της Ευσταθίας Δήμου
Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα και δυσεπίλυτα ζητήματα στην ιστορία και τη θεωρία της λογοτεχνίας είναι αυτό της μετάφρασης της ποίησης. Κάθε απόπειρα μεταφοράς του ποιητικού λόγου από τη μία γλώσσα στην άλλη είναι αρκετή για να πυροδοτήσει τον προβληματισμό και να προσθέσει και άλλες, νέες πτυχές στο ήδη πολύπτυχο και πολυσύνθετο αυτό θέμα. Κάτι τέτοιο φαίνεται πως συμβαίνει και στην περίπτωση της πρόσφατης μεταγραφής του συνόλου των ποιημάτων του Ιταλού ποιητή Σάντρο Πέννα (1906 – 1977) στην ελληνική γλώσσα. Η μετάφραση πραγματοποιήθηκε από τον πανεπιστημιακό δάσκαλο και επίσης ποιητή Ευριπίδη Γαραντούδη, ο οποίος, πέρα από τη μεταφορά των ποιημάτων στην ελληνική, ανέλαβε και έφερε εις πέρας μία σχολαστική καταγραφή της ελληνικής βιβλιογραφίας του Πέννα – μεταφράσεις ποιημάτων, πεζογραφημάτων και επιστολών, κρίσεις, πληροφορίες και αναφορές στο έργο του, κατάλογο των μεταφράσεων των επιμέρους ποιημάτων και σημειώσεις σε καθένα από αυτά – αλλά και μία εξονυχιστική παρουσίαση της ποίησης και της ποιητικής του Πέννα και, μάλιστα, σε συσχετισμό με αντίστοιχες, συγγενείς περιπτώσεις Ελλήνων ποιητών. Προκαταβολικά θα μπορούσε, ίσως, να ειπωθεί εδώ ότι η οικείωση του μεταφραστή με την τέχνη της ποίησης, οικείωση όχι μόνο θεωρητική, αλλά κυρίως βιωματική και εμπειρική, συνετέλεσε καθοριστικά στην επιτυχία του εγχειρήματος και κατέστησε την όλη προσπάθεια μία αξιοσημείωτη και αξιανάγνωστη πρόταση εργασίας.
Η εισαγωγή του Γαραντούδη κινήθηκε προς την κατεύθυνση μιας συνολικής αποτίμησης του έργου και της θέσης που, χάρη σε αυτό, κατέκτησε ο Πέννα μέσα στο σύγχρονο παγκόσμιο ποιητικό τοπίο. Αφορμώμενος από τον πρόλογο που συνέταξε ο Τσεζάρε Γκάρμπολι στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, τον οποίο παραθέτει ολόκληρο, ο Γαραντούδης επισημαίνει ως κύριο γνώρισμα του έργου την αρμονική συνύπαρξη και σύζευξη αντιθετικών μεταξύ τους τάσεων ή διαθέσεων και την κεντρική θέση που έχει μέσα σε αυτό, ως πυρήνας και εξακτίνωση, η ομοφυλόφιλη ερωτική επιθυμία η οποία, όμως, κατά τρόπο απόλυτο και ολοκληρωτικό, δεν σταματάει, ούτε περιορίζεται στο σημείο από το οποίο εκκινεί, στην έλξη δηλαδή και τον πόθο για άτομα του ιδίου φύλου και, πιο συγκεκριμένα, εφήβους ή ακόμα και παιδιά, αλλά διευρύνεται και σημαίνει την εν γένει ερωτική επιθυμία ως βίωμα πανανθρώπινο και ενοποιητικό. Προβληματίζεται, ωστόσο, για τον ρόλο που έπαιξε η δεδηλωμένη ομοφυλοφιλία του Πέννα, ως αφόρμηση και αφορμή των ποιητικών του συνθέσεων, στην πρόσληψη και την απήχηση του έργου του, κατ’ αντιστοιχία, μάλιστα, με την περίπτωση της ομοφυλοφιλίας του Καβάφη ή της αυτοχειρίας του Καρυωτάκη. Ενώ, λοιπόν, επισημαίνει το ρόλο που, όπως φαίνεται, έπαιξαν οι ερωτικές προθέσεις και η εκπλήρωσή τους στην διαμόρφωση της θεματικής της ποίησής του, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος με τον οποίο στήνεται και λειτουργεί η ποιητική του ακυρώνει, κατά τρόπο παράδοξο, την πρώτη αυτή υπόθεση ή εντύπωση, τοποθετώντας την ποίησή του σε ένα καθαρά αφαιρετικό, δημιουργικό επίπεδο που πόρρω απέχει από την ποιητική μετουσίωση απλώς και μόνο στιγμών και στιγμιοτύπων του ερωτικού αποκλίνοντος βίου του.
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, κομμάτι της συγκεκριμένης εισαγωγής που, πέραν των άλλων, της προσδίδει τη χροιά και το χαρακτήρα μίας συγκριτολογικής μελέτης, όχι τόσο με την έννοια των επιδράσεων, όσο με την έννοια μια διευρυμένης οπτικής πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα, είναι η αναζήτηση και ο εντοπισμός των συγκλίσεων και των αποκλίσεων της ποίησης του Πέννα με την ποίηση μιας σειράς Ελλήνων ποιητών που τοποθέτησαν μέρος ή και ολόκληρη τη δημιουργία τους στο πλαίσιο του ομοερωτισμού. Καβάφης, Δικταίος, Χριστιανόπουλος, Ασλάνογλου, Αγγελάκης και Χρονάς είναι οι περιπτώσεις εκείνες ποιητών που εξετάζονται σε στενή συνάφεια με τον Πέννα στο μέτρο και το βαθμό που όλοι τους μετέπλασαν ποιητικά την ομοφυλοφιλική έλξη και το ομοερωτικό βίωμα. Στην πραγματικότητα, και με δεδομένο ότι η μόνη ποίηση που θα μπορούσε να γνωρίζει ο Πέννα είναι αυτή του Καβάφη, η περιδιάβαση στην ποίηση και την ποιητική των υπόλοιπων ποιητών συνιστά μια απόπειρα για τη διαμόρφωση ενός πεδίου μελέτης της συγκεκριμένης θεματικής και των επιμέρους εκδηλώσεων ή πραγματώσεων της. Πιο συγκεκριμένα, η συνεξέταση Πέννα και Καβάφη οδηγεί στην επισήμανση της διαφοράς, της διαφοροποίησης και της απόστασης που χωρίζει τους δύο ποιητές, όχι τόσο στο επίπεδο της δυναμικής της ποίησής τους, όσο σε αυτό της εμβέλειας και της απήχησής της, με την ποίηση του δεύτερου να υπερέχει αισθητά στο μέτρο και το βαθμό που ξεπέρασε τη μονοθεματική αφόρμηση των ποιητικών του συνθέσεων, τον ομοερωτισμό και την ομοσεξουαλικότητα, και αγκάλιασε πανανθρώπινα θέματα στενά συνυφασμένα με το νόημα και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η αντιπαραβολή με τους υπόλοιπους πέντε, νεότερους του Πέννα ποιητές, εκ των οποίων μονάχα ο Χρονάς γνώριζε το έργο του Ιταλού ομοτέχνου του, στοχεύει στην ανάδειξη ενός κοινού άξονα που δεν είναι άλλος από την λιγότερο ή περισσότερο εκπεφρασμένη επιθυμία και επίτευξη της αποδέσμευσης των ποιητικών υποκειμένων από τα συντηρητικά ήθη της εποχής που δέσμευαν την ποιητική σκέψη και έκφραση. Στην πραγματικότητα εκείνο που επιτυγχάνεται εδώ είναι η ανάδειξη των αποχρώσεων που το έργο καθενός από αυτούς έχει προσλάβει, κινούμενο γύρω από τον άξονα του ομοερωτισμού. Η προσέγγιση καθενός από τους ποιητές και η σύγκριση ή η αντιπαραβολή του έργου τους με το αντίστοιχο του Πέννα εμμένει ίσως περισσότερο στις διαφορές και τις διαφοροποιήσεις, στοιχείο και μέθοδος που καταδεικνύει, εν τέλει, ιδιαίτερα έντονα τις συγκλίσεις τους ή τα σημεία στα οποία εφάπτονται και συνυπάρχουν. Επομένως, ο ομοερωτισμός είναι μόνο η αφορμή. Γιατί, ουσιαστικά, εκείνο που διερευνάται είναι ο τρόπος με τον οποίο τεχνουργείται η ποιητική σύνθεση, η πρόθεση που την κινεί, το υπόβαθρό της, αλλά και η διαμόρφωση της ποιητικής έκφρασης, του σημαίνοντος, του λεκτικού τρόπου που αντικατοπτρίζει την ποιητική συνείδηση. Η ανάδειξη των ιδιαιτεροτήτων, με άλλα λόγια, καθεμιάς από τις ποιητικές φωνές, διαμορφώνει μία ευρεία γκάμα παρατηρήσεων και συμπερασμάτων που έρχονται για να επικυρώσουν την αυτοτέλεια, την ιδιοπροσωπία και το αυθύπαρκτο του ποιητικού σύμπαντος καθενός από τους ποιητές. Επικυρώνουν, όμως, ταυτόχρονα, και την ίδια τη δύναμη και τη δυναμική της ποίησης που, ακόμα κι όταν εκκινεί ή επικεντρώνεται σε ένα θέμα μπορεί, να εξελίσσεται και να προχωρεί παράλληλα σε πολλά επίπεδα και πολλές κατευθύνσεις.
Η εισαγωγή συμπληρώνεται από δύο ακόμη κεφάλαια, γραμματολογικού περισσότερο ενδιαφέροντος, στα οποία ο μεταφραστής παραθέτει τα σχετικά με τις προηγούμενες ελληνικές μεταφράσεις ποιημάτων του Πέννα, την ελληνική βιβλιογραφία του, καθώς και τις μεταφραστικές επιλογές τόσο των μεταφραστών που προηγήθηκαν, όσο και του ίδιου. Το σημείο αυτό παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον στο μέτρο και στο βαθμό που ο Γαραντούδης ανοίγει πρόθυμα τις πόρτες του εργαστηρίου του και ξεναγεί τον αναγνώστη του στον τρόπο και στη μέθοδο, στις επιλογές και στις λύσεις που έδωσε στα προβλήματα που αναπόφευκτα ανέκυψαν κατά τη μετάφραση των ποιημάτων. Τις επιλογές αυτές και τη μεταφραστική «γραμμή» που ακολουθήθηκε μπορεί εύκολα να εντοπίσει και να επικυρώσει ο αναγνώστης στο corpus των ποιημάτων του Πέννα που ακολουθεί και που επιβεβαιώνουν, πραγματικά, τη σχολαστική όσο και εμπνευσμένη εργασία που έγινε τόσο σε επίπεδο μορφής, όσο και σε αυτό του περιεχομένου. Γιατί, πραγματικά, ο αναγνώστης μπορεί, με την περιήγηση στα ποιήματα του μεγάλου Ιταλού ποιητή, να χαρεί μια ποίηση δροσερή, φωτεινή, αισιόδοξη, μια ποίηση που κινείται σαν εκκρεμές ανάμεσα στην επιθυμία και την ολοκλήρωσή της, ανάμεσα στο θάμπωμα και τη διαύγεια των οφθαλμών και της συνείδησης, ανάμεσα στο αίσθημα και την αίσθηση, ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη: Η ζωή… είναι να θυμάσαι ένα θλιμμένο/ ξύπνημα σ’ ένα τρένο την αυγή: δειλό/ έξω να έχεις δει το φως: να έχεις νιώσει/ στο τσακισμένο σου κορμί την καθαρή/ σκληρή μελαγχολία του τσουχτερού του αέρα. Κυρίως, όμως, μπορεί να χαρεί μία ποίηση που ξετυλίγεται απρόσκοπτα μπροστά του, με τέτοιον τρόπο ώστε να κρύβει ή να αποσιωπά την μεταφραστική της διάσταση και, ουσιαστικά, να συνιστά την ελληνική εκδοχή του Πέννα.
Σάντρο Πέννα, Τα ποιήματα, Εισαγωγή, μετάφραση, σύνταξη ελληνικής βιβλιογραφίας: Ευριπίδης Γαραντούδης, Gutenberg, Αθήνα 2020.