ὁ Χριστιανόπουλος στά «μουχαμπέτια» δέν μιλάει μόνο γιά πρόσωπα, μιλάει καί γιά ἔργα. Πῶς τά ἔκρινε; Εἶναι ἀλήθεια πώς διέθετε κριτήριο καί θά μποροῦσε νά ἀναδειχτεῖ σέ σπουδαῖο κριτικό, ἄν εἶχε ἀσχοληθεῖ συστηματικά καί δέν εἶχε ἔμμονες ἰδέες. Ὅταν ἀπελευθερώνει τό κριτήριό του κάνει διάνα, ὅταν ὅμως βλέπει πρόσωπα ἀντί γιά ἔργα, δέν ξέρει τί λέει. Παράδειγμα ἡ γνώμη του γιά τό βιβλίο τοῦ Μ. Καραγιάννη Ὁ καθρέφτης καί τό πρίσμα, πού εἶναι ἐξαιρετικό βιβλίο, καί τό θεώρησε ἀσήμαντο. Στήν πλειονότητά τους τά σταθμά του ἔχουν τέτοια κίνητρα.  Ὅπως λ.χ. ὅταν σχολιάζει ἀρνητικά τόν Γ. Σεφέρη, τόν Ο. Ἐλύτη, τόν Γ. Ρίτσο, τόν Γ. Ἰωάννου, τήν Κ. Δημουλᾶ καί ἄλλους, τόσο στό βιβλίο τῆς Σταυρακοπούλου, ὅσο καί σέ προηγούμενες συνεντεύξεις του. Στίς περιπτώσεις αὐτές χάνει βέβαια τήν εὐθυκρισία του, καθώς μπαίνει μπροστά ὁ προσωπικός του ἀκροβολισμός. Ἔχει ὅμως δίκιο ὅταν κρίνει θετικά τούς Προσανατολισμούς τοῦ Ἐλύτη καί ἀρνητικά τό Ἄξιον Ἐστί (σ. 660), ὅπως καί ὅταν μιλάει ἀρνητικά γιά τή Χ. Προκοπάκη (σ. 294). Γενικά, ἐνῶ ἔχει σπάνιο κριτήριο, χάνει πολύ συχνά τό δίκιο του ἀπό τήν ἐμπαθή ἐπιθετικότητά του. Ἀντίθετο παράδειγμα: ὅταν ἡ συγγραφέας τόν ρωτάει «Ποιό εἶναι, κατά τή γνώμη σας, αὐτό τό κριτήριο πού θά ἐξασφαλίσει τήν ἐπιβίωση ἑνός λογοτέχνη, μετά τόν θάνατο τοῦ σαρκίου του;». Στήν περίπτωση αὐτή, πού δέν ἔχει νά κάνει μέ πρόσωπα, ἀπαντάει πολύ σωστά: «Σημασία δέν ἔχει τί πιστεύουμε καί τί δέν πιστεύουμε. Ὅσο γράφουμε, νά εἴμαστε σωστοί, δηλαδή νά ἐκφράζουμε σωστά τόν ἑαυτό μας» (σ. 702).

Στό βιβλίο ἔχουμε μερικές πραγματολογικές καί ἱστορικές ἀνακρίβειες. Σημειώνω. Ὁ Ι. Βηλαρᾶς δέν ἦταν ἀπό τό χωριό Καπέσοβο (Ζαγόρι), ὅπως γράφεται στή σ. 410, ἀλλά ἀπό τά Γιάννινα, γιός τοῦ γιατροῦ Στέφανου Βηλαρᾶ. Οἱ Γιαννιῶτες Ἑβραῖοι δέν προσπάθησαν νά δολοφονήσουν τόν Γ. Ἐλιγιά, σ. 514, ἀλλά χριστιανοί Γιαννιῶτες ἀκροδεξιοί – ὑπάρχουν μαρτυρίες. Ὁ Χ. Μηλιώνης δέν ἦταν «Ἀρβανίτης», σ. 485, οἱ γονεῖς του σπούδασαν στήν Κωνσταντινούπολη μέ τήν ὁποία εἶχαν στενούς δεσμούς. Ὁ Δ. Νόλλας δέν εἶναι ἀπό τή Μακεδονία, σ. 121, ἀλλά ἀπό τό χωριό Βοβούσα (Ζαγόρι), ὅπου πηγαίνει τά καλοκαίρια συχνά. Ὁ Β. Διοσκουρίδης δέν δούλεψε διορθωτής στόν Ἴκαρο «πολλά χρόνια», οὔτε ἔκανε διορθώσεις σέ βιβλία τοῦ Σεφέρη, παρά μόνο στά Ἀνοιχτά Χαρτιά τοῦ Ἐλύτη, μέ τόν ὁποῖο εἶχε ὁρισμένη διαφωνία, σ. 187. Τό μονοτονικό δέν τό ψήφισαν «πέντε βουλευτές μισοκοιμισμένοι», σ. 385. Ἀντίθετα  κανένα πολιτικό κόμμα δέν διαφώνησε. Ἡ Βουλή ἐξάλλου ψήφισε  μιά πρόταση ὁρισμένης ἐντεταλμένης ἐπιτροπῆς πού εἶχε συγκροτηθεῖ μέ πρόεδρο τόν Ε. Κριαρᾶ. Τό περιοδικό Ἐμβόλιμον δέν βγαίνει στά «Ψηλά Σπίτια τῆς Βοιωτίας»,  ἀλλά στά Ἄσπρα Σπίτια. Θεωρῶ πώς καλό θά ἦταν οἱ παραπάνω ἀνακρίβειες καί κάποιες ἄλλες νά μήν ὑπῆρχαν στό βιβλίο, γιατί οἱ ἀναγνῶστες, πού δέν ξέρουν τήν ἀλήθεια, τίς παίρνουν τοῖς μετρητοῖς. Βέβαια τίς ἀνακρίβειες τίς ἐκστόμισε ὁ Χριστιανόπουλος, ἀλλά τό βιβλίο δέν τό ὑπογράφει ὁ Χριστιανόπουλος.

Μιλώντας συνολικά γιά τή στάθμη τοῦ συγκεκριμένου βιβλίου, θά ἔλεγα πώς τό βασικότερο μειονέκτημά του εἶναι ἡ πολλή φλυαρία του. Οὐσιαστικά, σχηματοποιώντας, θά ἔλεγα πώς ἔχουμε γύρω στίς διακόσιες σελίδες, ὅπου γράφονται ἀξιοπρόσεχτες παρατηρήσεις τοῦ Χριστιανόπουλου καί ἄλλες ἑφτακόσιες σελίδες ναρκισσιστικῆς φλυαρίας χωρίς οὐσία. Τίποτα παράξενο πάντως, καθώς ὁ Χριστιανόπουλος ἀρέσκονταν στή φλύαρη περιαυτολογία, κι ὅταν ἄρχιζε δύσκολα σταματοῦσε -ἔχω προσωπική πείρα. Ἀπό τά καλύτερα μέρη τοῦ τόμου σημειώνω τίς σελίδες 147-153, στίς ὁποῖες γίνεται κουβέντα γιά τίς δυσκολίες στή  μετάφραση τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἔργων. Ὅπου, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, ἔχει σημασία καί τό κατά πόσο ἀνταποκρίνεται ἡ ἰδιοσυγγραφία τοῦ κάθε μεταφραστῆ στό ἰδιαίτερο κλίμα αὐτῶν τῶν ἔργων. Παρακάτω ὁ Χριστιανόπουλος μιλάει γιά τίς δυσκολίες τῆς ποιητικῆς γραφῆς. Παραθέτω μιά φράση του τήν ὁποία, ὅπως ἀναφέρει, τήν εἶπε σέ κάποιους γνωστούς του: «Ξέρεις, ἔρχονται στιγμές πού ὁ ποιητής πιάνει τόν ἑαυτό του νά ἀντιγράφει τόν ἑαυτό του». Ἀνάλογης στάθμης εἶναι ἐπίσης οἱ σελίδες 219-224, στίς ὁποῖες ἔχουμε πράγματι ἐσώψυχες ἐξομολογήσεις. Σέ κάποια ἀπόσταση, ἀλλά πάντως σχετικά κοντά στίς προηγούμενες θά πρόσθετα καί τίς σελίδρες 397-403.  Καί βέβαια καί πολλά ἄλλα σημεῖα τοῦ τόμου. Ὅταν ὡστόσο διαβάζουμε τό κείμενο τῶν σελίδων γιά τόν πόνο πού προκάλεσε μιά ἔνεση πού ἔκανε ὁ Π. Σφυρίδης στόν Χριστιανόπουλο, τό πράγμα, ἀπό τήν πελευρά τοῦ ἀναγνώστη, συνιστᾶ ἄσκοπη φλυαρία, σ. 391-394. Ὅπως συμβαίνει καί μέ πάμπολλα ἄλλα περιεχόμενα τοῦ τόμου.

 

Πεδινή Ἰωαννίνων 15/12/2019

 

info:   “Τά ἐσώψυχα τοῦ Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μιά ἐκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012″, Ἰανός, Θεσσαλονίκη 2019.

 

 

 

[1] Περιοδικό Τέταρτο, τεῦχος 1, Ἀθήνα, Μάιος, 1985, σ. 76.

Προηγούμενο άρθροΈνσαρκο κενό ( του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΟ αιώνας της παράδοσης- ο αιώνας της έκπτωσης (του Αλέξη Πανσέληνου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ