της Δήμητρας Ρουμπούλα
Μια «λατινικούρα» που λύνει τον αστυνομικό γρίφο και αιτιολογεί τον τίτλο, μια νεκρή γλώσσα που ζωντανεύει, ένα μικρό αγριογούρουνο το οποίο μιλά και σκέπτεται κι ένας παράξενος άνδρας με εύθραυστη συνείδηση που ζει στο σύμπαν της λογοτεχνίας. Όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα ασάφειας να μπερδεύει και να αιχμαλωτίζει. Το έργο του Καταλανού Ζάουμε Καμπρέ πάντα απαιτούσε προσπάθεια και προσοχή από τον αναγνώστη. Είναι οι αλλαγές του αφηγητή, τα χρονικά άλματα ακόμη και στην ίδια πρόταση, οι διασκεδαστικοί διάλογοι, κυρίως τα παιχνίδια με τα ονόματα των ηρώων, αλλά και η εκτίναξη της φαντασίας που προσγειώνεται με κάτι γήινο.
Αν τα παραπάνω τα νιώσαμε στο αριστουργηματικό «Confiteor» και στη «Σκιά του ευνούχου», στο τελευταίο βιβλίο του σπουδαίου Καταλανού συγγραφέα, «Μας καταβροχθίζει η φωτιά», που κυκλοφορεί επίσης από τις εκδόσεις «Πόλις», απογειώνονται. Από την εισαγωγή, με τίτλο «Αρχή» στα λατινικά, μαθαίνουμε ότι ο κεντρικός ήρωας επιθυμεί να ονομάζεται Ισμαήλ. «Α! και να με λέτε Ισμαήλ. Ναι, Ισμαήλ, καλά το διαβάσατε. Όπως εκείνος απ΄ τον Μόμπι Ντικ, ναι». Η λογοτεχνική υπεροχή του ονόματος μοιάζει σαν ευλογία για τον ήρωα ο οποίος είναι καταδικασμένος στην ανωνυμία, τη σύγχυση και τον πόνο. Ο θάνατος εξάλλου μπορεί να χτυπήσει ξαφνικά. «Αυτό είναι λοιπόν ο θάνατος», το μότο του μυθιστορήματος στα γερμανικά, από τον ρομαντικό ποιητή Γιοζέφ φον Άιχεντορφ. Η ταυτότητα είναι ένα από κεντρικά θέματα του έργου. Ο ίδιος ο ήρωας αργότερα θα αποδώσει σε άλλους χαρακτήρες λαμπρά ονόματα της λογοτεχνίας και γενικά της τέχνης που τους ταιριάζουν ή έχουν να κάνουν με τις προτιμήσεις του (Δόκτωρ Ζιβάγκο, Μαντάμ Μποβαρί, Χανς Κάστορπ από το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν, Μαρλέν Ντίτριχ κ.ά).
Το ολιγοσέλιδο, μόλις 167 σελίδες, μυθιστόρημα αρθρώνεται από δύο νήματα πλοκής τα οποία στο τέλος συγκλίνουν. Από τη μια έχουμε τον Ισμαήλ, τον πρωταγωνιστή με ένα εύθραυστο παρελθόν κι ένα παρόν που μοιάζει με θρίλερ, ο οποίος κάποια στιγμή πρέπει να ανακτήσει τη ζωή και τη μνήμη του. Και από την άλλη είναι ο Καπρέτ, όπως λένε το πιο αδύναμο μικρό από μια οικογένεια αγριογούρουνων που αποχωρίζεται βίαια τη μητέρα του Λόττα και τα τέσσερα αδερφάκια του. Αυτός εδώ ο βραδυκίνητος κάπρος ρεμβάζει και χάνει το δρόμο του, προβληματίζεται για το τι είναι το στιφάδο, έχει μνήμη και σιδερένια θέληση. Πάνω από όλα ενδιαφέρεται για το βέλος του χρόνου: «Γιατί να μην υπάρχει ένα βέλος της μνήμης που να πηγαίνει ανάποδα, ώστε αντί να θυμόμαστε τότε που ήμασταν μικρά και ανυπεράσπιστα γουρουνάκια, να θυμόμαστε πράγματα που δεν έχουμε ζήσει ακόμα».
Το «Μας καταβροχθίζει η φωτιά» ξεκινά με το βιογραφικό μέρος ενός παράξενου αγοριού, του Ισμαήλ, και τα δυσάρεστα παιδικά του χρόνια, ειδικά με τη σχέση του με τον πατέρα, ύστερα από τον θάνατο της μητέρας του όταν ήταν εννέα ετών. Ο πατέρας, ένας μουσικός που γλιστράει στην τρέλα, κατηγορεί το αγόρι ότι η μητέρα του πέθανε εξαιτίας του, γιατί γεννήθηκε «την πιο κρύα μέρα του χρόνου». Μια μέρα κόβει ένα δάκτυλο με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παίζει φλάουτο και να αντιγράφει παρτιτούρες. Υπαινίσσεται ότι κι αυτό συνέβη εξαιτίας του παιδιού, το οποίο με τη σειρά του δεν συγχωρεί ποτέ τον πατέρα του που τον έκανε να νιώθει ένοχος και δεν θα τον ξαναδεί μέχρι που τον ειδοποιούν ότι πέθανε στο άσυλο. Στο ιδιότυπο ίδρυμα όπου έχει μεταφερθεί για κάποιο χρονικό διάστημα, ο Ισμαήλ αποκτά τη συνήθεια να διαβάζει και γίνεται φανατικός αναγνώστης. Στη συνέχεια καταφέρνει να σπουδάσει και βγάζει το ψωμί του διδάσκοντας λογοτεχνία και λατινικά. Η αγάπη του για την απαγορευμένη καταλανική λογοτεχνία τού στοιχίζει την απόλυσή του, επειδή μια μέρα έγραψε στον πίνακα στίχους του Ζοζέπ Καρνέρ (ένας φόρος τιμής του Καμπρέ στον Καταναλό ποιητή και δραματουργό). «Μπορεί ν΄ απαγορευτεί η λογοτεχνία;» Ώσπου η τύχη το θέλησε και τον δέχονται στο Λύκειο Ζοζέπ Καρνέρ.
Ο Ισμαήλ είναι ένας «μοναχικός λύκος», ένας ναυαγός, όπως ο συνονόματός του από τις σελίδες του Χέρμαν Μέλβιλ, «αλλά δίχως παρελθόν, δίχως μαδέρι για να κρατηθεί μες στη θαλασσοταραχή, δίχως φάλαινα να κυνηγήσει, περιτριγυρισμένος από καρχαρίες με ευγενή όψη που, για κάποιον λόγο, δεν τον είχαν ακόμα καταβροχθίσει». Μέσα σε αυτό το ψυχολογικό πλαίσιο συναντά τυχαία τον παιδικό του έρωτα, τη Λέο. Η σχέση τους δείχνει να προχωρά, χωρίς όμως να ολοκληρώνεται, ίσως φταίει ένα ανείπωτο μυστικό της Λέο. Πάντως ένα απροσδόκητο γεγονός έρχεται να καταστρέψει την ελπίδα του για μια ήσυχη και τακτοποιημένη ζωή. Μια μέρα που ο ήρωάς μας βγαίνει να αγοράσει ψωμί, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει βρίσκεται μπλεγμένος, μάλλον συνεργός στην άγρια δολοφονία μιας ηλικιωμένης γυναίκας στην αριστοκρατική συνοικία η οποία αρνείται να αποκαλύψει στους δράστες τον κωδικό του τραπεζικού λογαριασμού του συζύγου της. Μετά από μια μοιραία αλυσίδα γεγονότων ο Ισμαήλ βρίσκεται στο νοσοκομείο έχοντας χάσει τη μνήμη του. Δεν θυμάται το τροχαίο ατύχημα που συνέβη, ούτε τη σύγκρουση με τα πανέμορφα μικρά γουρουνάκια και τη μαμά τους που διέσχιζαν ανέμελα την ομίχλη του δρόμου, όπου γλύτωσε μόνο ο Καπρέτ, καθώς είχε χασομερήσει στους θάμνους και δεν είχε βγει στην άσφαλτο.
Με ένα μαγικό τρόπο ο Καμπρέ συνδέει την ατυχία του Ισμαήλ με τις περιπέτειες του επιζώντος αγριογούρουνου. Οι σκέψεις του σκεπτόμενου ζώου συναντούν κάποια στιγμή αυτές που ο αφηγητής αποδίδει στον Ισμαήλ. «Το μέλλον δεν το ξέρει κανείς. Κι εγώ μετά δυσκολίας θυμάμαι το παρελθόν». Ο Ισμαήλ δεν θυμάται, τουλάχιστον όχι αμέσως, το παρελθόν και τα γεγονότα που τον οδήγησαν εκεί. «Με πονάει το μυαλό μου απ΄την πολλή σκέψη», λέει στους γιατρούς. «Μη χάσεις την ικανότητά του να σκέφτεσαι», διαβάζουμε σε ένα άλλο σημείο. Το μόνο που έρχεται αβίαστα στη μνήμη του είναι ήρωες μυθιστορημάτων και ταινιών και μια φράση που κορυφώνει την ιστορία, καθώς λύνει το αστυνομικό αίνιγμα. Είναι μια δύσκολη πρόταση που διαβάζεται και από το τέλος, από μια νεκρή γλώσσα – «λατινικούρα;», «τι διάολο γλώσσα είν’ αυτή;», τον ρωτούν. Αυτή την καρκινικού τύπου φράση «In girum imus nocte et consumimur igni» (Στριφογυρίζουμε μες στη νύχτα και μας καταβροχθίζει η φωτιά), όταν τη θυμηθεί μπορεί να του σώσει τη ζωή.
Κινούμενο ανάμεσα στο νουάρ, το ψυχολογικό θρίλερ, τη μεταφυσική και το ρεαλισμό, το «Μας καταβροχθίζει η φωτιά» είναι ένα βιβλίο περίπλοκο και σκοτεινό. Μιλά για την ταυτότητα, τη μνήμη, το τυχαίο της ύπαρξης και το αδυσώπητο της μοίρας, την ευθραυστότητα της συνείδησης. Ο αναγνώστης αναγκάζεται να επιστρέψει στην αρχή, να γυρίσει σελίδες πίσω, να ανασυνθέσει αυτό που έχει συμβεί μέσα από τις πολλαπλές οθόνες των διαλόγων, να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω από τις πάμπολλες λογοτεχνικές και πολιτιστικές αναφορές, άλλες πιο σαφείς όπως ο «Μόμπι Ντικ» κι άλλες θαμμένες όπως το λατινικό παλίνδρομο, από το οποίο προκύπτει ο τίτλος, όλα μέσα σε μια άρτια δομή. Να «διαγράψει κύκλους», όπως κάνουν τα ψυχάρια, οι νυχτοπεταλούδες που «μαγεμένες από το φως» περιστρέφονται, «σε μια ζωηρή κοντραντάντσα», γύρω από τα φανάρια που αν τα αγγίξουν η φωτιά θα τις καταβροχθίσει. «Ένα είδος αυτοθυσίας στον θεό της φλόγας». Αν γλυτώσουν, πάντα παραμονεύει δίπλα μια σαύρα. Είναι ο άνθρωπος ένα «ψυχάρι» που μες στη νύχτα περιστρέφεται γύρω από το φως που καίει, εκτεθειμένος στην τύχη, ακόμη κι αν δεν το θέλει;
Ο πολυδιαβασμένος και πολυμεταφρασμένος Ζάουμε Καμπρέ, η φήμη του οποίου εκτινάχτηκε με το «Confiteor» (2016), το οποίο έχει εδραιωθεί ως το αδιαμφισβήτητο σημείο αναφοράς της σύγχρονης καταλανικής λογοτεχνίας, και στη χώρα μας έχει φανατικούς αναγνώστες, μας προσφέρει ένα βιβλίο ανοιχτό σε ερμηνείες, αφού ανοιχτός είναι ο κόσμος της κατασκευής μιας ιστορίας («τι βάρος κι αυτό»), άρα και της λογοτεχνικής ανάγνωσης. «Τότε τι είσαι, αν όχι συγγραφέας;» ρωτούν τον ήρωα. «Είμαι αναγνώστης», απαντά.
Έχοντας μεταφράσει τρία ακόμη βιβλία του Καμπρέ, μαζί με το «Οι φωνές του ποταμού Παμάνο» (εκδ. Πάπυρος, 2008), ο Ευρυβιάδης Σοφός γνωρίζει άριστα πώς να αποδώσει το ύφος και τα αφηγηματικά μυστικά του συγγραφέα.
Ζάουμε Καμπρέ, Μας καταβροχθίζει η φωτιά, μτφρ. Ευρυβιάδης Σοφός, Πόλις, σελ. 167