“Ζωγράφισέ μου ένα αρνί”, Νέα στήλη διαλόγου από την Μαρία Τοπάλη και την Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού

4
722

των Μαρία Τοπάλη και Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού

“Ζωγράφισέ μου ένα αρνί”, (*) είναι μια νέα στήλη του Αναγνώστη. Η Μαρία Τοπάλη, ποιήτρια, κριτικός λογοτεχνίας  και η  Νίκη Κωνσταντίνου-Σγουρού, εκπαιδευτικός συμφωνω/διαφωνούν κάθε δεκαπέντε ημέρες για ένα βιβλίο που αφορά τα παιδιά αλλά και τους μεγάλους. Η αρχή γίνεται με το Ιούλιος Βερν, Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες σε μετάφραση της Δήμητρας Κουβαράκη, εκδόσεις Πατάκη, 1990, έκτη ανατύπωση 2022, και εικονογραφημένη από τον Ρόμπερτ Ίγκπεν (πολυτελής έκδοση του πλήρους κειμένου από τον ίδιο εκδότη, 2017).

 

Η Μαρία στη Νίκη:

 

«Η ατμομηχανή -αστράφτοντας σαν κοσμηματοθήκη, με το μεγάλο της φανάρι, που έριχνε πυρόξανθες λάμψεις, την επάργυρη καμπάνα και το έμβολό της- ανακάτευε τα σφυρίγματά της και τα μουγκρητά της με τη βουή των χειμάρρων και των καταρρακτών, κι ο ατμός της στροβιλιζόταν ανάμεσα στο μελανό φύλλωμα των ελάτων.» Να, για κάτι τέτοια αποσπάσματα – και όχι μόνον- χαίρομαι που ξαναδιάβασα αυτό το βιβλίο που θα πρέπει να το πρωτοδιάβασα πριν 50 σχεδόν χρόνια, όταν πήγαινα ακόμη στο δημοτικό. Έκτοτε, φυσικά, το είδα σε ταινία, σε πολλές διασκευές, από τις οποίες πάντα θα θυμάμαι τον Ντέιβιντ Νίβεν στον ρόλο του Φιλέα Φογκ. Το είδα σε καρτούν, σε συνέχειες, με τον Πασπαρτού να πρωταγωνιστεί κατ’ ουσίαν. Το είδα σε θεατροποιημένες διασκευές για παιδιά. Εξακολουθεί να εμπνέει απαιτητικές τηλεοπτικές παραγωγές με ευφάνταστες διασκευές. Είναι λοιπόν έργο κλασικό και έργο-μήτρα. Ίσως βέβαια η τεράστια φήμη του, που την είχα υπόψιν ήδη από παιδί, μιας και τα βιβλία αυτά τα κληρονόμησα όλα από τη μητέρα μου, που μου ενέπνευσε το πάθος για τον Βερν, ίσως λοιπόν η φήμη που συνόδευε αυτό το βιβλίο-θρύλο να με έκανε να το νιώσω υπερβολικά κοινόχρηστο για να το επιλέξω ως ένα από τα αγαπημένα μου. Προτιμούσα – από τα ταξιδιωτικά, πάντα- το «Καίσαρ Κασκαμπέλ» και το ακόμη πιο αφανές «Από τον Καύκασο στο Πεκίνο». Ίσως μιλήσουμε για αυτά άλλη στιγμή. Τον «Γύρο του Κόσμου» (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1873) τον ξεπέταξα βιαστικά ως παιδί, απορροφώντας λιγότερο την περιπέτεια και περισσότερο τους χαρακτήρες. Διαβάζοντάς το τώρα αργά, προσεχτικά, συνειδητοποίησα ότι ο «Γύρος» διαφέρει από τα άλλα βιβλία του Βερν εξαιτίας, ακριβώς, των πολύ καθαρά σφυρηλατημένων χαρακτήρων: Τον επιφανειακά ψυχρό Άγγλο τζέντλεμαν, που φλέγεται από υπόγεια πάθη, εξού και η ανάληψη του ακραίου στοιχηματικού ρίσκου αλλά και η συνεχής εκ μέρους του επίδειξη ηρωισμού· για αυτόν, τον Φογκ, ο Βερν συνθέτει φράσεις κομψές και ακριβείς, όπως: «Ήταν ένα βαρύ σώμα, που διέτρεχε μια τροχιά γύρω από τη γήινη σφαίρα, σύμφωνα με τους νόμους της δογματικής μηχανικής. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή λογάριαζε με το μυαλό του τις ώρες που είχαν ξοδευτεί από τη στιγμή που έφυγε από το Λονδίνο, και θα έτριβε τα χέρια του αν ήταν στη φύση του να κάνει περιττές κινήσεις». Τον Γάλλο Πασπαρτού, εγκάρδιο και αφελή, για τον οποίο μαθαίνουμε ότι ήταν «εργένης εκ πεποιήσεως», πληροφορία που μας κάνει να αναρωτηθούμε μήπως μας κλείνει διακριτικά το μάτι ο συγγραφέας, σχετικά με τις ερωτικές προτιμήσεις του ήρωά του, με τρόπο οπωσδήποτε ενδιαφέροντα για τα αυστηρά ήθη του 19ου αιώνα, τον οποίον ο Βερν διέσχισε σχεδόν κυριολεκτικά αφού γεννήθηκε το 1828 και πέθανε το 1905.

Τον στενόμυαλο αστυνομικό Φιξ, αποφασιστικό γρανάζι για την εξέλιξη της πλοκής, και την γοητευτική Ινδή Αούντα, που συμπληρώνουν το πολυεθνικό κουαρτέτο των πρωταγωνιστών. Ας συνοψίσουμε τις ιδιότητές τους: ένας ιδιόρρυθμος γενναίος βρετανός αριστοκράτης και ο οιονεί αντίπαλός του, ένας μάλλον περιορισμένων οριζόντων ταπεινός ομοεθνής, ένας χαριτωμένος άξεστος Γάλλος, μια όμορφη καλλιεργημένη Ινδή. Δεν έχουμε ούτε μεγάλες εφευρέσεις ούτε ταξίδια φανταστικά. Οι όποιες περιπέτειες είναι, στην πραγματικότητα, πολύ πιο νερουλές από εκείνες που αφηγείται σε άλλα βιβλία του ο Βερν: είναι περίπου προσχηματικές για να αναδειχθούν οι χαρακτήρες, ενώ στα περισσότερα βιβλία του Βερν συμβαίνει το αντίθετο ακριβώς. Αυτό που – ίσως- κάνει το βιβλίο αειθαλές είναι η κρυμμένη στο κουαρτέτο των χαρακτήρων ποίηση, που η παρτιτούρα της εκτελείται πάνω στην τροχιά ενός απλού αλλά αποτελεσματικού σασπένς: να κερδηθεί ένα στοίχημα, να γίνει ένας πλήρης κύκλος κατάκτησης της Υδρογείου, να δοκιμαστούν στη σκληρότητα του χρόνου οι αντοχές, σωματικές, ψυχικές αλλά και ηθικές. Οι κοινωνικές συμβάσεις εμφανίζονται ιδιαίτερα υποχωρητικές (και ο Βερν ιδιαίτερα προοδευτικός), αφού για το παρελθόν του Φογκ δεν χρειάζεται τίποτε να γνωρίζουμε, ενώ τον Πασπαρτού μαθαίνουμε να τον αγαπάμε μολονότι πίνει όπιο και κυλιέται στα κινέζικα καταγώγια, κι ύστερα κάνει τον κλόουν σε γιαπωνέζικο τσίρκο – ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό. Και η Αούντα είναι μια ιθαγενής, μορφωμένη, με κύρος και αξιοπρέπεια, που τίποτε δεν την εμποδίζει να ενωθεί επίσημα με τον εκπρόσωπο της αποικιοκρατικής εξουσίας. Η γοητεία της ποτίζει γενναιόδωρα τις σελίδες, από τη στιγμή της εμφάνισής της: «Η νεαρή γυναίκα, που καθόταν στην πρύμνη, ένιωθε να την πλημμυρίζει η συγκίνηση, ατενίζοντας τον ωκεανό, που είχε ήδη αρχίσει να βυθίζεται στο σκοτάδι, καθώς έπεφτε το σούρουπο, τον ωκεανό που εκείνη τον αψηφούσε ταξιδεύοντας με ένα εύθραυστο σκάφος. Πάνω από το κεφάλι της ξεδιπλώνονταν τα άσπρα πανιά, που την τραβούσαν στο διάστημα σαν μεγάλες φτερούγες.». Δεν μετάνιωσα ούτε στιγμή που το ξαναδιάβασα, απόλαυσα κάθε λέξη περισσότερο από παλιά. Κάτι από τα μαγικά φορτία του Σαρλ Μποντλέρ και του Έντγκαρ Άλαν Πόου, που τους βλέπω και τους δυο στο πίσω μέρος της σκηνής του Ιουλίου Βερν, θα πρέπει, μέσα από όσα λέγονται και όσα αποσιωπούνται στον «Γύρο του Κόσμου», να περνά στα σημερινά μεγάλα παιδιά, στους εφήβους. Όχι;

 

Η Νίκη στη Μαρία:

 

Ξεκίνησα να διαβάζω αυτό το τόσο οικείο βιβλίο κάνοντας ένα βαρετό ταξίδι ρουτίνας στριμωγμένη στο ΚΤΕΛ – ξεφυσώντας. Και παρόλο που το βιβλίο δεν με συνεπήρε, όπως συνεπήρε εσένα, αναδύθηκε μέσα από αυτήν την ταξιδιωτική αντίφαση παρόντος και παρελθόντος η αυτονόητη γοητεία του βιβλίου: τα ταξίδια που περιγράφονται, το όλο εγχείρημα του Φιλέα Φογκ, είναι πράγματι μια καταπληκτική, μια συναρπαστική ιδέα. Αγαπώ τα ρολόγια, τους χάρτες, την ακρίβεια των δρομολογίων, αλλά και τις καθυστερήσεις των τρένων. Μου αρέσουν οι σταθμοί και η ιδέα πως μπορείς να φτάσεις οπουδήποτε. Πως υπάρχει πάντα τρόπος να μεταφερθούμε. Θεωρώ πως αυτή η ιδέα ως μια έκφανση της πίστης στη νεωτερικότητα ενέπνευσε τον Ιούλιο Βερν να γράψει αυτό το βιβλίο. Σκιαγραφώντας την αχανή και μεγαλειώδη αυτοκρατορία των αποικιών (έχοντας φυσικά τρομερή απόσταση λόγω εποχής από οποιαδήποτε κριτική ματιά), ο Βερν μιλάει για έναν κόσμο που αλλάζει και για ζωές που μπορούν να λειτουργούν σαν καλορυθμισμένα ρολόγια. Έτσι κάπως παιχνιδιάρικα μας κλείνει το μάτι ρωτώντας μέσα από αυτή την ιστορία αν τελικά όντως μπορούν. Ο οικιακός απόλυτα ελεγχόμενος χρόνος καταρρέει –ή καλύτερα επαναπροσδιορίζεται– μπροστά στην ασάφεια μιας καλά μελετημένης βέβαια περιπέτειας. Ο Άγγλος τζέντλεμαν δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω από έναν μικρό σάκο με μια ταξιδιωτική κουβέρτα και τις κατάλληλες κάλτσες. Η ιστορία ξεδιπλώνεται σαν παλιός πολλαπλά τσακισμένος χάρτης: σαν μάθημα γεωγραφίας και ιστορίας. Μάθημα όμως, παράδοση εξωτερική, όχι μαγική συμπόρευση, όχι ρούφηγμα. Θέλει προσπάθεια και πείσμα (που εγώ δεν έχω απαραίτητα) για να ολοκληρώσεις το ταξίδι και να φτάσεις στο πολύ όμορφο τέλος και την έκβαση του στοιχήματος. Για να κλείσεις κι εσύ το μάτι παιχνιδιάρικα.

Και κάπου εδώ εξαντλούνται τα θετικά που είχα να πω.

Επιμένοντας λοιπόν έφτασα στο κεφάλαιο «όπου ο Φιλέας Φογκ και οι σύντροφοί του ρίχνονται σε περιπέτειες μέσα στα δάση της Ινδίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται» και σε αυτό το κεφάλαιο πέρασα στα αλήθεια απαίσια. Ίσως επειδή τα βιβλία του Ιούλιου Βερν κυκλοφορούν σε τόσες διαφορετικές εκδόσεις και κυρίως σε διασκευές, δεν έχουμε μπει στη συζήτηση για την ενδεχόμενη προβληματική των αφηγήσεων και των περιγραφών του. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο περιγράφεται το έθιμο σάτι, όπου η χήρα καίγεται ζωντανή μαζί με το νεκρό σύζυγό της. Δεν θα περίμενα σε καμία περίπτωση από έναν συγγραφέα εκείνης της εποχής να υιοθετεί μια αντιαποικιοκρατική φεμινιστική ματιά στην περιγραφή του, αλλά πιστεύω πως η έμφαση σε αυτό το βίαιο έθιμο, η κεντρικότητα που του αποδίδεται για την πλοκή και οι πολλαπλές εμμονικές αναφορές στον πρωτογονισμό της φυλής, είναι απολύτως αχρείαστες για τις σημερινές αναγνώστριες και τους σημερινούς αναγνώστες. Ο Φιλέας Φογκ και οι σύντροφοί του σώζουν τη νεαρή γυναίκα, η οποία αναπαρίσταται με τον πιο κλισέ οριενταλιστικό τρόπο, τόσο γραπτά, όσο και από τον εικονογράφο Ρόμπερτ Ίγκπεν. Στέκομαι στο ότι η πρώτη περιγραφή της Αούντα, όσο ακόμα είναι αναίσθητη και δεν έχει ιδέα πού βρίσκεται ή ποιοι είναι αυτοί οι λευκοί άνδρες που την έσωσαν, είναι πως «ήταν μια γοητευτική γυναίκα – με όλη την ευρωπαϊκή σημασία της λέξης». Μάλιστα. Λίγο παρακάτω η Ινδία, μας λέει, έχει «εκβρετανιστεί» όπως και η νεαρή γυναίκα. Δεν έχω να σχολιάσω κάτι παραπάνω. Νιώθω την προβληματική αυτού του βλέμματος αυτονόητη. Η βιβλιογραφία είναι τεράστια και το θέμα πραγματικά ανεξάντλητο. Θεωρώ αλήθεια πως δεν χρειάζεται να διαβαστεί από τα σημερινά παιδιά. Υπάρχουν καλύτερα πράγματα εκεί έξω. Σε πικραίνω πάλι;

Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες σε σκηνοθεσία του Michael Anderson, 1956,με τον Ντέιβιντ Νίβεν

 

 

(*)

Η έκφραση είναι από τον Μικρό Πρίγκηπα του  Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Ιδού μικρό απόσπασμα:

Έτσι έζησα μόνος, χωρίς κανένα που μαζί του να μπορώ να μιλήσω πραγματικά, μέχρι που έξη μήνες πριν, είχα ένα ατύχημα πάνω από την έρημο της Σαχάρας. Κάτι είχε σπάσει στον κινητήρα του αεροπλάνου μου και, καθώς δεν είχα μαζί μου ούτε μηχανικό, ούτε ταξιδιώτες, ετοιμαζόμουν να κάνω ολομόναχος, μια δύσκολη επισκευή.

Το πρώτο βράδυ λοιπόν κοιμήθηκα πάνω στην άμμο, χίλια μίλια μακριά από κάθε κατοικημένη περιοχή. Ήμουν πολύ πιο απομονωμένος απ’ όσο ένας ναυαγισμένος πάνω σε σχεδία καταμεσής στον απέραντο ωκεανό. Έτσι, δεν είναι καθόλου δύσκολο να φανταστείτε την έκπληξή μου όταν τα χαράματα, με ξύπνησε μια παράξενη σιγανή φωνούλα που έλεγε:

– Αν έχετε την καλοσύνη… παρακαλώ ζωγραφίστε μου ένα αρνάκι!

– Ε!

– Ζωγραφίστε μου ένα αρνάκι…

Τινάχτηκα όρθιος σαν να με είχε χτυπήσει κεραυνός. Έτριψα και ξανά ‘τριψα τα μάτια μου. Κοίταξα και ξανακοίταξα μ’ επιμονή. Κι είδα ένα πολύ παράξενο μικροσκοπικό ανθρωπάκι που με παρατηρούσε προσεχτικά”. 

……..η συνέχεια στο βιβλίο

Προηγούμενο άρθρο«Καημένε Αθανασόπουλε τι σου ‘μελλε να πάθεις»; (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΟ Νεοϊμπρεσιονισμός στο Μουσείο Γουλανδρή

4 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Πολύ ωραία στήλη, την παρακολουθούμε εδώ και καιρό από την πλατφόρμα του dimart που τη φιλοξενούσε.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ