της Όλγας Σελλά
Ο Ρομέο Καστελούτσι, ακριβώς επειδή είναι ο Ρομέο Καστελούτσι, δηλαδή επειδή έχει κατακτήσει τον σεβασμό και την αδημονία του κοινού για κάθε επόμενη δουλειά του, μπορεί και να «σκέφτεται φωναχτά» πάνω στη σκηνή. Μπορεί να δοκιμάζει πράγματα, και μάλιστα να τα δοκιμάζει την ώρα της παράστασης. Χωρίς καν να έχει προηγηθεί πρόβα. Ακολουθώντας όμως, πάντα, το ύφος του, τους συμβολισμούς του, τις αναφορές του σε διάφορες μορφές τέχνης, αλλά και στη φιλοσοφία ή τη θρησκεία. Και οπωσδήποτε πειραματιζόμενος με την ψυχολογία του κοινού.
Το ίδιο έκανε και με τη νέα του παράσταση, με τίτλο «Bros», που παρουσιάζεται στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση από 28 Σεπτεμβρίου ως την Κυριακή 2 Οκτωβρίου. Μια παράσταση που έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο του 2021 στο Λουγκάνο, την ιταλόφωνη πόλη της νότιας Ελβετίας, στο πλαίσιο του FIT Festival. Μια περίεργη παράσταση είναι η αλήθεια, αφού σε καλεί να προφυλαχθείς από τον ήχο (στις θέσεις μας υπήρχαν ωτασπίδες προς χρήση), ενώ στη διάρκειά της δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου λόγος. Μόνο θόρυβος, πολύς θόρυβος, κάθε είδους, θόρυβος που τρόμαζε, που ήταν ο ίδιος μια μορφή βίας. Και μόνο χρώμα το γκρι, το βαθύ γκρι, το απέλπιδο. Και επίσης ήταν μια παράσταση με έναν μόνο επαγγελματία ηθοποιό, τον 80χρονο Ρουμάνο Valer Dellakeza, που εμφανίζεται ως βιβλική φιγούρα, ως προφήτης και είναι ο μόνος που αρθρώνει λόγο, έστω στα λατινικά: μια προφητεία του Ιερεμία (διόλου τυχαία επιλεγμένη ασφαλώς), που δεν μεταφράζεται στους υπέρτιτλους. Την έχουμε μεταφρασμένη μόνο σ’ ένα φύλλο χαρτιού στη θέση μας: «Ολόκληρη η χώρα ερημώθηκε γιατί δεν υπήρχε κανείς να τη φροντίσει». «Η καρδιά μου σπαράσσεται εντός μου, τα κόκαλά μου σείονται…», λέει η προφητεία ανάμεσα σε άλλα. Όλοι οι υπόλοιποι που βρίσκονται στη σκηνή είναι ερασιτέχνες, ντυμένοι με στολές αστυνομικών, και ακολουθούν πιστά τις εντολές που εκείνη την ώρα τους δίνει ο Ρομέο Καστελούτσι. Η εξουσία υπακούει σε μιαν άλλη εξουσία, αόρατη. «Η θεατή πλευρά δεν είναι τίποτα χωρίς την αθέατη», όπως θα γράφει (στα λατινικά) ένα πανώ αργότερα.
Όσο για το σκηνικό; Μια άδεια σκηνή, μ’ ένα περίεργο αντικείμενο που θυμίζει μηχανή προβολής ή περίεργο οπλοπολυβόλο, που περιστρέφεται και δονείται έντονα, τόσο που οι δονήσεις μεταφέρονται στις θέσεις μας.
Ένα δυστοπικό περιβάλλον, με μόνους κατοίκους αστυνομικούς (με τη στολή των Αμερικανών αστυνομικών έχει ντύσει τους ερασιτέχνες ηθοποιούς ο Καστελούτσι, ως φόρο τιμής στη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ). Και από εκείνο το σημείο και μετά, και για 75 λεπτά περίπου, όσο διήρκεσε η παράσταση δηλαδή, υπάρχει ένα σκηνικό απόλυτης βίας, ωμής, σοκαριστικής. Με μόνα λόγια όσα είναι γραμμένα –στα λατινικά και πάλι- σε κάποια πανώ που σηκώνονται μπροστά μας: «Δεν μπορείς να πεις στο παρελθόν τι να κάνει». «Χρειάζεται να διαπραγματευτείς με τους νεκρούς». «Δεν ξέρουν τι να κάνουν; Οπότε αντιγράφουν», κ.ά.
Ο Ρομέο Καστελούτσι μας καλεί να δούμε σε συνθήκη θεάτρου, όσα βλέπουμε κάθε βράδυ στις ειδήσεις. Κι αν στη διάρκεια των ειδήσεων είμαστε χαλαροί στον καναπέ μας, και βλέπουμε διαμεσολαβημένα τις βίαιες εικόνες, πώς αντιδρούμε όταν η βία είναι μπροστά στα μάτια μας, έστω κι αν γνωρίζουμε ότι είναι σε συνθήκη θεάτρου; Την έχουμε συνηθίσει όπως λέγεται; Η αναίτια βία ήταν γυμνή, κυριολεκτικά, μπροστά στα μάτια μας, στη σκηνή του ανελέητου ξυλοδαρμού ενός γυμνού άνδρα, από τους αστυνομικούς στη σκηνή, από την εξουσία. Ομολογώ ότι στη σκηνή του ανελέητου ξυλοδαρμού ενός από τους συμμετέχοντες δεν λειτούργησα καθόλου ως απλός θεατής. Αντιδρούσε το σώμα μου. Ανασήκωνα τους ώμους προσπαθώντας, λες, να αποφύγω το χτύπημα, να το σταματήσω. Το ίδιο και λίγο αργότερα, όταν ένα άλλο ανθρώπινο σώμα ήταν κλεισμένο σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα και σπαρταρούσε. Το ίδιο και αργότερα στην προσομοίωση του εικονικού πνιγμού. Το ίδιο και όταν οι «αστυνομικοί» κατέβηκαν στην πλατεία, την κύκλωσαν, μας κοιτούσαν στα μάτια, κρατώντας στο χέρι το γκλομπ τους. Διόλου άνετα δεν ένιωσα ούτε εκείνη τη στιγμή. Ένας αόρατος φόβος, ένας φόβος που ανακαλεί η εικόνα μιας εξουσίας, ήταν παρών, μαζί με μια τρομερή αίσθηση ανελευθερίας.
Στα ενδιάμεσα από όλες αυτές τις βίαιες σκηνές, μεγάλες φωτογραφίες έβγαιναν επί σκηνής: μια μαϊμού, ο Μπέκετ, το πόδι μιας χήνας, κολώνες αρχαίου ναού, μια πολύ όμορφη γυναικεία μορφή. Ή οι αστυνομικοί επευφημούν και δηλώνουν υποταγή σ’ ένα άγαλμα-κούκλα, που κουνάει όμως χέρια και κεφάλι. Και μετά πάλι θόρυβος, αφόρητος θόρυβος. Ένα τεράστιο μηχάνημα, σαν εκκλησιαστικό όργανο, βγάζει πίδακες νερού και έντονο ήχο. Ανατριχιαστικό ήχο. Το νερό ανεβαίνει όλο και ψηλότερα. Ο θόρυβος αρχίζει να μοιάζει με μουσική. Συνηθίζουμε το παράδοξο, το αφύσικο;
Πώς τελειώνει αυτό το κρεσέντο βίας; Μ’ ένα μικρό αγόρι, που φοράει ακριβώς την ίδια άσπρη κελεμπία με τον αρχικό γηραιό άνδρα, έρχεται μπροστά μας, περιστοιχιζόμενο από τους αστυνομικούς, οι οποίοι του παραδίδουν ένα γκλομπ. Το παιδί στρέφει την πλάτη του προς την πλατεία, και περπατάει προς το βάθος της σκηνής μαζί με τους αστυνομικούς που το περιβάλλουν. Τέλος; Το πανώ που ανεβαίνει γράφει: De Pullo et Ovo (περί κότας και αβγού). Η βία ανακυκλώνεται; Συνεχίζεται από γενιά σε γενιά; Αυτό το παιδί έχει ήδη διαμορφωθεί ή μπορεί ν’ αλλάξει τα δεδομένα; Όλα είναι ανοιχτά.
**
Ασφαλώς το «Bros» του Ρομέο Καστελούτσι δεν είναι μια συμβατική παράσταση. Καμιά δική του δουλειά απ’ όσες έχουμε δει από το 2009 και μετά (οπότε τον πρωτογνωρίσαμε στο Φεστιβάλ Αθηνών) δεν είναι. Έχει έναν δικό του τρόπο, μεταθεατρικό οπωσδήποτε όσο και ατόφιο θεατρικό, να σχολιάζει όσα τον απασχολούν. Κι έχει έναν δικό του τρόπο, διακριτό, ξεχωριστό, να κάνει το κοινό να σκέφτεται πολύ μετά τις παραστάσεις του. Και όσα θίγει σ’ αυτές. Ίσως το «Bros» να αιφνιδίασε πολλούς από τους θεατές. Όμως τους αιφνιδίασε δημιουργικά. Κι αυτό είναι κέρδος. Είναι τέχνη.
Η ταυτότητα της παράστασης
Σύλληψη και Σκηνοθεσία: Romeo Castellucci, Μουσική: Scott Gibbons
Με τον Valer Dellakeza και τους αστυνόμους Luca Nava, Sergio Scarlatella, με άντρες από τον δρόμο
Συνεργάτρια στη Δραματουργία: Piersandra Di Matteo
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Silvano Voltolina, Filippo Ferraresi
Τα μότο έγραψε η: Claudia Castellucci
Μετάφραση στα ελληνικά: Βασίλης Δουβίτσας
Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος