της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Ένα από τα σημάδια της ωριμότητας είναι η συμφιλίωση με την ιδέα ότι, στη ζωή, δεν υπάρχει replay. Ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι όπου ρίχνουμε τα ζάρια μια μόνο φορά». Ο κεντρικός χαρακτήρας, Μικέλ Ζενζάνα, ένας άνδρας που πλησιάζει τα πενήντα, αναρωτιέται αν υπάρχει νόημα σε ό,τι έχει κάνει στη ζωή του. Στη διάρκεια ενός δείπνου, όσο κρατά ο μυθιστορηματικός χρόνος και η ανασκόπηση της ζωής του, αναμετριέται με το παρελθόν και βασανίζεται για το αν άξιζε να πληρώσει με την ψυχή του το τίμημα των επιλογών του.
Ο Ζάουμε Καμπρέ έχει περιγράψει το «Η σκιά του ευνούχου» (εκδ. Πόλις) ως άσκηση με διαύγεια. Στο μυθιστόρημα αυτό, γραμμένο το 1996, επεξεργάζεται τις πρωτότυπες και δύσκολες αφηγηματικές τεχνικές τις οποίες εξελίσσει σε επόμενα έργα του, όπως τα «Οι φωνές του ποταμού Παμάνο» (Πάπυρος , 2008) και «Confiteor» (Πόλις, 2016). Το πρώτο δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής στη χώρα μας σε αντίθεση με το δεύτερο, το οποίο, παρότι απαιτητικό βιβλίο, έγινε μπεστ σέλερ και αγαπήθηκε από ένα ευρύτερο κοινό που γνώρισε τον σπουδαίο Καταλανό συγγραφέα και διανοούμενο.
«Η λογοτεχνία είναι ένα όπλο ενάντια στη λήθη», έχει πει ο Καμπρέ. Στη «Σκιά του ευνούχου», το παρελθόν έχει κεντρικό ρόλο, επικεντρωμένο αυτή τη φορά στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας του Φράνκο και της μετάβασης στη δημοκρατία. Οι ανθρώπινες κωμικές και τραγικές ιστορίες των μελών μιας άλλοτε ισχυρής μεγαλοαστικής οικογένειας, αυτής των Ζενζάνα, που εκτείνεται σε επτά γενιές, συνδυάζονται άριστα με τη σύγχρονη ιστορία της Ισπανίας, της φρανκικής και μεταφρανκικής περιόδου, για να δημιουργήσουν μια συναρπαστική εμπειρία ανάγνωσης. Η ιδιαίτερη δομή και ο σχεδιασμός στην ανάπτυξη της δυναμικής του μυθιστορήματος θυμίζουν μια συναυλία όπου τα μοτίβα εμφανίζονται επανειλημμένα σε παραλλαγές. Χαρακτηριστικά των ιστοριών που περιγράφονται είναι τα παιχνίδια της μοίρας, τι συνέβη και τι δεν συνέβη, τα όνειρα και διαψεύσεις, οι ψευδαισθήσεις, οι ματαιωμένοι έρωτες, η ύψιστη αξία της τέχνης. Όλα αυτά συνθέτουν μια ζωντανή πανοραμική εικόνα στα μάτια του αναγνώστη.
Ο Μικέλ Ζενζάνα, το τελευταίο παιδί της μακραίωνης αρχοντικής οικογένειας και με το οποίο θα κλείσει ο κύκλος της, συντάκτης πολιτιστικών θεμάτων σε ένα περιοδικό στον παρόντα χρόνο, ίδιας ηλικίας με τον συγγραφέα, βρίσκεται με μια νεαρή συνάδελφό του σε ένα εστιατόριο. Αφορμή είναι ο θάνατος του καρδιακού του φίλου, του Μπολός, πληροφορίες για τον οποίο ζητά η δημοσιογράφος για να γράψει ένα άρθρο. Στην πραγματικότητα ο χώρος είναι η άλλοτε οικογενειακή έπαυλη των Ζενζάνα στο Φέσες, κοντά στη Βαρκελώνη, η οποία έχει κατασχεθεί, λόγω οικονομικής κατάρρευσης, και έχει μετατραπεί σε ένα γκροτέσκο εστιατόριο. Οι αναμνήσεις από τον χώρο πυροδοτούν τις διηγήσεις του Μικέλ και τις κάνουν πιο ζωντανές. «Εδώ που καθόμαστε υπήρχαν παλιά βιβλία του προπάππου μου που ήταν ποιητής». Το να μιλήσει, όμως, για τον Μπολός σημαίνει πως πρέπει να μιλήσει για τον εαυτό του.
Όπως και στο «Confiteor», ο αφηγητής δεν μας αποκαλύπτει μόνο τα δικά του πεπραγμένα, αλλά και των μελών της οικογένειάς του, από τους προπάππους ακόμη, κρίνοντας και ανακρίνοντας συνεχώς τον εαυτό του και τους άλλους, με μια μελαγχολική διάθεση. Ένα ζευγάρι γενεαλογικών δέντρων των Ζενζάνα, το Επίσημο και το Αληθινό, Άγνωστο και Ορθό, με διαφορές μεταξύ τους, σώζει τον αναγνώστη για να μην χαθεί μέσα στην πληθώρα των ονομάτων, των σχέσεων και των συγκρούσεων, των μυστικών και των σκανδάλων, χωρίς ωστόσο να το καταφέρνει πάντα. Κι ενώ τα πιάτα πάνε κι άρχονται, ο Μικέλ σκέφτεται τη ζωή του, αξιολογεί την παιδική ηλικία του, θυμάται τις σπουδές που παράτησε «διότι η επανάσταση ήταν πιο επείγουσα», μιλάει για τους έρωτές του και τη μικρή επιτυχία του στις γυναίκες, για τη μοιραία συνάντησή του με μια διάσημη βιολονίστα και τον παθιασμένο έρωτά του μαζί της, για τον πατέρα του που του γύρισε την πλάτη αρνούμενος να εργαστεί στην οικογενειακή επιχείρηση, για την συγκαταβατική μητέρα του, για τον ευαίσθητο, ομοφυλόφιλο «τρελό» θείο Μαουρίσι, στον οποίο αναφέρεται περισσότερο απ΄ όλους. Γιατί ο Μαουρίσι είναι το μαύρο πρόσωπο της οικογένειας, αλλά και η «μνήμη» της – «Σε κάθε οικογένεια υπάρχει πάντα κάποιος που είναι η μνήμη της» – και αυτός που τον μύησε στη γοητεία της ποίησης και της μουσικής.
Όμως εκείνο που διατρέχει όλη την αφήγηση και έχει στιγματίσει τη ζωή του κεντρικού ήρωα είναι η στρατευμένη νιότη του. Ο Μικέλ ανήκει στη γενιά που βίωσε, στη δεκαετία του 1960, την παράνομη δράση εναντίον του Φράνκο, στη γενιά που «ερωτεύτηκε το σύννεφο». Ανήκει και σε εκείνα στα παιδιά που εγκατέλειψαν την αστική τάξη τους για να συμπορευτούν με την εργατική τάξη, «τη μόνη που είχε λόγο ύπαρξης». Τώρα, μετά την μετάβαση στη δημοκρατία, η χρονική απόσταση του επιτρέπει να κρίνει τις πράξεις του, από τότε που νεαρός εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία για να αγωνιστεί εναντίον του δικτάτορα, μέσα στη βαθιά παρανομία, με το ψευδώνυμο Σιμό, και πάντα «μέσα στη διαρκή έξαψη της επείγουσας αλλαγής». «Επαναστατικές αυταπάτες», λέει με ένα αίσθημα ματαιότητας και με μια ειρωνική διάθεση. «…γέμισα ένα σακίδιο με ρούχα, έχωσα μέσα μερικά βιβλία του Μπρεχτ και του Γεφτουσένκο, απέρριψα τον Μπόρχες και τον Πλα διότι δεν ήταν άξιοι των περιστάσεων… Ήταν η εποχή που κάθε πράξη όφειλε να έχει ιδεολογικό κίνητρο».
Κι όταν το παρελθόν πιέζει το παρόν με ένα «τρομερό μυστικό» που έρχεται και επανέρχεται στο συνειδησιακό σύμπαν (κι όχι μόνο) τόσο του φίλου και πρώην συναγωνιστή Μπολός (Φράνκλιν στην παρανομία) όσο και του ιδίου, ο μεν πρώτος αποφασίζει να πάρει, στη δεκαετία του 1980, τον δρόμο της κοινοβουλευτικής πολιτικής, ενώ ο Μικέλ βρίσκεται να εργάζεται σε ένα περιοδικό και να παίρνει συνεντεύξεις από μεγάλες προσωπικότητες της μουσικής και της λογοτεχνίας. Χωρίς «καμία υποχρέωση στην Ιστορία», περνά τον χρόνο του διαβάζοντας, ακούγοντας μουσική, βλέποντας εκθέσεις, κάθε μέρα και πιο ευαίσθητος στην ομορφιά της τέχνης. Και σε τούτη τη φάση έρχεται η άλλη, η υπαρξιακή απογοήτευση εκείνου που δεν είναι δημιουργός, που προβάλλει απλά το καλλιτεχνικό έργο άλλων ή είναι κριτικός. «Θα επιθυμούσε να είναι ο ποιητής που δίνει τη συνέντευξη, ο μυθιστοριογράφος για τον οποίο μιλά το άρθρο, ο μουσικός στον οποίο αναφέρεται η κριτική». Και να μην αντιπροσωπεύει αυτό για το οποίο μιλά ο αγαπημένος του Τζορτζ Στάινερ: «Όταν κοιτάζει πίσω του, ο κριτικός βλέπει τη σκιά ενός ευνούχου».
Όσο αναπτύσσεται η πλοκή, τα μέλη της οικογένειας, ειδικά ο Μικέλ αλλά και ο Μαουρίσι, αποκτούν, ανάλογα με τα γεγονότα που βιώνουν ή τον τρόπο με τον οποίο ενεργούν, διάφορα ονόματα σαν τους μεσαιωνικούς βασιλιάδες. Ο Μικέλ Ζενζάνα γίνεται Μικέλ Ζενζάνα ο Άσωτος Υιός, ο Αποπροσανατολισμένος, ο Ακρωτηριασμένος, ο Πολεμιστής που Αναπαύεται κλπ, ενώ ο Μαουρίσι μετονομάζεται σε Μαουρίσι ο Δίχως Πατρίδα, ο Ηθικολόγος, η Μνήμη της Οικογένειας, μεταξύ πολλών άλλων.
Ο Ζάουμε Καμπρέ είναι φανερό ότι λατρεύει τη μουσική και το βιολί ειδικότερα. Το τελευταίο, όπως και στο «Confiteor», έχει ιδιαίτερη σημασία στο μυθιστόρημα. Η γυναίκα που συνεπήρε τον κεντρικό ήρωα, με δραματικό όμως τέλος, είναι βιολονίστα. Το μυθιστόρημα ακολουθεί τη δομή του τελευταίου έργου του πρωτοποριακού ΄Αλμπαν Μπεργκ για βιολί και ορχήστρα, το οποίο ο συνθέτης ολοκλήρωσε λίγο πριν από τον θάνατό του, στην ηλικία των πενήντα, το 1935. Ο Μπεργκ βρισκόταν σε αντίθεση με το ναζιστικό καθεστώς που έκρινε καθετί πρωτοποριακό ως «παρακμιακή τέχνη». Είναι αφιερωμένο «Στη μνήμη ενός αγγέλου», όπως τιτλοφορείται το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Ο τίτλος του πρώτου μέρους, «Το μυστικό του αορίστου», μας οδηγεί κατευθείαν στο παρελθόν. Παράλληλα, όλο το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερις κινήσεις: Andante, Allegretto, Allegro, Adagio.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια νέα μορφή αφήγησης: τη χρήση του πρώτου και του τρίτου προσώπου ακόμη και στην ίδια φράση. Σαν ένα είδος φακού ζουμ, ο αφηγητής μάς φέρνει πιο κοντά ή πιο μακριά από τον χαρακτήρα, ανάλογα με την χρησιμοποιούμενη φωνή. Μια τεχνική που συνοδεύεται από μια εξαιρετική γνώση της γλώσσας, με πολλές αναφορές στην ποίηση και τη μουσική, και που μόνο ένας μάστορας της γραφής μπορεί να επιτύχει. Αυτές οι εναλλασσόμενες αφηγηματικές φωνές υπογραμμίζουν κάθε φορά τα συναισθήματα και τα γεγονότα, όπως μια πολιτική δολοφονία που έγινε κάποτε και έχει αντίκτυπο στο παρόν, η ξαφνική εξαφάνιση του πατέρα αφήνοντας χρέη και πίκρες ή ο Μαουρίσι που αντιπροσωπεύει την πραγματική δημιουργική δύναμη και πλήθος άλλων καταστάσεων που εμφανίζονται και στη συνέχεια παρουσιάζονται με διαφορετικό φως. Οι πολλαπλές εναλλαγές στην αφήγηση, συνθέτουν μια πολυφωνική εικόνα ενός χρόνου που είχε μια διαρκή αλλαγή στην ιστορία της Ισπανίας και των ηρώων. Σημαντικές προσωπικές επιλογές και δραματικές οικογενειακές στιγμές πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της ταραγμένης ιστορίας της χώρας. Η επιτυχημένη απόδοση στην ελληνική γλώσσα αυτού του απαράμιλλου ύφους οφείλεται βέβαια στη μετάφραση από τα καταλανικά του Ευρυβιάδη Σοφού.
Ιστορικό, κοινωνικό και συνάμα υπαρξιακό μυθιστόρημα, αλλά κι ένας ύμνος στην καλλιτεχνική δημιουργία, το «Στη σκιά του ευνούχου» προσφέρει μια ατμοσφαιρική πυκνότητα που απαιτεί την προσήλωση του αναγνώστη, ο οποίος στο τέλος θα βγει αποζημιωμένος και θα ανατρέξει στα υπόλοιπα βιβλία του σπουδαίου Ζάουμε Καμπρέ.
info: Ζάουμε Καμπρέ, Η σκιά του ευνούχου, εκδ. «Πόλις», μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, σελ. 512