Ρευστότητα, κινητικότητα, αυταπάτη (της Δήμητρας Ρουμπούλα)

0
1147

 

της Δήμητρας Ρουμπούλα

 

«Αν θέλουμε να περιγράψουμε πειστικά τον άνθρωπο, μπορούμε να το κάνουμε μόνο τοποθετώντας τον σε κάποιου είδους κίνηση».

Η αδιάκοπη κινητικότητα του ανθρώπου ως ζωτική παράμετρος της ύπαρξής του, η ακατάπαυστη κίνηση του νου, της συνείδησης, της μνήμης, του ανθρώπινου σώματος καθεαυτού αποτελούν τον άξονα του βιβλίου «Πλάνητες» της Όλγκα Τοκάρτσουκ, νικήτριας του Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2018 (απονεμήθηκε ετεροχρονισμένα το 2019). Εδώ η περιπλάνηση είναι στάση ζωής.

Πόσο διαφορετικό θα ήταν άραγε το βιβλίο αυτό αν είχε γραφεί όχι το 2007 αλλά μερικά χρόνια αργότερα, όταν άρχιζε το δράμα των μαζικών μεταναστευτικών και προσφυγικών μετακινήσεων, όπως και η έξαρση του εθνικισμού και της βίαιης ξενοφοβίας; Μια τόσο έντονα ευαισθητοποιημένη και πολιτικοποιημένη συγγραφέας σαν την Τοκάρτσουκ μάλλον δεν θα άφηνε έξω από αυτό το έπος ό,σα τραγικά συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο το έργο της είναι κάτι πολύ παραπάνω από εκείνο  που ορίζει η επικαιρότητα, καθώς καταπιάνεται με το διαχρονικό θέμα της υπαρξιακής κίνησης.

«Συνειδητοποίησα πως σε πείσμα όλων των κινδύνων πάντα είναι καλύτερο ό,τι κινείται σε σχέση με ό,τι βρίσκεται σε στάση, πως πιο ευγενής είναι η αλλαγή από την αδράνεια, πως το ακίνητο αποσυντίθεται, εκφυλίζεται, μετατρέπεται σε στάχτη, ενώ το κινούμενο θα διαρκέσει μέχρι και εις τους αιώνας των αιώνων», μας λέει η ανώνυμη αφηγήτρια.

Οι «Πλάνητες» είναι ένα πολυεπίπεδο βιβλίο. Ο κόσμος του δημιουργεί μια βαθιά και όμορφη αναστάτωση στον αναγνώστη, καθώς τον κινητοποιεί για ό,σα δεν μπορούσε να φανταστεί πριν ότι αποτελούν προϊόντα ή αποτελέσματα της αέναης  κίνησης. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται ακόμη και εκείνα τα κεφάλαια τα οποία αφορούν ανωμαλίες της δημιουργίας που συναντούμε σε ανατριχιαστικά ανατομικά μουσεία όπου μας οδηγεί η συγγραφέας για να δούμε σε βάζα «παλαβομάρες της φύσης», περίεργα ανθρώπινα έμβρυα στολισμένα με κοράλλια ή  σαλαμάνδρες με δύο ουρές. «Με τραβάει οτιδήποτε είναι χαλασμένο, ατελές, σπασμένο, ραγισμένο. Με ενδιαφέρουν σε οποιαδήποτε μορφή τα λάθη της δημιουργίας, τα αδιέξοδα … Οι μορφές που δεν υπακούνε στη συμμετρία», αναφέρει η Πολωνή συγγραφέας, εξηγώντας το λεγόμενο «Σύνδρομο Επαναλαμβανόμενης Αποτοξίνωσης», από το οποίο διακατέχεται η ηρωίδα της.

Πρόκειται για ένα έργο διεθνικό και διιστορικό που πηδά εμπρός πίσω στον χρόνο, πέρα από τη φαντασία και τα γεγονότα. Ένα ταξίδι διαισθήσεων, αυτογνωσίας και αναστοχασμού, ένα σύμπαν από διακριτές ιστορίες, σύντομες ή μεγάλες, σαν διηγήματα ή χρονογραφήματα, γεμάτα ιδέες, σκέψεις και μικρές περιπτωσιολογικές μελέτες, σαν κεφάλαια-θραύσματα μιας ενιαίας ιστορίας, ενός οδοιπορικού στον χώρο και τον χρόνο. Τα θέματά τους είναι αλληλένδετα και σχετίζονται με την περιπλάνηση, την ευθραυστότητα, τη φθορά και τη θνητότητα του σώματος, την περιπλοκότητα της έννοιας της θλίψης, την ψυχολογία του ταξιδιώτη. Η Τοκάρτσουκ, πριν αναδειχθεί σε μια από τις επιφανέστερες προσωπικότητες των σύγχρονων πολωνικών γραμμάτων, σήμερα και παγκόσμιων μετά το Man Booker International Prize (2018) και το Νόμπελ,  είχε εργαστεί ως ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια. «Οι εξομολογήσεις των άλλων με έκαναν συχνά να πλήττω», λέει στους «Πλάνητες» δια στόματος της αφηγήτριας. Και σε άλλο σημείο αναφέρει: «Η ψυχή είναι ένα πολύ αβέβαιο ερευνητικό αντικείμενο».

Πάντα ρευστές και εκκρεμείς, οι πιο προφανείς φανταστικές ιστορίες δεν είναι λιγότερο συναρπαστικές, όπως εκείνη με την οικογένεια του Κουνίτσκι που παραθερίζει σε ένα μικρό νησί. Μυστηριωδώς εξαφανίζονται η μητέρα με το τρίχρονο παιδί, ενώ δεν υπάρχει λογική συνθήκη να χάθηκαν. Μετά από λίγες ημέρες επανεμφανίζονται χωρίς λογικές εξηγήσεις. «Όταν φεύγουν για ταξίδι, εξαφανίζονται από τον χάρτη». Σε μια άλλη ιστορία, μια γυναίκα επιστρέφει στην Πολωνία μετά από πολλά χρόνια στο εξωτερικό και χωρίς καμία νοσταλγία για τα μέρη όπου μεγάλωσε, για να βοηθήσει έναν άρρωστο άντρα, την πρώτη της αγάπη, πριν πεθάνει. Η ιστορία με την οποία κλείνουν οι «Πλάνητες» αποτελεί ύμνο στην Ελλάδα. Ένας ηλικιωμένος καθηγητής, του οποίου η μελέτη και γνώση για την αρχαιότητα είναι τεράστια, ταξιδεύει με κρουαζερόπλοιο στο Αιγαίο. Πιστεύοντας ότι ο άνθρωπος χρειάζεται για να ζήσει σχεδόν τις ίδιες κλιματικές συνθήκες όπως τα εσπεριδοειδή, λέει: «Αυτή είναι η αφετηρία μας. Δεν είναι τυχαίο που ο χώρος του ελληνικού πολιτισμού ταυτίζεται περίπου με τον χώρο όπου ευδοκιμούν τα εσπεριδοειδή». Αφήνει την τελευταία του πνοή στο Αιγαίο και στα νερά του σκορπίζεται η τέφρα του.

Παράλληλα, ιστορίες με πραγματικά στοιχεία φαντάζουν απροσδόκητες: Η αδελφή του Σοπέν, Λουντβίκα , μεταφέρει στη Βαρσοβία την καρδιά του από το Παρίσι όπου πέθανε και ετάφη ο διάσημος Πολωνός βιρτουόζος. Ένας Φλαμανδός ανατόμος ταυτοποιεί στο δικό του πόδι τον τένοντα της πτέρνας του Αχιλλέα. «Η ζωή μου ήταν ένα ταξίδι, ταξίδεψα στο ίδιο μου το σώμα, στο ίδιο το αποκομμένο άκρο μου», έγραψε στις σημειώσεις του. Η Γιοζεφίνε Ζόλιμαν ζητά με επιστολή της στον αυτοκράτορα της Αυστρίας Φραγκίσκο Α΄ μια αξιοπρεπή ταφή για τον πατέρα της, ο οποίος γεννήθηκε στη βόρεια Αφρική, μικρό παιδί πουλήθηκε δούλος και μετά από δραματικές περιπέτειες κατέληξε στη Βιέννη όπου αναδείχθηκε σε έξυπνο διπλωμάτη και συνδέθηκε με τον Μότσαρτ. Αλλού διαβάζουμε για τον Κεμάλ Ατατούρκ, οι μεταρρυθμίσεις του οποίου περιλάμβαναν και τη μεταφορά των ημιάγριων αδέσποτων σκυλιών από την Κωνσταντινούπολη σε ακατοίκητα νησιά, καταδικάζοντάς τα σε αλληλοφάγωμα.

Ο στόχος της συγγραφέως δεν είναι να κάνει τον αναγνώστη να ταυτιστεί με κάποιους χαρακτήρες, αλλά να τον εκπαιδεύσει να βλέπει σε βάθος και πιο προσεκτικά τα πράγματα, να αναζητήσει το νόημά τους, τις κρυμμένες έννοιες και αλήθειες. Ο άξονας πάνω στον οποίο έχει δημιουργηθεί το βιβλίο δεν είναι ο χαρακτήρας ή η πλοκή, αλλά το φαινόμενο της κίνησης καθεαυτής, του ταξιδιού, της περιπλάνησης. Αυτού που δεν έχει σχέση με την έννοια του ριζωμένου στην πατρίδα ανθρώπου. «Δεν αντλώ χυμούς από τη γη, είμαι ένα είδος αντι-Ανταίου. Η ενέργειά μου αντλείται από την κίνηση – από το ταρακούνημα των λεωφορείων, από το βουητό των αεροπλάνων, από τα τραμπάλισμα στα φέριμποτ και τα πλοία».

Ο τίτλος «Πλάνητες», μαθαίνουμε στα μέσα του βιβλίου, σε μια συναρπαστική ιστορία, ότι προέρχεται από μια σκοτεινή σλαβική αίρεση του δεκάτου ογδόου αιώνα. Τα μέλη της πίστευαν ότι ο κόσμος είναι έργο του Σατανά. Για να ξεφύγουν από αυτόν, έπρεπε να βρίσκονται συνεχώς σε κίνηση. Επιζώντες της σέχτας συναντούμε στο πολυδαίδαλο μετρό της Μόσχας όπου ταξιδεύουν ασταμάτητα κάτω από την επιφάνεια της γης, ανάμεσα στο ανθρώπινο ποτάμι. Η απελπισμένη από τη ζωή Άννουσκα περιφέρεται στη Μόσχα (που δεν κατονομάζεται) και συναντά μια «πλάνητα», μια φαινομενικά τρελή γυναίκα, τυλιγμένη με πολλές στρώσεις ρούχων σαν μούμια,  η οποία αποτελεί ισχυρή φωνή στο μυθιστόρημα. Αυτή θα της υποδείξει τον δρόμο της διαφυγής: «Ξύπνα, κουνήσου. Μόνο έτσι θα του ξεφύγεις. Αυτός που ορίζει τον κόσμο δεν έχει εξουσία πάνω στην κίνηση, ξέρει πως το σώμα μας εν κινήσει είναι ιερό, μόνο τότε μπορείς να του ξεφύγεις, μόνο αν κινείσαι. Αυτός εξουσιάζει μόνο το ακίνητο και παγωμένο, το καθηλωμένο και ανίσχυρό … Γι΄ αυτό και οι τύραννοι κάθε απόχρωσης … έχουν στο αίμα τους μίσος για τους νομάδες, …., γι΄ αυτό αναγκάζουν όλους τους ελεύθερους ανθρώπους να εγκατασταθούν κάπου …».

Οι σύγχρονοι πλάνητες περιγράφονται ως μόνιμοι ταξιδιώτες που μεταφέρουν τα αναγκαία πράγματά τους σε  συσκευασίες μινιατούρας, όπως καλλυντικά μεγέθους ταξιδιού, αναδιπλούμενες οδοντόβουρτσες, σαπούνι για τα ρούχα σε σωληνάριο κ.λπ. – «ένα είδος ζωής σε σμίκρυνση». Η Τοκάρτσουκ δεν συμπαθεί τον τουρισμό με την καθιερωμένη έννοια ούτε τους ταξιδιωτικούς οδηγούς – «μια εισβολή που αποδυναμώνει τους τόπους». Ο τουρισμός σήμερα δεν είναι παρά ένας σύγχρονος τρόπος ικανοποίησης μιας παλιάς νομαδικής κίνησης. Υπάρχει, μας λέει επίσης, και ένας ξεχωριστός κλάδος της Ψυχολογίας: Ταξιδιωτική Ψυχολογία, η οποία περιγράφει τον άνθρωπο εν κινήσει.

Η κίνηση των ανθρώπων είναι για την Πολωνή συγγραφέα ένα φυσικό, υπαρξιακό δικαίωμα. «Ρευστότητα, κινητικότητα, αυταπάτη – αυτό ακριβώς θα πει να είσαι πολιτισμένος», γράφει με έναν παθιασμένο, γοητευτικό λόγο και μας υπενθυμίζει: «Οι βάρβαροι δεν ταξιδεύουν, αυτοί απλώς κατευθύνονται στον στόχο τους ή επιτίθενται σε έναν τόπο». Το σύνθημα σε ένα αεροδρόμιο, «Η κινητικότητα γίνεται πραγματικότητα»,  μας προσγειώνει σε μια διαφορετική αλήθεια, γιατί απλώς είναι μια διαφήμιση για κινητά τηλέφωνα.

«Γράφω μυθοπλαστικά, αλλά δεν πρόκειται ποτέ για καθαρή επινόηση. Όταν γράφω, πρέπει να νιώθω τα πάντα μέσα μου … Εδώ είναι που μου χρησιμεύει η τρυφερότητα …. Η λογοτεχνία είναι χτισμένη πάνω στην τρυφερότητα απέναντι σε κάθε άλλη ύπαρξη πέρα από τη δική μας», ανέφερε η Τοκάρτσουκ στην ομιλία της, κατά τη βράβευσή της με το Νόμπελ, που τιτλοφορούσε «Ο τρυφερός αφηγητής» και περιλαμβάνεται στην παρούσα έκδοση. Πράγματι όλα αυτά που περιγράφει, ακόμη κι όταν δεν είναι ευχάριστα, η συγγραφέας τα περιβάλλει με τρυφερότητα. Ο κόσμος της δεν είναι κλειστός, γι΄ αυτό προτιμά το ατελές και ημιτελές, την αποσπασματικότητα, την ευθραυστότητα, την πολυσυλλεκτικότητα, την ασυμμετρία, τη λοξή ματιά. Γοητεύεται με τα παιχνίδια του χρόνου, όπως την εξάλειψη της ώρας σε ένα αεροπλάνο εν πτήσει.  Μια πτήση ξεκινά από το Ιρκούτσκ στις 8.00 το πρωί και φτάνει στη Μόσχα την ίδια ώρα της ίδιας ημέρας. «Παραμένεις σε μια και μοναδική στιγμή, σε ένα Τώρα, μεγάλο, ήρεμο, παρατεταμένο όπως η Σιβηρία». Επίσης, παρατηρεί ότι το «κάποτε» εξαφανίζεται, αν θεωρήσουμε ότι «μέλλον και παρελθόν είναι ατελείωτα».

Σε κάποιο από τα δεκάδες κεφάλαια-θραύσματα ο ήρωας παίρνει πάντα στα ταξίδια του ένα μικρό βιβλιαράκι του Γαλλο-Ρουμάνου πεσιμιστή φιλοσόφου Εμίλ Σιοράν, το  οποίο προτείνει να αντικαταστήσει στα ξενοδοχεία της Ευρώπης τη Βίβλο, αφού η τελευταία «σε ζητήματα προφητειών είχε χάσει την επικαιρότητά της». Αντικατοπτρίζοντας τις υπαρξιακές ανησυχίες των «Πλάνητων», παρατίθεται ένα χαρακτηριστικό απόφθεγμα του Σιοράν: «Η αποστολή μας έγκειται στο να σηκώνουμε σκόνη στην αναζήτηση κάποιου ασήμαντου μυστηρίου». Σε μια εποχή ρευστότητας και αβεβαιότητας όπως η σημερινή, ίσως οι «Πλάνητες» της Τοκάρτσουκ θα πρέπει να βρίσκονται στα κομοδίνα των ξενοδοχείων, φτάνει αυτοί που θα το πάρουν στα χέρια τους να μην το θεωρήσουν βιβλίο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας.

Και μια συμβουλή από την Τοκάρτσουκ: «Αυτό που με πληγώνει το εξαφανίζω από τους χάρτες μου. Οι τόποι στους οποίους σκόνταψα, έπεσα, εκεί όπου με πρόσβαλαν, με έθιξαν, με πόνεσαν, σταμάτησαν να υφίστανται για μένα». Άλλωστε, «η Γη είναι στρογγυλή, δεν θα δεσμευτούμε δα ως προς την κατεύθυνση».

Την 58χρονη σήμερα Όλγκα Τοκάρτσουκ, γεννημένη στην πόλη Βρότσλαβ της Πολωνίας όπου εξακολουθεί να ζει, πρωτογνωρίσαμε στην Ελλάδα με «Το Αρχέτυπο και άλλοι καιροί» (Καστανιώτης, 2019), ένα μυθιστόρημα που την καθιέρωσε στα μέσα της δεκαετίας του ΄90 και το οποίο συνδυάζει επίσης το φανταστικό με το ρεαλιστικό, εμβαθύνοντας σε ψυχολογικά αρχέτυπα. Πρόκειται για το δεύτερο μυθιστόρημά της, μετά το «Τα βιβλία του Ιακώβ» (2014), με το οποίο έγινε στόχος ακραίων εθνικιστικών στοιχείων ως ακτιβίστρια των Πρασίνων και αντεθνικίστρια. Πριν από τις διεθνείς βραβεύσεις της, τιμήθηκε τέσσερις φορές με το μεγαλύτερη λογοτεχνική διάκριση της πατρίδας της, το Βραβείο Nike.

Οι «Πλάνητες», εκτός από την υποδειγματική μετάφραση από το πρωτότυπο της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου, κυκλοφορεί στην αξιέπαινη σκληρόδετη σειρά βιβλίων των εκδόσεων Καστανιώτη η οποία βραβεύτηκε πρόσφατα στα λογοτεχνικά βραβεία του «Αναγνώστη» με το Βραβείο Καλλιτεχνικού Σχεδιασμού.

 

info: «Πλάνητες» Όλγκα Τοκάρτσουκ, εκδ. Καστανιώτης, μτφρ. Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου, σελ. 459

 

 

Προηγούμενο άρθρο Το μυστικόν της Πασιφάης (της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη)
Επόμενο άρθροΠέθανε ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ