Σάντρο Πέννα, ποιήματα

0
1091

 

 

 

 

μετάφραση: Γιάννης Η.Παππάς. 

 

 

 

 

«Άσε με να φύγω, ξημέρωσε».

Κι εγώ ξανάμεινα μόνος ανάμεσα

στις άδειες ατέλειωτες καμπίνες πλάι στη θάλασσα.

Ανάμεσα στις ανώνυμες και σιωπηλές καμπίνες

έψαχνα καταφύγιο;

Η θάλασσα, η καθαρή θάλασσα

δεν στράφηκε σε μένα με το φως της;

Σώθηκε μόνο η μελαγχολία;

Η αυγή μου ξανάδειξε, κουρασμένη, ένα δρόμο.

 

=======================

Το μάθημα της αισθητικής

 

«Μα τι ομορφιά υπάρχει στην ποίηση;»

Κοίτα, όταν βλέπεις έναν δυνατό φίλο

περιστοιχισμένο από γυναίκες, όταν είσαι μαγεμένος

απ’ τη μουσική και κάτω απ’ τον προβολέα

λάμπουν τα χρώματα μιας ντίβας που ημίγυμνη

κατεβαίνει στην πλατεία, εκεί που ανατριχιάζεις

κρυμμένος μέσα σε τόσον κόσμο

όταν μια σκοτεινή και ήσυχη βραδιά μες την πλατεία

φίλοι χορεύουν δίχως γυναίκες

στους ήχους μιας φυσαρμόνικας και συ

δεν είσαι απ’ αυτούς; αυτό λοιπόν δεν το βρίσκεις

ωραίο; Είναι ωραίο ακόμη και γι’ αυτόν

τον ηλικιωμένο κύριο που αποκαλείται κριτικός

που τόσα όμορφα βρίσκει και μάλιστα

προχώρησε ακόμη πιο πολύ

ανακαλύπτοντας στον κόσμο – κι ίσως παραπέρα–

ωραία πράγματα πάντα πιο ωραία·

κι όμως ξαναλέει με αγάπη: «πόσο όμορφο είναι αυτό το ποίημα!»

Και συ με κοιτάζεις και δεν μου δίνεις ούτε ένα φιλί;

 

 

 

 

===========================

Αγάπη, νιάτα, όμορφες λέξεις

τι λάμπει πάνω σας και σας στραγγίζει;

Απομένει μια μυρωδιά από ξεραμένα κουράδια

στα ηλιόλουστα μονοπάτια.

 

======================

Η ποίησή μου δε θα είναι

ένα ελαφρό παιχνίδι

φτιαγμένο από ωραίες και άρρωστες λέξεις

(ήλιος του Μάρτη καθαρός πάνω

σε πράσινα πλατανόφυλλα που τρέμουν).

Η ποίησή μου θα ορμήσει δυνατά

για να χαθεί μες στην απεραντοσύνη

(παιχνίδια ενός όμορφου αθλητή

στο αργό καλοκαιρινό απόγευμα).

 

=========================

Το αγόρι που ακούει στα βιβλία

τραγούδια για χαμένες αγάπες

δεν καταλαβαίνει τίποτα. Κοιτάζει,

κοιτάζει ένα κομμάτι γυαλί στη σκεπή

να αστράφτει

στο φλεγόμενο ηλιοβασίλεμα…

σκύβει έπειτα πάνω στο δέρμα του

όπως πάνω σ’ ένα λευκό ημερολόγιο.

 

 

 

======================

Η σκιά ενός ελαφρού σύννεφου

με πήγε σ’ ένα αγόρι

που βγαίνοντας απ’ το ρυάκι

γυμνό, ξάπλωσε στο χορτάρι.

Ένιωσα

όπως μετά την πρώτη μεταλαβιά.

 

Και πάνω της

κύλησαν μέρες πράσινες και ίδιες

και μονότονα δειλινά με τις γυναίκες

να κάθονται στα κατώφλια έρημων δρόμων

να γνέθουν και να κεντάνε.

 

 

================================

 

 

Φίλα με στο στόμα, τελευταίο καλοκαίρι. 

Πες μου ότι δεν θα φύγεις μακριά.

Επέστρεφε με τον έρωτα στις πλάτες,

και το βάρος σου δεν θα είναι πια ανώφελο.

 

 

===============================

 

 

Άλφιο, κάποιο τραίνο σε παίρνει πολύ μακριά. 

Μα πού παίρνεις τα μάτια σου τα λυπημένα

και χαρούμενα μαζί; Χαράζει η αυγή

και μοιάζει κιόλας μακρινό το βράδυ

που έφυγε μαζί μας πριν από λίγο. 

Το  βράδυ που δε θέλησες να μου χαρίσεις

αυτό το μόνο που άξιζα, αυτό

που κι αν δε δόθηκε μου καίει την καρδιά και το μυαλό

τόσο πολύ που αυγή και βράδυ και πρωί

μπερδεύονται

και μέσα κει βλέπω μονάχα το φως σου.

 

 

=============================

 

 

«Ποιητή αποκλειστικά του έρωτα»

με έχουν αποκαλέσει. Και ίσως να ’ταν αλήθεια.

Όμως ο αέρας εδώ πάνω στο χορτάρι  και οι θόρυβοι

της μακρινής πόλης

δεν είναι κι αυτοί έρωτας;

Κάτω από τα ζεστά σύννεφα

δεν υπάρχουν ακόμη οι ήχοι

ενός φλογερού έρωτα

και δεν φεύγει πια;

 

===================================

 

Διαφορετικό

 

 

Λαχταράω να φιλήσω ένα ωραίο αγόρι.

Ήλιος με φεγγάρι, θάλασσα με δάση.

Όλα να τα φιλήσω σ’ ένα στόμα.

 

Το αγόρι δεν ξέρει. Τρέχει σε μια πόρτα

λυπημένου φωτός. Και το στόμα του είναι νεκρό.

 

 

=================================

 

 

Ο φθινοπωρινός αέρας κουνάει τις περσίδες σου.

Αποχαιρέτα τώρα πια τα τολμηρά σου νιάτα,

φωτεινά μάτια καρφωμένα στις περσίδες.

 

 

 

==================================

 

 

Το μαύρο τραίνο που έτρεχε στη μέση

της νεκρής αλλά ηλιόλουστης εξοχής

 

ζωντάνευε στο παραθυράκι σαν

ένα κόκκινο λουλούδι χωρίς λάμψη

ένας νεαρός που πήγαινε στη δουλειά του.

 

Ένας νεαρός που πήγαινε στη δουλειά του.

Ενώ ένας άλλος ήταν ξαπλωμένος σε ένα ρέμα

δεν ξέρεις εάν είναι κοιμισμένος ή ζωντανός

ανάμεσα σε μια αναλαμπή του ήλιου και σε μια άλλη του  νερού.

 

Ένας νεαρός που πήγαινε στη δουλειά του!

 

 

(σημ.Η ανθολογία με τα ποιήματα του Σάντρο Πέννα θα κυκλοφορήσει το 2015)

 

Προηγούμενο άρθροΝ. Βαλαωρίτης: Το μόνο που μας απειλεί είναι το αίσθημα ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο.
Επόμενο άρθροΜέγαρο Μουσικής, το πρόγραμμα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ