.
του Ηλία Καλφάογλου
Τον Σεπτέμβριο του 1977 μια παρέα φοιτητών της Νομικής, ζευγάρια, φεύγουν για διακοπές στη Σίφνο, μετά το τέλος της εξεταστικής. Πρωταγωνιστεί, πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο Νίκος. Ο Νίκος, ορφανός από τα δεκαοχτώ –«από την κηδεία της μάνας μου θυμάμαι ελάχιστα πράγματα», η εναρκτήρια φράση του μυθιστορήματος–, αναζητά ένα υποκατάστατο θαλπωρής σε μία ερωτική σχέση, η διαχείριση του πένθους δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο έρωτας του με τη συμφοιτήτριά του Σοφία προσφέρει παρηγορία. Στην ίδια κατεύθυνση και η σχέση που αναπτύσσει ο φοιτητής μας με την οικογένεια της Σοφίας, με όλα τα μέλη της, του πατρός απόντος Αλλού. Στον δρόμο για τη Σίφνο, ο Νίκος και η Σοφία αποβιβάζονται στη Σέριφο. «Εκείνες οι τρεις νύχτες ήταν από τις ομορφότερες της ζωής μου. Ή έτσι νόμιζα όταν τις ζούσα. Χύμα κονιάκ με τους άνεργους εργάτες των μεταλλείων στο καφενείο της Κάτω Χώρας. Συμπόνια και νουθεσία. Άγουρες μαρξιστικές δηλώσεις. Και δώσ΄του οι θεωρίες συνομωσίας για τον Μποδοσάκη. Και δώσ΄του οι αγκαλιές και τα ΄΄κυρ δικηγόρε’’ που ενέπνευσε το ήδη βαριά λιγδιασμένο Ρωμαϊκό πλάι στις σαρδέλες. Και μετά έρωτας στην παραλία, με άπνοια δίπλα στις ήσυχες καλαμιές. –Τηγανητά αυγά και ρετσίνα της γριάς, στο ένα από τα τρία χαμόσπιτα δίπλα στο μικρό ρέμα που χυνόταν στη θάλασσα. Και μετά έσβησε η λάμπα της ασετυλίνης, έρωτας μέσα στην κρύα θάλασσα. Και ξανά έρωτας πάνω στις βρεγμένες πετσέτες», και πανηγύρια και μονοπάτια, κεραμικά και εκκλησίες, τσουκάλια και γάτες και οι αγέρωχοι νησιώτες. Πρόκειται, λοιπόν, εδώ για το Αιγαίο της Μεταπολίτευσης, το Αιγαίο των απολαύσεων, των νεανικών ερώτων και των αναζητήσεων, σε πλήρη αποστασιοποίηση από το Αιγαίο-σύμβολο της γενιάς του 1930. Ύστερα, Σίφνος. Εκεί ο Νίκος, κατά δήλωσή του, «μαρξιστής-λενινιστής», γνωρίζει τον Αλέξανδρο, αδελφό της Σοφίας, τελειόφοιτο της Οξφόρδης, υπερόπτη, σε πλήρη απόσταση από το κλίμα της Μεταπολίτευσης, οι συλλογικότητες και η πολιτική πράξη και πρακτική δεν τον αφορούν, βεβαίως ούτε η πολιτική στράτευση, ο μαρξισμός, πιστεύει ο Αλέξανδρος, δεν δίνει απάντηση στις γενετήσιες ορμές. Η γνωριμία με τον Αλέξανδρο οδηγεί τον Νίκο σε αναστοχασμό και ακριβώς ο Κυριακόπουλος, ύστερα από τη βραβευθείσα με Κρατικό Βιβλίο Λογοτεχνίας το 2018 συλλογή διηγημάτων του Η τρισέγγονη της Αραπίνας και άλλες ιστορίες, μας φιλοδωρεί με ένα ολιγοσέλιδο, αλλά άρτια μαστορεμένο μυθιστόρημα στοχασμού για τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης – τα έζησε ο συγγραφέας, γεννημένος το 1958, τα ζήσαμε εν χορδαίς και οργάνω, από αυτή την άποψη θα μπορούσε και τρόπον τινά να αυτοβιογραφείται.
Σε πρώτο επίπεδο, ο Κυριακόπουλος, που, το υπαινιχτήκαμε ήδη, δοκιμάζει τις δυνάμεις του στην εντενέστερη του διηγήματος φόρμα με εξαίρετη αίσθηση οικονομίας και αρχιτεκτονικής –αναλήψεις και προλήψεις σε μια κατά τα άλλα γραμμική αφήγηση–, ασχολείται με τη διαδρομή της σχέσης του Νίκου και της Σοφίας, έφυγαν μαζί οι δύο,με προορισμό τη ζωή: έρωτας, συγκατοίκηση, γάμος, οικονομικές δυσκολίες, προβλήματα στη σχέση, τσακωμοί, άλεκτες σιωπές, αμηχανία, δυσκολίες συνεννόησης, από κοντά δύο εγκυμοσύνες, αποβολή.
Σε δεύτερο επίπεδο, οι τόποι, Σίφνος, Σέριφος, Αιγαίο –έντεκα χρόνια, τριάντα νησιά, τετρακόσιες φωτογραφίες συνθέτουν την εργασία του συγγραφέα με τον, εν προκειμένω, εύγλωττο τίτλο Η αρχαιολογία του Αιγαίου. Ερειπωμένα σπίτια και υποστατικά του Αιγαίου (Ποταμός, 2021)–, Οξφόρδη, πάλι Σίφνος, Αθήνα και τα τοπόσημα τότε –και τώρα–, Πλατεία Αγάμων, Καλλιδρομίου, Νομική και Φιλοσοφική στη Σόλωνος, ταβέρνα της Ξανθής στου Στρέφη, οινοπνεύματα και τσιγάρα και πηγαδάκια και ατέλειωτες συζητήσεις περί παντός του επιστητού. Τόποι και χρόνοι συμπλέκονται, η κοινωνική ιστορία εγκιβωτίζεται στη μυθοπλασία χωρίς ούτε στιγμή το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο να επιβάλλεται με τα συγκείμενα και παρακείμενά του στην αφηγηματική ροή. Σε τρίτο επίπεδο, αν μπορούμε να μιλήσουμε με τέτοιες διαχωριστικές γραμμές για κατορθωμένα μυθιστορήματα, βρίσκεται η σχέση του Νίκου με τον Αλέξανδρο, σχέση δύσκολη, συγχρόνως ελκτικής και απωθητικής υφής, σχέση που οδηγεί τον αφηγητή στην αναζήτηση του μέσα εαυτού του, στην αναζήτηση της ταυτότητάς του, μέσα από μια πορεία μετεωρισμού μεταξύ πολιτικής στράτευσης, επιβεβλημένης από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής –ο Λεωνίδας Κύρκος μας χαμογελά από το μπαλκόνι του στην Καλλιδρομίου, αναπαυτικά ενσελιδισμένος στο μυθιστόρημα– και ατομικών προκρίσεων για τις χαρές του βίου, τον έρωτα, την ανεμελιά μιας ολόκληρης γενιάς, του συγγραφέα, της δικής μας, που ανυπομόνησε να ανυπομονήσει. Αλλά η βία της ιστορίας είναι παρούσα, με τη μητέρα της Σοφίας, «επιτομή της φινέτσας και της γλυκήτητας», επιζήσασα από το Μπέργκεν-Μπέλσεν, σηματοφόρος, έτσι, της ιστορικής μνήμης: ιδού άλλο ένα επίπεδο του μυθιστορήματος, «προσοχή ,η ιστορία βρίσκεται πάντα πιο κοντά απ΄ ό,τι φαίνεται στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου», για να θυμηθούμε τον Georgi Gospodinov και το Χρονοκαταφύγιό του, χωρίς, το είπαμε κιόλας, το βάρος της ιστορίας να βαραίνει την Περίληψη.
Αλλά τα σώματα ξέρουν όσα το μυαλό δεν ξέρει, τα κορμιά είναι τόπος των γεγονότων που διαγράφηκαν από την ιστορία. Αυτά, γυμνά, αποκαλύπτουν στις τελευταίες σελίδες του Κυριακόπουλου: «Χαϊδεύοντας το χαρτί πέρασε σαν μακρόσυρτη περίληψη μπροστά μου ολόκληρη εκείνη η εκδρομή στη Σίφνο. Όχι ως ενοχή ως τιμωρία αλλά ως καημός.’’Πόση δειλία, πόσο άγουρο θράσος, καλυμμένο με πόση δειλία!», γράφει ο Νίκος. Εν τω μεταξύ μία ανωνυμία είχε μείνει κρυμμένη σε μία θυρίδα…
Γιώργος Κυριακόπουλος, Η περίληψη, Βιλιοπωλείον της Εστίας, 2021