Σάντρο Πέννα: Αυτοβιογραφία στο μαγνητόφωνο

0
346

Μετάφραση-σχόλια Γιάννης Η.Παππάς(Αποσπάσματα) [1].

 

 

Αγαπούσα τ’ αγόρια και μ’ αγαπούσαν. Με παίρνανε μαζί τους, ακόμα και τη νύχτα. Ακόμα και οι πιο εγκληματίες. Δεν μου συνέβη ποτέ τίποτα. Ίσως με πολύ λίγους, που γνώριζα λίγο, μου συνέβησαν λίγα.

Παίρνω πολλά ηρεμιστικά και αντικαταθλιπτικά. Αυτό μεταξύ των άλλων οδηγεί σε ανικανότητα, αλλά και σε μένα έλειπε το ενδιαφέρον για τα αγόρια. 

Στην κρήνη Άκουα Ατσετόζα με τον Παζολίνι. Ήταν με ένα αγόρι, το είχε συναντήσει στην πισίνα και το είχε φέρει για να έχουν καλύτερες επιδόσεις σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Ο Παζολίνι μόλις έφτασε, μου είπε: Αυτός είναι ερωτευμένος μαζί σου. Μου το λέει εδώ και δύο μήνες. Θέλει να ζήσει μαζί μου. Εμένα δεν μου αρέσει και θέλω να σου τον κάνω δώρο». Του απάντησα ότι εκείνη την ημέρα δεν θα μπορούσε να μου τον χαρίσει, ήμουν με έναν άλλο αγόρι και έπρεπε να μείνω με αυτόν. Νομίζω ότι το αγόρι ήρθε μαζί μου εκείνη την ημέρα. Τον έλεγαν Αντόνιο, αλλά τον φώναζα Μπούντι, όπως ένα σκυλί. Θυμάμαι ότι τον ρώτησα: «Αν μείνουμε για πάντα μαζί, ποιος θα είναι η γυναίκα και ποιος ο σύζυγος;». Εκείνος απάντησε: «Εγώ είμαι η γυναίκα. «Ωραία!» απάντησα και δεν πρόσεξα την τεράστια αθωότητά του, η οποία, στη συνέχεια, μου κόστισε δάκρυα, αλλά και πολύ μεγάλη χαρά για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Αυτός ο Μπούντι, εξαιτίας της μεγάλης καλοσύνης του, με κατάλαβε αργά: κάθε βράδυ πήγαινε όλο και πιο μπροστά και γω υπέφερα πολύ, ένιωθα πως δεν αισθανόταν πλέον την επιρροή που είχα πάνω του. Του άρεσε η ταινία που μου άρεσε και μένα αλλά τον έβλεπα να αποκοιμιέται. Μου πήγαινε συνέχεια κόντρα. Δεν ξέρω γιατί αλλά εγώ δεν ήθελα να σταματήσω αμέσως. Αυτός ήθελε να διακόψει σιγά σιγά και ήθελε να παραμείνουμε φίλοι, να μην με βλέπει αποκλειστικά.

Όταν τον ξαναείδα, μετά από πολλά χρόνια, μου είπε: «Έκανες λάθος να με αφήσεις να πάω μόνος μου στον κινηματογράφο, γιατί αν ήμουν συνέχεια δίπλα σου δεν θα μπορούσα να ξεκολλήσω. Σε ήθελα πάρα πολύ». Και αυτό το ξέρω.

Έκανα τα μπάνια μου στο ποτάμι και ακόμη και οι ψαράδες με ρωτούσαν: «Έβαλες το λίπος πάνω σου;». Έκανε ήδη πολύ κρύο. Απαντούσα στους ψαράδες: «Όχι, δεν έβαλα λίπος. Παίρνω ασπιρίνη».

Κάποτε, σε μια από εκείνες τις κρύες μέρες, επιστρέφοντας στο σπίτι μού ανέβηκε πυρετός. Και ο Μπούντι ήταν τόσο καλός που, αφού είχα πάρει την ασπιρίνη που δεν έπαιρνα ποτέ, με τύλιξε για να με κάνει να ιδρώσω περισσότερο. Και σκεφτόμουνα, ακόμη και ειρωνικά: «Μόλις γιατρευτώ, ίσως μέσα σε μια ή δύο ώρες, θα πάμε στο σινεμά». Πράγματι, εκείνο το βράδυ πήγαμε, εκείνος με θεράπευσε.

Έφτασε σε τέτοιο σημείο καλοσύνης, ακριβώς όπως έπρεπε να συμπεριφερθεί μια γυναίκα. Μερικές φορές, στο σκοτάδι, αυτός ήταν δυνατός, αλλά είχε αυτό το λίγο λίπος που έχουν πολλοί Ρωμαίοι (αλλά ο Μπούντι δεν ήταν μόνο Ρωμαίος, ήταν από το Όρτε[2]), στο σκοτάδι με αγκάλιασε και είπα στον εαυτό μου: «Θεέ μου, τι έκανα; Παντρεύτηκα». Ένιωσα εκείνο το λίγο λίπος πάνω στην δύναμή του.

Ήταν πολύ δυνατός και πολύ χαριτωμένος. Όταν ξύπνησε, είπε: «Αχ, η δύναμή μου, η δύναμή μου!» Μετά κοίταζε το πέος του και έλεγε: «Είναι μικρό, είναι μικρό». Τον πήγα στον γιατρό μου, ο οποίος κατά βάθος ήταν αρκετά ηθικολόγος. Τον εξέτασε και είπε ότι ήταν φυσιολογικό. Του απάντησε: «Είναι φυσιολογικό να το βλέπεις έτσι, αλλά ξέρετε ότι όταν κάνει έρωτα παραμένει το ίδιο, μεγαλώνει σιγά σιγά». «Α!», είπε ο γιατρός, είχαμε ήδη ανοίξει την πόρτα για να φύγουμε, «Θέλω να μείνω μόνος μαζί του.» Το δοκίμασε και του έδωσε μια θεραπεία. Θεραπεία που του την έκανα.

Ήταν πολύ διασκεδαστικό, κάθε μέρα έπρεπε να του κάνω μια ένεση αρσενικών ορμονών, και αυτός ήταν τρομοκρατημένος από αυτή την μικρή ένεση. Εγώ αντίθετα ήμουν συνηθισμένος να κάνω δύο ή τρεις ενέσεις μαζί. Εκείνος έλεγε: «Δεν φοβάμαι, δεν φοβάμαι. Περίμενε όμως. Θα πρέπει να σου πω εγώ πότε». Και σε λίγο έλεγε: «Έλα, κάντη κάντη! Αντέχω». Του έκανα πράγματι την ένεση που δεν του έκανε καμία ζημιά. Ίσως ήταν η καταστροφή μου. Η θεραπεία τον έκανε πραγματικά λιγάκι άνδρα και μάλιστα γρήγορα, όμως ήταν δεκαέξι χρονών συμπληρωμένα. Ήμουν εντάξει με τους νόμους, τον πήρα στο σπίτι.

Σε αυτές τις ενενήντα ημέρες έκανα έρωτα δύο φορές τη μέρα. Και η ηλικία μου ήταν ήδη αρκετά μεγάλη. Οι φίλοι βλέπανε τις φωτογραφίες μας, πηγαίναμε στη θάλασσα. Έλεγαν: «Φαίνεστε δύο νεαροί άνδρες». Εγώ φαινόμουνα επίσης ένας μυώδης νεαρός. Εκείνος, δυνατός όπως ήταν, κολυμπούσε πολύ καλά. Εγώ έπρεπε να τον ακολουθήσω στη θάλασσα για χιλιόμετρα με τον ερωτύλο και αυτός φώναζε: «Πιο κοντά, έλα πιο κοντά». Και εγώ απαντούσα: «Μη ξοδεύεις την αναπνοή σου, αλλιώς θα πνιγείς».

Μια ξένη που την έβλεπα να τρώει το παγωτό της του είπε, «Φάε, όμορφε, να γίνεις ακόμη πιο δυνατός! Πόσο όμορφος είσαι». Και αυτός δεν ήξερε τι να πει, και με κοιτούσε.

Συνέβαιναν περίεργα πράγματα. Για μένα δεν ήταν τόσο πολύ όμορφος. Για τους άλλους και για τις γυναίκες ήταν πολύ πολύ ωραίος. Μια γυναίκα, ήθελε να τον δει ακόμη και γυμνό. Όμως αυτός δεν είχε το κουράγιο να γδυθεί εντελώς. Φορούσε το παντελόνι του, έδειχνε τα μπράτσα του, τη δύναμή του. Όμως εκείνη επέμενε: «Βγάλτα όλα, θέλω να σε δω γυμνό». Δεν θυμάμαι αν το έκανε. Τον θυμάμαι όμως να λέει: «Δεν πάμε καλά με αυτή την γυναίκα». Εν ολίγοις, ήταν ένας τύπος αρκετά ευχάριστος, συμπαθητικός.

Μίλησα για την εξαιρετική εξυπνάδα του Παζολίνι. Ήθελα να ξέρω από πού το είχε συμπεράνει ότι το αγόρι με αγαπούσε. Μου είπε: «δεν βλέπεις πώς σου μιλάει; Κοίτα!».

Ήμασταν στο τραμ, ερχόταν ο υπεύθυνος και αυτός δεν είχε το εισιτήριο. Έδειξα το εισιτήριό του στον ελεγκτή, και του είπα: «Είναι νευρικός». Το εισιτήριο ήταν στα πόδια του, κομματιασμένο. Ο ελεγκτής έβλεπε επίσης σ’ αυτόν εκείνη την αφέλεια και έλεγε: «Εντάξει, δεν πειράζει». Εγώ έλεγα: «Είδες τι σημαίνει να είμαστε όμορφοι!» Και αυτός μου έδινε ένα φιλί. Ο ελεγκτής κοιτούσε γύρω του, σχεδόν με δυσπιστία, σαν να έλεγε «Φτάσανε σ’ αυτό το σημείο!»

Το έκανε στο σινεμά, στα διαλείμματα, μπροστά σε αστυνομικούς που μας κοιτάζανε με μεγάλη ευγένεια, σαν να λέγανε: «Πόσο χαριτωμένο είναι!». Δεν ξέρω αν νόμιζαν ότι ήταν συγγενής, ότι ήμουν ένας θείος, ή αν παραδέχονταν, αυτή την τόσο καθαρή αγάπη.

Η αστυνομία δεν ήταν ποτέ πολύ αυστηρή γι’ αυτά τα πράγματα. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της φασιστικής περιόδου, έπρεπε να μου δώσουν μερικά κτυπήματα στους ώμους, ενώ στο δρόμο φιλούσα ένα αγόρι. «Ω! λέγανε – πόσο αγαπιέστε!» Μια φορά πήραν το αγόρι. Εγώ τους ακολούθησα. Από μένα δεν ζήτησαν ούτε το όνομά μου, ούτε τα χαρτιά μου. Ένα άλλο έπρεπε να φύγει, γιατί δεν μπορούσαν να βλάψουν κανένα από τους δύο. Απουσίαζε το σώμα του εγκλήματος, που ήμουν εγώ. Αντιθέτως τους ακολούθησα και συνέχιζα να ουρλιάζω: «Μα γιατί αυτόν τον παίρνετε και μένα όχι· πρέπει να μας πάρετε και τους δύο, σε κάθε περίπτωση!». Άκουγα που τον ρωτούσανε: « Πόσα σου έδωσε;». Και το αγόρι, μεγάλος βλάκας, αλλά δεν ήταν ο Μπούντι, δεν μιλούσε καθόλου. Αλλά οι αστυνομικοί δεν τα είχαν με κανέναν από τους δύο. Ένας από αυτούς είπε: «Ας τους αφήσουμε να φύγουν. Όμως να πάτε στο σπίτι. Να μην σας ξαναβρούμε στο δρόμο σ’ αυτή την κατάσταση».

Ξαναδιηγούμαι αυτή την ευτυχισμένη σεξουαλική ζωή, η οποία σήμερα δεν την καταλαβαίνω ούτε εγώ πλέον. Τώρα έχω μια μεγάλη αγάπη για ένα σκυλί, στο οποίο έχω βρει αυτό που θα ήθελα στα αγόρια. Υπάρχει η υπέρτατη αθωότητα, η υπέρτατη έλλειψη πονηριάς, η απόλυτη υπακοή, η έλλειψη ζήλειας. Γιατί το σκυλί θέλει να μείνει αυτό με το αφεντικό, πάντοτε, και είναι πολύ όμορφο, πολύ έξυπνο. Εν τέλει εάν είχα σκεφτεί πριν τα σκυλιά, δεν θα μπορούσα να γράψω ποιήματα που να είναι ωραία, θα είχα χάσει κάτι το όμορφο.

Θέλω να θυμηθώ την περίπτωση που είχα φέρει ένα μικρό αγόρι από την περιοχή του Trastevere. Ήταν εκείνο που με έκανε να γράψω το ποίημα «Έχω βρει ένα αγγελούδι» το οποίο ο Ουμπέρτο Σάμπα το θεώρησε ανάμεσα στα διάσημα τραγούδια της μητρότητας που τόσο τα επιθυμούμε αλλά δεν έρχονται. Είπε: «Τα έγραψε ο Πέννα σε αυτό το ποίημα και σε άλλα». Πήγα αυτό το αγόρι στο σπίτι και μου άρεσε πολύ (ο Σάμπα έλεγε ότι δεν ήμουν ικανός για σεξ, έκανα το κάθε τι για αγάπη)… Κατά τη γνώμη μου υπάρχει αγάπη και αγάπη. Όταν σιγουρεύτηκα ότι τον αγαπούσα πολύ έκανα κάτι που δεν το έχω κάνει ποτέ στην ζωή μου. Μια μικρή υποκρισία. Άφησα στη γυναίκα που με βοηθούσε στο σπίτι ένα γράμμα στο οποίο της ζητούσα να πει στο αγόρι, εάν επέστρεφε να με βρει, ότι είχα φύγει. Πέρασα έναν μήνα στην Βίλλα Μποργκέζε, μου λέει: «έτσι έφυγες!» Τον έφερα και πάλι στο σπίτι. Δεν μπορώ να πιστέψω, λένε ότι σήμερα βασιλεύει η διαφθορά, αλλά από την αρχαιότητα και σε όλον τον κόσμο ήταν πάντοτε παρούσα και φανερή. Η Ρώμη είναι μια πόλη, η οποία μέσα σε έναν μήνα, είχε οδηγήσει εκείνο το παιδί σε μια εντελώς παθητική κατάσταση και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τις ασχήμιες του. Τον αγάπησα αμέσως λιγότερο, δεν ήταν πια το αθώο αγόρι που ήταν πριν, το αθώο αγόρι που δεν έδινε πια τίποτε. Ήταν πολύ όμορφος και γλυκός.

Έχω υποφέρει πολύ από σύντομες επιθέσεις κολπικής μαρμαρυγής. Μια από τις αρρώστιες που δεν θεραπεύονται αλλά εγώ θεραπεύτηκα. Αυτή η ιστορία με τις αρρώστιες μου με κάνει ένα πρόσωπο λιγάκι παράξενο και σε μένα τον ίδιο, δεν ξέρω αν μου αρέσει. Επίσης με κάνει ένα πρόσωπο λιγάκι μαγικό και ίσως το μαγικό δεν έχει καμία σχέση με αυτό.

Θα ήθελα να διηγηθώ λίγο τη ζωή μου. Οι κριτικοί μου, ακόμη και εκείνοι που υπερβάλλουν σε επαίνους, βλέπουν στην ποίησή μου μια τραγωδία. Θα ήθελα να θυμίσω, ακόμη και για την διασκέδαση αυτού που μας διαβάζει, κάτι από αυτή την τραγωδία μου η οποία δεν είναι καθόλου αληθινή. Είχα μια ζωή πολύ ευτυχισμένη, τη μοναδική τραγωδία τη δείχνουν τα ποιήματα, αρκεί να τα διαβάσει κανείς. Ήμουν κάποτε απελπισμένος, αλλά είναι στενοχώριες, δεν είναι τραγωδίες. Ο αδερφός μου μου έλεγε συνέχεια: «Μα πως είσαι ευτυχισμένος κάνοντας πράγματα που όλοι περιφρονούν και τα αποστρέφονται;». Του απαντούσα με κάτι που ακόμα και σήμερα μου φαίνεται σωστό: «Τι με νοιάζει αν όλοι με αποστρέφονται όταν εγώ και το αγόρι που είναι μαζί μου είμαστε ευτυχισμένοι να είμαστε μαζί!».

Θα πω ότι αυτή η δικαιολογία των νεαρών, να παίρνουν λεφτουδάκια ήταν ένα καθαρό άλλοθι. Για παράδειγμα, όταν πήγαινα στο ποτάμι ερχόταν ένας τέτοιος πλούσιος και τα αγόρια το γνώριζαν, αλλά οι καλύτεροι δεν πήγαιναν μ’ αυτόν, μένανε μαζί μου. Ήμουν διάσημος γιατί με ξέρανε ως «εκείνος που δίνει δύο λίρες», δύο λίρες τότε, πολύ μικρό ποσό. Τους εξουσίαζα με απίστευτο τρόπο. Πήγαινα μόνος μου με τρεις στην εξοχή, έκανα ένα πράγμα στον ένα, ένα πράγμα στον άλλο, ο τρίτος παραφύλαγε. Στους δύο που τους έκανα να ευχαριστιούνται τους έλεγα, για παράδειγμα: «Αλλαγή!» και ο αναγνώστης μπορεί να φανταστεί ποια ήταν η αλλαγή.

Αυτό το γεγονός ότι είχα πολλούς φίλους, το χρωστούσα στο ότι ήμουν αποκλειστικά ενεργητικός, με την έννοια ότι στο αγόρι (ίσως να υπήρχε και αρκετός εγωισμός) δεν έβλεπα τίποτε άλλο παρά το υποκατάστατο της γυναίκας. Ούτε και γω δεν το ήξερα. Οι γυναίκες δεν μου άρεσαν, αλλά όλοι μου το λέγανε, από τον Σάμπα και έπειτα: «Μα τι κάνεις με μας! Εσύ αγαπάς τις γυναίκες». Γι’ αυτούς τα αγόρια ήταν πολύ θηλυκά, όχι όμως επειδή ήταν πολύ διεφθαρμένα, αυτά δεν μπορούσα να τα υποφέρω και γω. Ήταν όμως σαν εκείνα που αγαπούσε ο Ζιντ, φυσιολογικά αγόρια.

Μετά, με τα χρόνια, ακόμη κι αν το αγόρι ήταν λίγο περισσότερο θηλυπρεπές το αγαπούσα το ίδιο, ίσως και λιγάκι παραπάνω.

Στην αρχή πίστευα ότι θα ανακαλύψω αυτούς τους έρωτες. Γιατί είχα βαρεθεί με τα κορίτσια, ωραία κορίτσια που με ερωτευόντουσαν. Ήθελα να κάνω κάτι και τέρμα, αυτές θέλανε αγάπη. Εγώ αντίθετα δεν ξέρω τι είχα μέσα μου, ακόμη δεν ξέρω τίποτα, δεν τις αγαπούσα καθόλου γιατί τις απαξιούσα. Είχα το μυαλό μου μόνο στην φυσική ευχαρίστηση και, το σκέφτομαι και σήμερα, μου φαίνεται ότι είναι κατά τι καλύτερο από κείνο που κάνει κάποιος μόνος του. Φαίνεται ότι η γυναίκα δεν μου άρεσε ποτέ. Αλλά δεν το ήξερα.

Αυτή η λαχτάρα να κάνω έρωτα, να αρραβωνιαστώ, με οδήγησε να ανακαλύψω, έναν έρωτα με τα αγόρια, κυρίως με εκείνα τα πιο άγρια, βρώμικα, εραστές της αλήτικης ζωής.

Η πρώτη φορά ήταν ένα αγόρι, μακρινός συγγενής, την άνοιξη στην εξοχή. Είχαμε συγγενή έναν παπά και κάναμε μεγάλα τραπέζια στα οποία συμμετείχε όλο το συγγενολόι. Κατά την διάρκεια εκείνων των τραπεζωμάτων τον αναζητούσα: «και ο Κουιντίλιο!»[3] Όμως ο Κουιντίλιο δεν ερχόταν ποτέ. Μου λέγανε ότι αυτός έπαιρνε ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί στην τσέπη και πήγαινε στα βουνά, και ανέβαινε πάνω στα δένδρα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


[1] Σάντρο Πέννα, Αυτοβιογραφία στο μαγνητόφωνο, επιμέλεια Έλιο Πέκορα, Εκδόσεις San Marco dei Giustiniani, Γένοβα 2006. Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του Σάντρο Πέννα και θα συμπεριληφθεί στο βιβλίο που θα εκδοθεί σε λίγους μήνες με τον τίτλο: Σάντρο Πέννα, ο ποιητής της επιθυμίας και της μοναξιάς. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται πολλά ποιήματα του Πέννα, πολλά από τα οποία μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά, αυτοβιογραφικά κείμενα, αποσπάσματα από το ημερολόγιό του, απόψεις ποιητών και κριτικών για τον άνθρωπο και τον ποιητή καθώς και επιστολές που αντάλλαξε ο Πέννα με τον μέντορά του ποιητή Ουμπέρτο τον Σάμπα και τον Εουτζένιο Μοντάλε.

[2] Περιοχή στα περίχωρα του Βιτέρμπο, 80 χιλιόμετρα από τη Ρώμη (Σ.τ.Μ.).

[3] Στο διήγημα «Μια μέρα στην εξοχή» της συλλογής Λίγος πυρετός γράφει: «Ο Κουιντίλιο μπορούσε να λείπει μέχρι και τρεις μέρες συνέχεια χωρίς να χρειάζεται να ανησυχεί κανείς γι’ αυτόν. Ήταν δώδεκα χρονών, εντάξει, αλλά έως τρεις ημέρες είχε πλέον συμφωνηθεί, το όριο είχε συμφωνηθεί και δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος. Αλλά πού πήγαινε; Σ’ εναν απομακρυσμένο σταύλο, σ’ ένα αχυρώνα, πάνω στη στέγη, στο δάσος, με λίγο ψωμί στην τσέπη. Κι εγώ μπορούσα να φανταστώ τον Κουιντίλιο σαν μια ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία, αλλά κακό, δύστροπο, ατίθασο, πολύ σίγουρο για τον εαυτό του, ήδη πρώιμο άνδρα». Ό.π. Λίγος Πυρετός.

 

 

Προηγούμενο άρθροΌταν το βιβλίο γεμίζει τις αίθουσες
Επόμενο άρθροΗ δικαίωση μιας «Μικρής Αποτυχίας»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ