του Ηλία Καφάογλου
«Εξάλλου πάντα έτσι γίνεται. Κάνεις ό,τι μπορείς για να μένεις απομμονωμένος, ώσπου μια ωραία πρωία, άγνωστο πώς, βρίσκεσαι στη δίνη μιας ιστορίας που σε παρασύρει μέχρι εσχάτων». Έτσι, ξεκινά το μυθιστόρημα του Τζανφράνκο Καλίγκαριτς, γεννημένου στην Ασμάρα, στην Ερυθραία, από οικογένεια με καταγωγή από την κοσμοπολίτικη Τεργέστη. Οι αράδες αυτές σημασιοδοτούν πρώτα την πορεία του συγγραφέα τους. Γύρω στο 1970, ο νεαρός Μιλανέζος δημοσιογράφος Καλίγκαριτς βρέθηκε στη Ρώμη να κάνει ρεπορτάζ και αποφάσισε να μείνει εκεί.
Σηματοδοτούν, έπειτα, την ίδια την εκδοτική πορεία του εν λόγω βιβλίου, μοναδικού εκδοτικού χρονικού. Κυκλοφόρησε το 1973 σε 17.000 αντίτυπα, βραβεύτηκε, και εξαντλήθηκε μέσα σε ένα και μόνο καλοκαίρι. Στη συνέχεια ματαίως το αναζητούσαν οι εμ-παθείς αναγνώστες στην αγορά, σε πάγκους, σε παλαιοβιβλιοπωλεία, ειδοποιημένοι, προφανώς, από όλους όσοι το είχαν διαβάσει – και θαυμάσει. Το βιβλίο αυτό φετίχ, που μανιωδώς αναζητούσαν και οι συλλέκτες, κυκλοφόρησε ξανά το 2010, αφού προηγουμένως είχε γίνει αντικείμενο διατριβών και διακινούνταν φωτοτυπωμένο από χέρι σε χέρι. Όταν εξαντλήθηκε και αυτή η έκδοση, το βιβλίο άρχισε να αναρτάται στο διαδίκτυο, τρόπον τινά αντικείμενο πόθου. Ο Τύπος το αποθέωσε, το βιβλίο, εκτός κυκλοφορίας, συνέχισε την ένδοξη πορεία του εκτός βιβλιοπωλείων. Τέλος, το 2019 ο Bombiani το επανατύπωσε. Πενήντα χρόνια μετά την πρώτη κυκλοφορία του βιβλίου που η Ναταλία Γκίνσμπουργκ, συγγραφέας του Αγαπημένε μου Μικέλε και του Οικογενειακού λεξικού, ανακάλυψε, το βιβλίο του Καλίγκαριτς βρίσκεται πια στις προθήκες και στους πάγκους των βιβλιοπωλείων – και στη χώρα μας πια, χάρη στον Ίκαρο και στην σε κρουστή γλώσσα μετάφραση της Δήμητρας Δούση, ένα cult μυθιστόρημα.
Τρίτον, οι εναρκτήριες φράσεις του κειμένου του Καλίγκαριτς συμπυκνώνουν τρόπον τινά την πορεία του ήρωά του, του νεαρού δημοσιογράφου Λεό Γκατζάρα που μετακομίζει στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ενώ η «Χρυσή Τριακονταετία» εμφανώς ήδη σε ρετάλια αποσυντίθεται, από το Μιλάνο στη Ρώμη. Δημοσιεύει ένα κείμενο εδώ κι εκεί, σε μια εποχή που οι εργασιακές σχέσεις σκληρά δοκιμάζονται και έντυπα αναστέλλουν, εν κρίσει, την κυκλοφορία τους. Αρνείται, παρ΄ όλα αυτά να επιστρέψει στην πατρική εστία. Με τον πατέρα του, εξάλλου, οι σχέσεις είναι τεταμένες. Ποιος είναι ο Γκατζάρα; Τι αναζητά; Επιλέγει μια ζωή μποέμ, κάνει παρέα με πλούσιους φίλους, δανείζεται τα σπίτια τους, τις γυναίκες, τα αυτοκίνητά τους.
Πρωταγωνιστεί, βέβαια, η Ρώμη, η οποία «κουβαλάει μέσα της μια πρωτόγνωρη μέθη που κατακαίει τις αναμνήσεις». Η Ρώμη περισσότερο από πόλη «είναι ένα μυστικό κομμάτι του εαυτού σου, ένα κρυμμένο αγρίμι. Δεν υπάρχουν ημίμετρα μαζί της. Ή θα γίνει έρωτας της ζωής σου ή θα πρέπει να την παρατηρήσεις, διότι ένα πράγμα απαιτεί το γλυκό αγρίμι: να το αγαπήσεις». Αν την αγαπήσεις την πόλη αυτήν, που ο Φελίνι και ο Αντονιόνι έχουν αποθεώσει –La Dolce Vita και La Νote, αντίστοιχα–, «θα σου δοθεί έτσι όπως την ποθείς. Κι εσύ δεν πρέπει να κάνεις τίποτε άλλο παρά να αφεθείς στον ρου της, πλέοντας σε απόσταση αναπνοής από την ευτυχία που σου αξίζει», ιδιαίτερα το καλοκαίρι, οπότε η πόλη γίνεται συγχρόνως φιλική στον περιπατητή, αλλά και άξενη, με τον ήλιο να κατακαίει και το φως να γυρίζει σε μαύρο, ιδίως για όσους νιώθουν ξεριζωμένοι, όπως ο Λεό, σε αναζήτηση ταυτότητας, ιδίως τον «μαύρο μήνα», τον Αύγουστο, με τους δρόμους έρημους και τις λιθόστρωτες πλατείες να αντιβουίζουν με τον παραμικρό ήχο, «καλυμμένες με ένα στρώμα καυτής σκόνης». Τότε, το καλοκαίρι η Ρώμη, τα οδόσημα της οποίας –δρόμοι, πλατείες, στέκια, καφενεία, βιβλιοπωλεία, συνοικίες και τοπόσημα– περιγράφονται λεπτομερώς από τον Καλίγκαριτς, σχεδόν εξπρεσιονιστικά, τις καλοκαιρινές βραδιές, διάστικτες από το φως, αγγελικό και μαύρο, με «τα τραπεζομάντηλα των καφέ φαντάζουν σαν φούστες έτσι όπως τα ανασηκώνει ο άνεμος», αλλά «εκτυφλωτικά σκαλοπάτια της, τα πολύβουα σιντριβάνια της, τους ερειπωμένους ναούς και τη νυχτερινή σιγαλιά των έκπτωτων θεών της», ώσπου ο χρόνος θα χάσει κάθε άλλο νόημα, «εκτός από το πιο κοινότοπο: να σπρώχνει τους δείκτες των ρολογιών». Κάπως, έτσι, ο Λέο γίνεται κομμάτι της Ρώμης, θα τη θρέψει με τα βήματα και το βλέμμα του, με τις αισθήσεις και τις σιωπές του. Μέχρι που μια μέρα ηλιόλουστη, «καθώς θα οσμίζε[ται] τον άνεμο που έρχεται από τη θάλασσα και θα κοιτά[ζει] τον ουρανό», θα ανακαλύψει ότι δεν έχει τίποτα άλλο να χάσει, τίποτα άλλο να περιμένει. Οι φίλοι, σκηνοθέτες, μοντέλα, αθλητές, οι συναντήσεις σε πολυτελή σπίτια, σε πάρτυ, σε θέατρα, το αστεακό τοπίο που αδειάζει όλο και περισσότερο ενσελιδισμένο, ο έρωτάς του με μια νεαρή φοιτήτρια της Αρχιτεκτονικής, την Αριάννα, που του χαρίζει ένα χαμόγελο το οποίο «απομονώνει τον άνθρωπο στον οποίο απευθύνεται» και το «ανέβαζε σε ύψη που ποτέ δεν υποψιαζόταν ότι θα μπορούσε να κατακτήσει», ο έρωτας αυτός γυρίζει σε φρεναπάτη, γίνεται κατάδικος έρωτας, η φιλία με τον φαλσταφικής κοπής επιτυχημένο Γκρατσιάνο οδηγείται στα άκρα, όλα γυρίζουν σε ποίηση σκοτεινή, σε μια ποιητική για την απώλεια και τα κατακριμνισμένα όνειρα. Η σκευή της μνήμης, βεβαίως, δεν συνιστά εμβρυουλκό παραμυθίας – ο Λέο και η Αριάννα διασχίζουν τη Ρώμη τη νύχτα εποχούμενοι, με το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο αναπαυτικά εγκατεστημένον στο πίσω κάθισμα. Μένουν κομμάτια και θρύψαλα, τη γοητεία της ανεμελιάς, την ταπεινή εν αλαζονεία τροπικότητά της, διαδέχεται η πτώση των εφηβικών ειδώλων και ειδωλίων, τον ερωτικό λόγο διαδέχεται η λαέουσα μέχρι αφωνίας σιωπή. Στις καταληκτικές σελίδες αυτού του εν λόγω σφριγηλού κομψοτεχνήματος, αυτής της εν λόγω κατορθωμένης λογοτεχνίας, τρόπον τινά στα χνάρια του Μεγάλου Γκάτσμπυ και της Κινητής γιορτής, ο Λέο, που στο δωμάτιό του έχει κιτρινισμένο Γκάτσμπυ και «Χεμ», ο Λέο Γκατζάρα στη θάλασσα φορά λευκό κουστούμι, όπως ακριβώς ο Μαρτέλο στην Dolce Vita. Πράγματι, «είμαστε αυτό που είμαστε, όχι λόγω των ανθρώπων που έχουμε συναντήσει, αλλά όλων εκείνων που έχουμε αφήσει πίσω μας». Διά παντός.
Gianfranco Calligarich, Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη,μτφρ. Δήμητρα Δούση, Ίκαρος, 2022.
Βρες το εδώ