“Ζωγράφισέ μου ένα αρνί”: Χάθηκα αλλά τελικά, κάποιος με βρήκε (συζητούν : Μαρία Τοπάλη και Νίκη Κωνσταντίνου- Σγουρού)

0
304

 

 

H Μαρία Τοπάλη και η Νίκη Κωνσταντίνου- Σγουρού συζητούν και ενίοτε διαφωνούν για το βιβλίο της Mariajo Ilustrajo, Χάθηκα, Μετάφραση: Μαριάννα Ψύχαλου, Εκδόσεις Μικρή Σελήνη, 2023

 

Η Νίκη στη Μαρία:

«Στην αρχή, είχα χαθεί, αλλά, τελικά, κάποιος με βρήκε» – αυτές είναι οι λέξεις με τις οποίες κλείνει αυτό το βιβλίο και είναι τόσο όμορφες που δυσκολεύομαι να βρω άλλον τρόπο να ξεκινήσω εγώ αυτό το κείμενο.

Ένας πολικός αρκούδος με τέλεια μουσούδα στέκεται στα δυο του πόδια σε έναν σταθμό μετρό και προσπαθεί να βρει πώς θα γυρίσει σπίτι του. Μας λέει πως δεν είναι σίγουρος πώς βρέθηκε εκεί και προσπαθεί να ζητήσει βοήθεια. Ήδη μου αρέσει πολύ και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και που ο αρκούδος έχει χαθεί, μάλλον ξέρει γιατί, αλλά δεν είναι και βέβαιος. Μπορούμε δηλαδή να τον ρωτήσουμε, μπορεί και να μάθουμε, αλλά μάλλον δεν θα μάθουμε. Το σημαντικό είναι πως χάθηκε. Ακολουθεί τις ανθρώπινες συνήθειες και τη ροή του κόσμου, δοκιμάζει καφέ χωρίς επιτυχία και ενθουσιάζεται από την εργονομία του χάρτη, ο οποίος ωστόσο δεν του δίνει την απάντηση που θέλει. Συνεχίζοντας να ακολουθεί σχεδόν μηχανικά τα ανθρώπινα βήματα μπαίνει μέσα σε ένα βαγόνι, όπου επιτέλους καταφέρνει να επικοινωνήσει με ένα μικρό κορίτσι. Πολύ συμπαθητική φυσιογνωμία, κόκκινα μαλλιά, κρατάει ένα λαγουδάκι. Αν κανείς έχει παρατηρήσει καλά, θα την έχει δει και νωρίτερα. Ήταν εκεί και στις προηγούμενες σελίδες. Μοιάζει με ένα άτομο που θα εμπιστευόμουν. Το κορίτσι λέει τη μαγική λέξη «σπίτι» και έτσι ο αρκούδος την ακολουθεί: περνούν χρόνο μαζί, προσπαθεί να της εξηγήσει, δοκιμάζει το φαγητό και το μπάνιο της. Όμως αυτό το σπίτι, παρόλο που είναι φροντιστικό και ζεστό, δεν είναι το σωστό σπίτι. Ο αρκούδος δεν είναι πια χαμένος, αλλά ούτε και έχει επιστρέψει. Ευτυχώς το κορίτσι-συμπαθητική-φυσιογνωμία έχει βιβλία και ένα ειδικά για τον Βόρειο Πόλο, οπότε ο αρκούδος μπορεί να της δείξει. Εκείνη, που αποδεικνύεται φανταστική φίλη, αναζητά τρόπο και διαδρομή επιστροφής του αρκούδου, του ετοιμάζει την τσάντα του για τον δρόμο και ένα μικρό τρυφερό δώρο. Το σχέδιο λειτουργεί και ο αρκούδος προσγειώνεται κυριολεκτικά στους πάγους και, κρατώντας τώρα αυτός το λαγουδάκι, λέει αυτά τα λόγια με τα οποία ξεκίνησα. Στην αρχή, είχα χαθεί, αλλά, τελικά, κάποιος με βρήκε.

Είναι ένα βιβλίο-χαμόγελο, με πολύ όμορφες εικόνες, μια πραγματικά ωραία ιστορία. Οι μεγάλοι δεν έχουν ουσιαστικό λόγο, δεν ανακατεύονται καθόλου – μοιάζουν πραγματικά ανοήτοι. Το μικρό κορίτσι είναι υπέροχο. Με συγκινεί που στην αρχή ούτε υποψιάζεται πως ο αρκούδος πρέπει να φύγει και δένεται με τέτοια ευκολία μαζί του, αλλά όταν καταλαβαίνει, καταλαβαίνει. Καταλαβαίνει και οργανώνει. Βρίσκω εδώ μια μικρή αναλογία στη διάσημη πια (και πολύ αγαπημένη μου) ιστορία του Νόι με το φαλαινάκι και μου αρέσει η διαφοροποιημένη προσέγγιση όσον αναφορά τη μη-εμπλοκή των μεγάλων και την απουσία επεξηγήσεων που υιοθετεί το Χάθηκα. Η δημιουργός του δεν μπαίνει στον πειρασμό να μιλήσει σαν μεγάλη, να εξηγήσει γιατί ο αρκούδος πρέπει να φύγει ή τι σημαίνει η παρουσία του για τη ζωή του κοριτσιού. Λίγα λόγια, τόσο όμορφο βιβλίο. Τέλος, ο πολικός αρκούδος παραμένει ήρεμος, λευκός και καθαρός ακόμα και όταν όλα μοιάζουν απολύτως απορυθμισμένα στη ζωή του. Αν και εντελώς χαμένος, ξέρει πως πρέπει να κρατηθεί από τη χειρολαβή του μετρό.

Χαμογέλασες κι εσύ; Σου άρεσε;

 

Η Μαρία στη Νίκη:

Θα πω ανεπιφύλακτα: πολύ! Στην πρώτη ανάγνωση, η αγαπημένη μου σκηνή ήταν αυτή με τον καφέ. Δεν ξέρω πώς θα το διάβαζε ένα παιδί, αλλά το χαμένο παιδί που κρύβεται μέσα σε εμένα (διότι αποκλείεται να μην κρύβεται ένα χαμένο παιδί μέσα στην καθεμιά και στον καθένα μας) βρήκε κάτι πολύ δικό του πρώτα στην εμπιστοσύνη που έδειξε ο αρκούδος στην τεράστια ουρά. Σου λέει, για να περιμένουν στην ουρά όλοι αυτοί, κάτι θα τους δίνουν που θα τους βοηθά στο τέλος. Και πήρε καλοπροαίρετα τον καφέ και απλά έκανε «μπλιαχ». Και με αυτό το «μπλιαχ» είχε, στην ουσία, αφήσει πίσω του όλες τις επιφανειακές και καταναλωτικές παρηγοριές. Ναι.

Αλλά μετά το διάβασα και μια δεύτερη και μια τρίτη φορά. Και κατάλαβα – δηλαδή αισθάνθηκα- κάπως περισσότερα πράγματα. Ας πούμε, αυτό το «χάθηκα». Κάπως το υπονοείς κι εσύ νομίζω- ότι δεν χάνεται όποιος κι όποιος. Ή ίσως δεν παραδέχονται όλοι ότι χάνονται. Αφού, όπως λες, μάλλον ξέρει γιατί χάθηκε, αλλά δεν είναι και βέβαιος. Και δεν θα μάθουμε- γιατί δεν χρειάζεται. Και γιατί δεν χρειάζεται; Γιατί, στην πραγματικότητα, ξέρουμε ότι απλά υπάρχουν τέτοιες στιγμές μέσα στη ζωή, που χάνεσαι. Ένα παιδί μπορεί στ’ αλήθεια να χαθεί ή να νομίσει ότι χάνεται, ένας ενήλικας «χάνεται». Θα μου πεις, εδώ δεν συζητάμε για την οπτική του ενήλικα. Σωστά.

Η μυτερή μουσούδα της αρκούδας είναι όλα τα λεφτά, το ίδιο και τα κόκκινα μαλλιά του κοριτσιού. Συγνώμη, αλλά οι αναγνώσεις εξακολουθούν να είναι πολλαπλές σε αυτό το μινιμαλιστικό και πολύ καλοζωγραφισμένο βιβλίο. Να πούμε για την ενήλικα που κρατά το παιδί από το χέρι και μοιάζει να μην αντιλαμβάνεται καθόλου τον αρκούδο; Να, και πάλι, μια «γνώση» που υποβάλλεται, γιατί θεωρείται δεδομένη. Κάτι μεγάλο, άβολο, εξωτικό, αλλά καθόλου, εντέλει, επικίνδυνο μοιράζεται για λίγο τα πάντα με το παιδί, χωρίς να συμμετέχει σε αυτή την εμπειρία κανένας ενήλικας. Και όλη τη διαδικασία της διάσωσης, το παιδί τη συντονίζει.

Κάτι καθησυχαστικό πυκνώνει, κάτι παρηγοριέται βαθιά και λύνεται ανακουφιστικά μέσα σε αυτή την ιστορία.

Δεν είναι οποιαδήποτε αρκούδα. Να το πούμε και αυτό. Είναι μια πολική αρκούδα και πρέπει να γυρίσει στο παγωμένο σπίτι της. Διαφωνώ ίσως λίγο στο ότι οι μεγάλοι δείχνουν ανόητοι. Νομίζω ότι μπορεί και να είναι απλώς λιγάκι διακριτικοί: αφήνουν τους δυο, αρκούδο και κοκκινομάλλικο κορίτσι, να ζήσουν τη δική τους εμπειρία συνάντησης και αποχωρισμού. Μην ξεχνάμε πως ο αρκούδος θα πάει σε ένα μέρος που σχεδόν αγγίζει τα όνειρα. Και σαν φυλαχτό, σαν γούρι, θα έχει πάρει μαζί του ένα κομμάτι παιδικότητας, εκείνο το εμφανώς πολυχρησιμοποιημένο και εμφανώς πολύτιμο κουνελάκι. Μη γελιόμαστε, δεν θα είναι πια ίδιο το κοριτσάκι χωρίς αυτό το κουνελάκι που παντού το έσερνε μαζί της. Διάνυσε μια απόσταση, κι αυτή.

 

Mariajo Ilustrajo, Χάθηκα, Μετάφραση: Μαριάννα Ψύχαλου, Εκδόσεις Μικρή Σελήνη, 2023

 

Προηγούμενο άρθρο20+1 ιστορικά βιβλία: από τον μεσαιωνικό στον σύγχρονο κόσμο (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθρο«Μαρί-Κλαιρ»: ένα υπόδειγμα πεζογραφικού ύφους (του Δημήτρη Φύσσα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ