ΡΑΣΟΜΟΝ του Ρυουνοσούκε Ακουταγκάουα, 1892 – 1927, μτφρ. Μαρία Τσάτσου

0
398
Akutagawa-ryunosuke

 

Απόσπασμα από το Ρασομόν του Ρυουνοσούκε Ακουταγκάουα σε μετάφραση της Μαρία Τσάτσου

Συνέβη μια μέρα σούρουπο· ένας άνδρας υποδεέστερης κατάστασης ήταν εδώ, κάτω από την Πόρτα Ρασό, και περίμενε να καταλαγιάσει η βροχή.

Δεν υπήρχε κανένας άλλος εκτός από αυτόν κάτω από την φαρδιά Πόρτα. Μόνο πάνω σε μια τεράστια κολόνα, που το κόκκινο στούκο της είχε πέσει σε μερικά σημεία, είχε καθίσει ένα τριζόνι. Η Πόρτα Ρασό βρισκότανε στην λεωφόρο Σουζάκου, γι’ αυτό θα περίμενε κανείς να συναντήσει εδώ, εκτός από αυτόν τον άνδρα, δύο ίσως και τρία πρόσωπα, γυναίκες με κωνικό καπέλο ή άνδρες που φορούσαν εμποσί και αναζητούσαν καταφύγιο από την βροχή. Και όμως, δεν υπήρχε κανένας άλλος εκτός από αυτόν.

Γιατί; θα πείτε. Αυτά τα τρία-τέσσερα τελευταία χρόνια, μια σειρά από συμφορές –σεισμός, κυκλώνας, πυρκαγιά, πείνα…– χτυπήσανε αλύπητα το Κυότο, κι αυτό που επακολούθησε ήτανε μια ερήμωση πρωτόγνωρη σε ολόκληρη την πρωτεύουσα. Ένα παλιό χρονικό μάλιστα λέει ότι σπάγανε τα αγάλματα του Βούδα και τα αντικείμενα βουδιστικής λατρείας κι ότι στοιβάζανε τα ξύλα –ακόμα βαμμένα με πορφυρή κιννάβαρη ή με χρυσή και ασημένια επικάλυψη– στις άκρες των δρόμων για να τα πουλήσουνε ως καυσόξυλα. Και αφού η ίδια η πρωτεύουσα βρισκότανε σ’ αυτήν την κατάσταση, είχανε εννοείται εγκαταλείψει κάθε ιδέα να ανακαινίσουνε την Πόρτα Ρασό· κανένας πια δεν έδινε σημασία. Κι όταν πια έπεσε τελείως, σωστό ερείπιο, αλεπούδες και άνθρωποι εκμεταλλευτήκανε το γεγονός: και οι μεν και οι δε την κάνανε λημέρι. Στο τέλος καταλήξανε να πετάνε τα αζήτητα πτώματα στη στοά της Πόρτας. Όταν έπεφτε ο ήλιος, οι άνθρωποι από τον φόβο τους δεν πλησιάζανε καν.

Αντίθετα, τα κοράκια ερχόντουσταν σε σμήνη, άγνωστο από που. Την ημέρα, αναρίθμητα, πετούσανε κρώζοντας γύρω-γύρω από τις ακμές που σχημάτιζαν τα κεραμίδια στην κορυφή της στέγης. Όταν έδυε ο ήλιος χωριζόντουσταν σαν σπόροι σουσαμιού διασκορπισμένοι πάνω στον πορφυρό ουρανό που απλωνόταν πάνω από την Πόρτα. Ερχόντουσταν, προφανώς, για να ραμφίσουν τα παρατημένα πτώματα.

Εκείνο το βράδυ, ίσως εξαιτίας της περασμένης ώρας, δεν υπήρχε ούτε ένα κοράκι. Αλλά οι κουτσουλιές τους κολλημένες εδώ κι εκεί σχηματίζανε μικρούς άσπρους λεκέδες πάνω στην πέτρινη σκάλα που κινδύνευε να καταρρεύσει και όπου μακριά και λεπτά χορτάρια γεμίζανε τις σχισμές. Στο πιο ψηλό από τα επτά σκαλιά, ο άνδρας, ανακούρκουδα πάνω στη φαρδιά ρόμπα του, χρώματος μπλε σκούρου που είχε λιώσει από τα πολλά πλυσίματα, κοίταζε με ύφος αφηρημένο να πέφτει η βροχή. Δεν τον ένοιαζε τίποτε άλλο παρεκτός από μια χοντρή φλύκταινα που είχε φυτρώσει στο δεξί του μάγουλο.

Ο συγγραφέας έγραφε μόλις πριν: «Ένας άνθρωπος υποδεέστερης κατάστασης ήταν εδώ και περίμενε να καταλαγιάσει η βροχή». Για να πούμε την αλήθεια ο άνδρας αυτός δεν είχε τίποτα να κάνει ακόμη και αν σταματούσε να πέφτει η βροχή. Σε φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να γυρίσει πίσω στο αφεντικό του. Το αφεντικό του όμως τον είχε διώξει τέσσερεις – πέντε μέρες πριν. Την εποχή εκείνη, η πόλη του Κυότο, όπως ανέφερα ήδη, είχε υποστεί μια ερήμωση πέρα από τα συνήθη μέτρα. Συνεπώς, η κακοτυχία αυτού του άνδρα που τον είχε ξαποστείλει το αφεντικό που υπηρετούσε εδώ και πολύ καιρό, δεν ήτανε στην πραγματικότητα παρά μια ασήμαντη συνέπεια. Θα ήτανε λοιπόν καλύτερα να πει κανείς: «Ένας άνδρας υποδεέστερης κατάστασης, χωρίς κανένα μέσο επιβίωσης, αποκλεισμένος από τη βροχή, δεν ήξερε που να πάει», παρά να γράψει: «Ένας άνδρας υποδεέστερης κατάστασης ήταν εδώ και περίμενε να καταλαγιάσει η βροχή». Επιπλέον, η όψη του ουρανού, εκείνη την ημέρα, συντελούσε αισθητά στην ηθική καταπόνηση εκείνου του άνδρα της εποχής της Χεϊάν. Η βροχή που είχε αρχίσει να πέφτει προς το τέλος της ώρας του πιθήκου δεν φαινόταν να πρόκειται να σταματήσει. Εδώ και λίγη ώρα, ο άνδρας, απορροφημένος από το επείγον πρόβλημά της επιβίωσής του την επαύριο –προσπαθώντας να λύσει ένα ζήτημα στο οποίο ήξερε ότι δεν υπάρχει απάντηση–, άκουγε με ύφος αφηρημένο μηρυκάζοντας τις ασύνδετες σκέψεις του, το μουρμουρητό της βροχής που έπεφτε στην λεωφόρο Σουζάκου.

Η βροχή τύλιγε την Πόρτα Ρασό και ορμητικές ριπές που ερχόντουσταν από μακριά ενίσχυαν τον θόρυβο της πτώσης της. Το σκοτάδι έκανε σιγά-σιγά τον ουρανό να χαμηλώνει και η στέγη της Πόρτας συγκρατούσε με τις ακμές των πλάγιων κεραμιδιών της, μια βαριά μάζα από σκοτεινά σύννεφα.

Για να λύσει κάποιος ένα άλυτο πρόβλημα δεν μπορεί να αργοπορεί για να βρει τρόπους. Στην αντίθετη περίπτωση θα μπορούσε να πεθάνει από την πείνα μέσα σε κανένα χαντάκι ή στην άκρη καμιάς δημοσιάς και τότε θα πετάγανε το πτώμα του στην στοά της Πόρτας σαν να ήτανε ψόφιο σκυλί. «Κι αν όλοι οι τρόποι ήταν επιτρεπτοί;» – η σκέψη του άνδρα μετά από πολλές περιστροφές σταθεροποιήθηκε επιτέλους σ’ αυτό το καίριο σημείο. Όμως αυτό το «αν», έμενε σε τελική ανάλυση, γι’ αυτόν πάντα το ίδιο «αν». Κι ενώ αναγνώριζε πως κάθε μέσο θα ήτανε δικαιολογημένο, του έλειπε το κουράγιο να κάνει το πρώτο βήμα που απαιτούσε αυτή καθεαυτή η κατάσταση και να αποδεχθεί με ειλικρίνεια το αναπόφευκτο συμπέρασμα: «Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος απ’ το να γίνω κλέφτης».

Ο άνδρας φτερνίστηκε δυνατά και σηκώθηκε τεμπέλικα. Στο Κυότο όπου η θερμοκρασία πέφτει αισθητά το βράδυ, το κρύο γεννούσε ήδη την επιθυμία για ένα μαγκάλι. Μέσα στο σκοτάδι που είχε αρχίσει να βασιλεύει ο αέρας φυσούσε με σφοδρότητα ανάμεσα στις κολόνες της Πόρτας. Το τριζόνι που είχε καθίσει επάνω στην κολόνα που ήτανε βαμμένη με κιννάβαρη, είχε εξαφανιστεί.

Ο άνδρας με τον λαιμό του χωμένο μέσα στους ώμους του, επισκόπησε ολόγυρα την Πόρτα, ανασηκώνοντας τα φύλλα της σκούρας μπλε ρόμπας που φορούσε επάνω από εσώρουχα κίτρινου χρώματος. Επειδή είχε αποφασίσει, για να περάσει τη νύχτα του, να βρει μια γωνιά που θα του επέτρεπε να κοιμηθεί με την ησυχία του, μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων, προστατευμένος από τον αέρα και τη βροχή. Το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια μεγάλη φορητή σκάλα βαμμένη κι αυτή με κιννάβαρη, η οποία οδηγούσε στην στοά της Πόρτας. Ούτως ή άλλως, όλοι αυτοί που ίσως να συναντούσε εκεί πάνω δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από πτώματα. Ο άνδρας λοιπόν με μεγάλη προσοχή για να μην βγει από το θηκάρι της η σπάθα που κρατούσε, καθώς η λαβή ήτανε γυμνή και ανασφάλιστη, απόθεσε το πόδι του –φορούσε σανδάλια– επάνω στο πρώτο σκαλοπάτι της φορητής σκάλας.

Κυλήσανε μερικά λεπτά. Στο μέσον της φαρδιάς φορητής σκάλας που οδηγούσε στη στοά, τον βλέπουμε μαζεμένο σαν γάτα, κρατώντας την αναπνοή του, να προσπαθεί να δει τι συμβαίνει εκεί πάνω. Μια αχνή λάμψη που ερχότανε από την στοά φώτιζε αδύναμα το δεξί του μάγουλο, το μάγουλο όπου μέσα σε μια άγρια συστάδα από κοντές φαβορίτες φύτρωνε μια φλύκταινα σαν κόκκινο πυώδες μπουμπούκι. Ο άνδρας εξ αρχής δεν είχε φανταστεί ούτε κατά διάνοιαν ότι θα ’βρισκε άλλο τίποτα από πτώματα. Αλλά όταν ανέβηκε δυο-τρία σκαλιά του φάνηκε ότι σαν να υπήρχε εκεί ένα φως που κάποιος το κρατούσε και το οποίο πηγαινοερχόταν. Η υποψία του προέκυπτε από το γεγονός ότι μια κίτρινη λάμψη αντικατοπτριζόταν τρεμοπαίζοντας και μετακινιόταν συνεχώς πάνω στην οροφή στις γωνίες της οποίας κρεμόντουσταν ιστοί αράχνης. Ασφαλώς και δεν θα ήτανε φυσιολογικό το ον που μια τέτοια βροχερή νύχτα κρατούσε κάποιο φως στην στοά της Πόρτας Ρασό.

Ο άνδρας, καταπνίγοντας τον ήχο των βημάτων του σαν να ήτανε κανένα σαμιαμίδι σκαρφάλωσε μέχρι το τελευταίο σκαλί της τελείως ακίνητης φορητής σκάλας. Και με το σώμα του πεπλατυσμένο, τεντώνοντας τον λαιμό του όσο του ήταν δυνατόν, περιεργάστηκε, ενώ τον είχε σχεδόν παραλύσει η τρομάρα, το εσωτερικό της στοάς.

Όπως ακριβώς είχε ακούσει να το λένε, τα πτώματα πεταμένα εδώ κι εκεί καλύπτανε το δάπεδο. Αλλά το πεδίο που φώτιζε η λάμψη ήτανε πολύ πιο περιορισμένο από ό,τι είχε φανταστεί, κι έτσι δεν μπορούσε να προσδιορίσει τον αριθμό τους. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει, κάτω από το αδύναμο φως, ήτανε ότι υπήρχανε σώματα γυμνά και άλλα ακόμη με ρούχα. Φαίνεται ότι υπήρχαν και άντρες και γυναίκες. Όλα αυτά τα πτώματα, χωρίς εξαίρεση, κείτονταν πάνω στο πάτωμα, σαν κούκλες από πηλό, με τα στόματα ορθάνοιχτα και τα χέρια τους τεντωμένα στα πλάγια. Ποιος θα μπορούσε ν’ αναγνωρίσει σ’ αυτά ζωντανά πλάσματα του χθες! Μερικά προεξέχοντα τμήματα των σωμάτων αυτών, οι ώμοι και το στήθος, καθώς τα φώτιζαν αμυδρές λάμψεις, έκαναν το υπόλοιπο μέρος τους να βυθίζεται στο σκοτάδι ακόμη πιο πολύ. Έμοιζε έτσι σαν να ήτανε απολιθωμένα και βυθισμένα σε μια αδυσώπητη βουβαμάρα.

Η μυρωδιά της σαπίλας έκανε τον άνδρα να κλείσει ενστικτωδώς τη μύτη του με το χέρι του, που το άφησε όμως γρήγορα να πέσει πάλι στο πλάι του. Διότι μια αίσθηση πολύ πιο ισχυρή ήρθε να εξαφανίσει  σχεδόν τελείως την όσφρησή του.

Επειδή ακριβώς εκείνη τη στιγμή τα μάτια του διακρίνανε ένα ανθρώπινο σχήμα σκυμμένο ανάμεσα στα πτώματα. Ήτανε μια γριά ντυμένη με κοκκινωπά κουρέλια, με άσπρα μαλλιά, σκελετωμένη, κατάχλωμη, με πιθηκίσια μορφή. Στο δεξί της χέρι κρατούσε ένα αναμμένο δαδί από πευκόξυλο κι έσκυβε πάνω στο κεφάλι ενός πτώματος σαν για να το εξετάσει. Το κεφάλι αυτό είχε μακριά μαλλιά άρα επρόκειτο για το κεφάλι μιας γυναίκας.

Μαρμαρωμένος από έναν φόβο ανάμεικτο με περιέργεια, ο άνδρας έμεινε με κομμένη την ανάσα για μερικά δευτερόλεπτα. Ας δανειστούμε την έκφραση του συγγραφέα εκείνου του παλαιού χρονικού: «αισθάνθηκε να του σηκώνονται οι τρίχες του κορμιού του ολόρθες». Αμέσως μετά η γριά έμπηξε το δαδί σε μια σκισμάδα του ξύλινου δαπέδου και, τοποθετώντας τα χέρια της πάνω στο κεφάλι του πτώματος που μόλις πριν εξέταζε προσεκτικά, άρχισε να τραβάει μια-μια, όπως κάνουνε οι πιθηκίνες όταν ξεψειριάζουνε τα μικρά τους, τις μακριές εκείνες τρίχες, που, αν κρίνει κανείς από την κίνηση των χεριών της, φαινότανε να ξεκολλάνε χωρίς κόπο.

Κι ενώ την έβλεπε να ξεριζώνει τα μαλλιά, ο φόβος του άνδρα άρχισε να δίνει τη θέση του σ’ ένα μίσος προς τη γριά, ένα μίσος, που ολοένα και γινότανε πιο δυνατό μέσα στην καρδιά του. Όχι, δεν θα ήτανε ακριβές να πούμε «προς τη γριά». Θα έπρεπε μάλλον να πούμε ότι μια αποστροφή προς το κακό τον κατέλαβε, η οποία δυνάμωνε κάθε λεπτό που περνούσε. Αν, τη στιγμή εκείνη, κάποιος του έθετε εκ νέου το ερώτημα που τον είχε απασχολήσει κάτω από την Πόρτα, συγκεκριμένα την επιλογή ανάμεσα στο να γίνει κλέφτης και το να πεθάνει της πείνας, καμιά αμφιβολία ότι ο άνθρωπός μας θα διάλεγε χωρίς να διστάσει τη δεύτερη δυνατότητα. Και τούτο γιατί το μίσος του ενάντια στο κακό είχε αρχίσει να φουντώνει όπως το δαδί που η γριά είχε μπήξει ανάμεσα στα σανίδια του δαπέδου.

Όμως ακόμη δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η γριά ξερίζωνε τις τρίχες από τα κεφάλια των πτωμάτων. Συνεπώς, του ήταν αδύνατον να εκφέρει μια κρίση λογική και ηθικού περιεχομένου. Πάντως θεωρούσε ότι και μόνον το γεγονός ότι κάποιος ξερίζωνε μαλλιά πτωμάτων μια βροχερή νύχτα συνιστούσε το δίχως άλλο λάθος ασυγχώρητο. Είχε ξεχάσει βέβαια, εννοείται, εδώ και αρκετή ώρα ότι προς στιγμήν είχε σκεφθεί να γίνει κλέφτης.

Μ’ ένα σάλτο ο άντρας πήδηξε από τη σκάλα στο πάτωμα και με το χέρι του πάνω στη σπάθα του που την είχε βγάλει από το θηκάρι της πλησίασε με μεγάλα βήματα την γριά. Περιττό να πούμε ότι αυτή αναπήδησε από την τρομάρα της.

Στην θέα του άνδρα εκτινάχθηκε σαν πέτρα που την ρίχνουνε από μια σφεντόνα.

«Παλιόμουτρο! Πού πας;» φώναξε ο άνδρας φράζοντας το δρόμο στη γριά που τρελαμένη, σκοντάφτοντας πάνω στα πτώματα, προσπαθούσε να το σκάσει, ενώ ταυτόχρονα τον απωθούσε με σκοπό να φυλαχτεί. Από την πλευρά του ο άνδρας την έσπρωχνε προς τα πίσω για να την εμποδίσει να το σκάσει. Για μερικά δευτερόλεπτα παλεύανε σώμα με σώμα ανάμεσα στα πτώματα χωρίς να βγάζουνε μιλιά. Ανώφελο να αναφερθούμε στην έκβαση. Ο άνδρας πέταξε τελικά με μεγάλη σφοδρότητα την αντίπαλό του πάνω στο ξύλινο δάπεδο στρίβοντάς της τον βραχίονα, έναν βραχίονα άσαρκο σαν πόδι κότας.

«Τι κάνεις εδώ; μίλα! Γιατί αλλιώς…!».

Ο άνδρας έβαλε απότομα το άσπρο ατσάλι του γυμνό κάτω από τη μύτη της γριάς που ήτανε πεσμένη στο πάτωμα. Όμως εκείνη παρέμενε σιωπηλή. Τα χέρια της τρέμανε, οι ώμοι της ανεβοκατεβαίνανε από βίαιους ανασασμούς, τα μάτια της είχανε γουρλώσει τόσο πολύ που λίγο ακόμη και οι κόρες θα πεταγόντουσταν έξω από τις κόγχες τους, αλλά εκείνη πεισματικά σώπαινε σαν να ήταν βουβή. Βλέποντάς την έτσι, ο άνδρας κατάλαβε με καθαρότητα ότι η μοίρα της γριάς εξαρτιόταν από μόνη τη θέλησή του. Αυτό χλιάρωσε κάπως, ασυνείδητα σχεδόν, το μίσος που έκαιγε μέσα του ένα λεπτό νωρίτερα. Του έμεινε μόνον αυτή η ήρεμη, υπερήφανη ικανοποίηση που αισθανόμαστε όταν έχουμε φέρει εις πέρας ένα έργο. Χαμήλωσε το βλέμμα του προς το μέρος της γριάς και της είπε γλυκαίνοντας τη φωνή του:

«Μη με πάρεις για κανέναν απεσταλμένο του υπολοχαγού διώξεως του εγκλήματος. Δεν είμαι παρά ένας περαστικός που περνούσε κάτω από αυτήν την Πόρτα. Δεν πρόκειται λοιπόν ούτε να σε δέσω ούτε να σε συλλάβω. Μόνο πες μου τι έκανες εδώ τέτοια ώρα».

Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η γριά τον κοίταξε προσπαθώντας να διαβάσει το πρόσωπό του με μάτια ακόμη πιο γουρλωμένα, μάτια σκοτεινά και άγρια αρπακτικού, με κοκκινισμένες τις κόγχες. Ύστερα, σαν να μασουλούσε κάτι στο στόμα της, τα χείλη της τρεμουλιάσανε έτσι που οι ρυτίδες τους γίνανε σχεδόν ένα με τη μύτη της. Στον άσαρκο λαιμό της ανεβοκατέβαινε το μήλο του Αδάμ που εξείχε. Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή μια φωνή βραχνή σαν το κρώξιμο ενός κόρακα, από όπου περνούσε κάτι σαν διακεκομμένος ρόγχος, έφτασε στ’ αυτιά του άνδρα:

«Από τούτα τα μαλλιά! Από τούτα τα μαλλιά! Ήθελα να κάνω μια περούκα».

Η αναπάντεχη ασημαντότητα αυτής της απάντησης βύθισε σε απογοήτευση τον άνδρα. Αυτή η αλλαγή της διάθεσής του φαίνεται ότι έγινε αισθητή από τη γριά, η οποία, κρατώντας πάντα στο χέρι της τις μακριές τρίχες που είχε ξεριζώσει απ’ το κεφάλι του πτώματος, ψιθύρισε, κοάζοντας σαν βατράχι:

«Να ξεριζώνεις τα μαλλιά απ’ τα πτώματα, ξέρω ,αλήθεια σου λέω, πόσο κακό είναι. Πίστεψέ με όμως, όλοι αυτοί οι πεθαμένοι το αξίζουνε αυτό το φέρσιμο. Αυτή η γυναίκα, παραδείγματος χάρη, που μόλις της ξερίζωσα τα μαλλιά, πήγαινε στη συνοικία των αξιωματικών και πουλούσε ξεραμένο κρέας φιδιού. Έκοβε το κρέας σε κομματάκια ίσαμε τέσσερα δάχτυλα μήκος το καθένα κι έλεγε ψέματα πως είναι ψάρια. Κι αν δεν την είχε θερίσει η επιδημία θα συνέχιζε αυτήν την πούληση. Φαίνεται πως οι αξιωματικοί αγοράζανε την πραμάτεια της και λέγανε πως είναι νόστιμο φαΐ. Αλλά εγώ, για την πάρτη μου, δε νομίζω ότι αυτή έκανε τίποτα κακό. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτ’ άλλο, αλλιώτικα θα πέθαινε απ’ την πείνα. Ούτε και η δική μου συμπεριφορά είναι αξιόμεμπτη. Γιατί κι εγώ διαφορετικά, θα πέθαινα απ’ την πείνα. Τι να ‘κανα; Αυτή η γυναίκα που τα ήξερε όλ’ αυτά, σίγουρα δεν θα θύμωνε μαζί μου».

Η γριά μίλησε περίπου μ’ αυτά τα λόγια.

Ο άνδρας, με το αριστερό του χέρι στη λαβή της σπάθας του που την είχε βάλει πάλι στο θηκάρι της, παρακολουθούσε με ψυχρό ύφος αυτή τη διήγηση. Και το δεξί του χέρι ήτανε πάντα απασχολημένο με το χοντρό κόκκινο μπουμπούκι που πυορροούσε στο μάγουλό του. Ενώ όμως την άκουγε, κάτι σαν απόφαση γεννιόταν μέσα στην καρδιά του. Αυτή η απόφαση ήταν εκείνη που του έλειπε πριν από λίγο κάτω από την Πόρτα, απόφαση που πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που είχε πάρει όταν είχε ανέβει επάνω στη στοά και είχε αρπάξει τη γριά.

Από εκείνη τη στιγμή ο άνδρας δεν αμφιταλαντευόταν πια ανάμεσα στο να πεθάνει της πείνας και το να κλέψει. Πλειοδοτώντας μάλιστα, ίσως τη στιγμή εκείνη, το να «πεθάνει της πείνας» να ήτανε γι’ αυτόν μια ανησυχία τόσο απομακρυσμένη από το συναίσθημά του, την είχε διώξει τόσο μακριά από τη συνείδησή του, που δεν μπορούσε καν να την σκεφθεί.

Όταν τελείωσε η γριά ό,τι είχε να πει, εκείνος επέμεινε κι άλλο χαχανίζοντας:

«Είναι αλήθεια αυτά που μου λες;».

Μετά, έκανε ένα βήμα μπροστά, πήρε το δεξί του χέρι απότομα από το πυώδες σπυρί του προσώπου του, άρπαξε τη γριά από το γιακά και την έφτυσε στα μούτρα:

«Τότε, αν είναι έτσι, δε θα ’χεις καμιά αντίρρηση, αν κι εγώ σου πάρω το ρούχο σου ε; Γιατί αλλιώς θα πεθάνω της πείνας κι εγώ!».

Την έγδυσε ταχύτατα. Και, με μια κλωτσιά, πέταξε τη γριά που ήτανε γαντζωμένη στα πόδια του πάνω στα κουφάρια. Δεν τον χώριζαν παρά μόνο πέντε βήματα από κει που ήτανε η φορητή σκάλα. Με το κοκκινωπό ρούχο κάτω απ’ την μασχάλη του, ο άνδρας έτρεξε προς τα κει, κατέβηκε εν ριπή οφθαλμού, και τον κατάπιε το σκοτάδι.

Λίγη ώρα αργότερα, η γριά που είχε σωριαστεί σαν πεθαμένη, σηκώθηκε ολόγυμνη, ανάμεσα στα κουφάρια. Στο φως του δαδιού που φώτιζε ακόμη, σύρθηκε, μουρμουρίζοντας και βογγώντας, μέχρι τη φορητή σκάλα. Κι από κει, με το κεφάλι σκυφτό πάνω στο στήθος της, με τα άσπρα και κοντά μαλλιά της που πέφτανε ανάκατα μπροστά, άρχισε να παρατηρεί την κάτω μεριά της Πόρτας. Έξω σκοτάδια παντού.

Το τι απόγινε ο άνδρας της υποδεέστερης κοινωνικής κατάστασης, κανείς, ποτέ, δεν το έμαθε.

(Σεπτέμβριος 1915)

 

Μετάφραση από τα Γαλλικά, Μαρία Τσάτσου, Ιανουάριος 2022. Η Γαλλική μετάφραση έγινε από τον Arimasa Mori, εκδόσεις Livre de Poche, 1965.

 

Σημειώσεις

  1. Ρασομόν: η Πόρτα ρασό. Μεγάλη Πόρτα από την οποία έμπαινε κανείς στο Κυότο, αυτοκρατορική πρωτεύουσα της Ιαπωνίας την εποχή Χεϊάν. Το τείχος, μέρος του οποίου θα αποτελούσε η Πόρτα αυτή, δεν χτίστηκε ποτέ.
  2. Χεϊάν: 794 – 1192 μ.Χ. ιστορική περίοδος της Ιαπωνίας, μετά την περίοδο Νάρα, που αρχίζει με την μεταφορά της πρωτεύουσας από την Νάρα στην Χεϊάν-Κυό, μετέπειτα Κυότο. Κατά την Χεϊάν η Κινεζική επιρροή αρχίζει να δύει.
  3. εμποσί: κάλυμμα κεφαλής της εποχής Χεϊάν.
  4. ώρα του πιθήκου: από τις 3 ως τις 5 μ.μ.

 

Για την ιστορία

Η ιστορία βασίζεται σε γνωστές επικές μυθιστορίες της Ιαπωνίας. Ο Ακουταγκάουα Ριουνόσουκε  γεννήθηκε (ως Νιιχάρα Ριουνόσουκε ) το 1892, στο Τόκυο. Έχοντας γεννηθεί την ημέρα, μήνα και χρονιά του δράκου, έλαβε το όνομα Ριουνόσουκε, δηλαδή γιος του δράκου, Το πλέον διάσημο του διήγημα, «Ρασόμον » δημοσιεύτηκε το 1915 στο περιοδικό του πανεπιστημίου «Αυτοκρατορική Λογοτεχνία » και δανειζόταν στοιχεία από τις ιστορίες και το ιστορικό σκηνικό του κλασικού κειμένου «Κόντζακου Μονογκατάρι », του 12ου αιώνα. Ο γνωστός συγγραφέας Μουρακάμι Χαρούκι  αναφέρει στην εισαγωγή του για το βιβλίο «Rashōmon and Seventeen Other Stories»: «Ο συγγραφέας Ακουταγκάουα Ριουνόσουκε στέκεται ως μια φωτεινή παρουσία στην ιστορία της ιαπωνικής λογοτεχνίας, σύμβολο της σύντομης δόξας και σιωπηρής ήττας της εποχής του.[…] εξακολουθεί να ζει και να λειτουργεί στην πραγματικότητα ως ένας δικός μας “εθνικός συγγραφέας”. Ζει ως ένα ακίνητο, σταθερό σημείο στην ιαπωνική λογοτεχνία, ως ένα μέρος της κοινής πνευματικής μας βάσης».

Προηγούμενο άρθροΜετατόπιση προς την πλευρά της υπέρβασης (της Κέλλυς Πάλλα)
Επόμενο άρθροΒιβλία χωρίς λόγια: όταν συγγραφείς είναι εικονογράφοι (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ