της Βαρβάρας Ρούσσου
Οι μορφολογικοί πειραματισμοί, οι πολυμεσικές ποιητικές δοκιμές και η ποιητική performance δεν είναι καινοφανή και εντάσσονται σε μια ευρύτερη απόπειρα ανανέωσης της ποίησης την οποίαν αποτολμούν νεώτεροι ποιητές με πολύμορφες επιρροές από τις τέχνες, την ίδια τη λογοτεχνία και τη θεωρία (της). Νέα δεν είναι ούτε τα λογοτεχνικά παιγνιώδη βιβλία ή οι λογοτεχνικές «φάρσες» και παρωδίες που συχνά παράγουν ευρηματικά βιβλία. Οι Τοπικοί Τροπικοί όμως, το πρώτο βιβλίο του Μάριου Χατζηπροκοπίου, παραπλανούν μόνο στην αρχή, δεν παρωδούν, εκπλήσσουν αλλά δεν στοχεύουν σε αυτό (μόνον) προχωρώντας σε μια δυναμική υπονόμευση που εντέλει όμως κατορθώνει να παράξει συναισθηματική διέγερση.
Τρεις βασικές παράμετροι συλλειτουργούν στο βιβλίο: η αισθητική και μορφολογία των δημοτικών τραγουδιών, η λογοτεχνική χρήση του αρχείου (πραγματικού ή φανταστικού), και η queer οπτική μέσω της οποίας οικοδομείται το αρχείο ως queer παράδοση. Τα τρία αυτά δεδομένα ως θεωρητική και αισθητική βάση, με άξονα την κομβική έννοια του πένθους συνδυασμένη με την, διονυσιακή σχεδόν, κατάφαση στην ομοερωτική επιθυμία διατρέχουν όλο το βιβλίο. Τα δύο μότο εισάγουν το πένθος ως λαϊκή έκφραση του μοιρολογιού: το πρώτο μότο «Τα μοιρολόγια των γυναικών μας…» του Σπ. Ζαμπελίου (από το φάκελο του ενός εκ των προσώπων, του νεοελληνιστή εγγονού) και το δεύτερο ερώτημα/μότο που υπαινικτικά θέτει το ζήτημα της αποδοχής και απόρριψης έμφυλων υποκειμένων που διαφέρουν μέσω του «δικές τους» («Κι αν οι γυναίκες που μοιρολογούν(ται) δεν ήταν «δικές τους»;). Η ευρηματική «Εισαγωγή» του ετερώνυμου Νικηφόρου Ερράντε συνοψίζει τα παραπάνω διασαφηνίζοντας: «αδυνατότητα για ριζοσπαστικά υποκείμενα να καταστούν άξια πένθους».
Ο αντιθετικός τίτλος Τοπικοί Τροπικοί σηματοδοτεί μια ανοίκεια σύζευξη με χωρική τοποθέτηση: το τοπικό, το γνωστό και δοκιμασμένο, ίσως και το περιχαρακωμένα εθνικό συνάπτεται με το τροπικό δηλαδή το αλλότριο, το άγνωστο και μακρινό πέρα από την πατρίδα, το παράξενο. Εντέλει, όπως θα δούμε, το εδώ/τοπικό αναδεικνύεται σε παράξενο/queer.
Το βιβλίο ξεκινά εν είδει θεατρικού παρουσιάζοντας τα πρόσωπα και τις ιδιότητές τους, ξεκινώντας από το υπαρκτό «ιερό» τέρας της Λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη, συνεχίζοντας με τον φανταστικό γιο-αντίποδά του τυχοδιώκτη-, τον φανταστικό εγγονό καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Σάο Πάολο και κλείνει με τον «ετερώνυμο» (του ίδιου του δημιουργού πλέον) Νικηφόρο Ερράντε (άλλη μια αντίθεση του ονόματος που φέρει τη νίκη και του επιθέτου από το λατινικό errare= (περι)πλανώμαι, κάνω λάθος και τη μετοχή errans-ntis˙ ποιος νικη-φέρων κάνει λάθος και σε τι;). Στα χέρια του ερευνητή Ερράντε βρίσκεται από ένας φάκελος των προσώπων (πατέρα-υιού-εγγονού) κι εδώ υπεισέρχεται η έννοια του αρχείου και του υλικού του. Η γόνιμη σχέση αρχείου-τέχνης έρχεται στην επιφάνεια τα τελευταία χρόνια δυναμικά και ο Χατζηπροκοπίου εκμεταλλεύεται αυτό το πεδίο ιδιαίτερα γόνιμα. Έξι τεκμήρια-δημοτικά τραγούδια περιέχει αυτός ο φανταστικός φάκελος του Ν. Πολίτη συνοδευμένα από σχόλια του Ερράντε που κάνει το εγχείρημα πειστικότατη μυθοπλασία. Έντεκα ποιήματα περιέχει ο φάκελος του υιού που μπορούν να εκληφθούν ως σχόλια στα «δημοτικά» ή/και απήχηση της σχέσης πατέρα-γιού. Το αρχειακό υλικό συμπληρώνει επιλογικό σημείωμα από το φάκελο του εγγονού.
Όπως ακριβώς η queer θεωρία επαναπραγματεύεται τις έννοιες του φύλου και της σεξουαλικότητας και θέτει υπό αμφισβήτηση κοινωνικά και πολιτισμικά κανονιστικά πλαίσια, έτσι ακριβώς το βιβλίο Τοπικοί Τροπικοί λειτουργεί στην αποδομιστική προοπτική προτύπων που οριοθετούν όχι μόνον ταυτότητες φύλου και σεξουαλικότητας αλλά και ειδολογικής κατάταξης της γραφής. Απ’ τη μια τα πακτωμένα ιερά εθνικά ιδεώδη που διαρρέουν τα δημοτικά τραγούδια, ιδίως εκείνα που εξυμνούν τις πολεμικές ικανότητες ή εξαίρουν την πατριωτική ανδρεία, αποδομούνται με τρόπο καταλυτικό που θα μπορούσε να εκληφθεί ως στρέβλωση. Μέσω όμως αυτής της «στρεβλής» οπτικής ανοίγεται ένας κόσμος αποσιωπημένος αν και υπαρκτός. Αν και φαίνεται ότι έφηβοι ακόλουθοι των καπεταναίων, σε ένα κλίμα ομοκοινωνικότητας, βίωναν μια υπόρρητη( ; ) (και μάλλον αμοιβαία) έλξη προς τους ανδροπρεπείς αρχηγούς των κλέφτικων σωμάτων, αν και από τα ακριτικά άσματα οι στρατιώτες ζουν την ομοκοινωνικότητα με υφέρποντα ερωτισμό, η ασύμβατη με το εθνοετεροκανονιστικό πλαίσιο ομοερωτική επιθυμία αποσιωπάται εύλογα. Καθώς οι σιωπές είναι τόσο εύγλωττες όσο και ο Λόγος, ο Χατζηπροκοπίου, που ξέρει καλά αυτή τη φουκωική αρχή, εισβάλλει στη ρωγμή με τρόπο μοναδικό.
Το τελευταίο ποίημα (από το φάκελο του εγγονού) δυναμιτίζει με την ειρωνεία του, ακόμη μια φορά, εμφανέστατα, το εθνικό πρόταγμα με τον θριαμβικό τίτλο «Encore. Ζαμπελίου συντριβή και δέος»:
«…Διαφόρως
των Ευρωπαίων ο Έλλην
ραψωδός είναι προ πάντω
χρηστός οικογε-
νειάρχης και πιστόν
τέκνον της εκκλησίας του».
……………………..
Ο έρως ουδέν έχει μέρος
………………………….
Εις την γνησίαν και δημοτικήν μας ποίησιν»
Απ’ την άλλη η υβριδική μορφή του βιβλίου ως μείξη ειδών: έμμετρη- τα δημοτικά, στην ουσία συνθέσεις à la manière de- και ελευθερόστιχη ποίηση (π.χ. «Luna de miel», «Languelait»), τροπικότητες του δημοτικού τραγουδιού, μείξη ιδιωμάτων από περιοχές -οπότε το τοπικό αναδεικνύεται και στη συνέχεια μετατρέπεται σε τροπικό-, θέατρο, ακαδημαϊκός λόγος -η «φιλολογική» εισαγωγή, ένα ακαδημαϊκό κείμενο με όλα τα συνακόλουθά του και τα σχόλια του μεταδιδάκτορα Νικηφόρου Ερράντε-. Ακόμα οφθαλμοφανή είναι τα πραγματωμένα ποιητικώς θεωρητικά προτάγματα, π.χ. το ποίημα « ⃰Χιτζρας»:
αρσενικό βιολογικό φύλο[…] γυναικεία κοινωνική ταυτότητα[…]
ακτιβίστριες hijras […] δυτικές ΜΚΟ […]
επίσημη αναγνώριση […] τελευταίες δεκαετίες […])˙
ή ο τίτλος Languelait για τον οποίον σημειώνεται στο τέλος ότι προέρχεται από την Cixous). Τέλος, μέσα από τον Λόγο και τους τρόπους των δημοτικών με την αιφνίδια μεταστροφή στη σύγχρονη γλώσσα (βλ. «Του αγαπημένου ΙΙ») γίνεται ορατός ο εύστοχος συνδυασμός εθνικής παράδοσης στον άξονα του παρελθόντος (δημοτικό τραγούδι) με την νέα και την queer παράδοση στο άξονα του παρόντος («Της Ζωγραφούς» ανακαλεί έντονα την ταινία Στρέλλα με οριακού χαρακτήρα καταστάσεις. Οικογένεια, συγγένεια, φύλο και σεξουαλικότητα, οι στερεοτυπικά και θεσμικά ρυθμισμένες δομές και σχέσεις ανασκευάζονται. Τα «απόκρυφα» -δηλαδή τα αποσιωπημένα στο φάκελο του πατέρα Νικ. Πολίτη δημοτικά τραγούδια όπου η σεξουαλικότητα και το φύλο υπερβαίνουν το εθνοετεροκανονιστικό πλαίσιο- αποκαλύπτονται κι έτσι το μυστικό γίνεται φανερό. Tο καλά φυλαγμένο μυστικό της ντουλάπας- the closet- (εδώ: του υστερόβουλα κρυμμένου αρχείου) συνιστά μια άλλη παράδοση, ένα αρχείο του coming out. Παράγεται έτσι ένα queer αρχείο με ρετουσαρισμένη την παλιά μορφή, οπότε η αντίθεση ως αντίσταση στην παρασιώπηση της ομοερωτικής επιθυμίας ισχυροποιείται περισσότερο. Ας σημειωθεί ότι για να συντεθεί αυτό το αρχείο, ο δημιουργός ξεκινά από την συστηματική μελέτη και την άσκηση στο υφολογικό σύστημα των δημοτικών. Και μόνο αυτό το εγχείρημα φαντάζει κοπιαστικό αν και δελεαστικό και σίγουρα πρωτότυπο.
Πώς κατορθώνει αυτή η ιδιοπρόσωπη κατασκευή να οδηγήσει στην αληθινή συγκίνηση; Ο διαρκώς παρούσα έννοια του πένθους, το βίωμα της απώλειας το οποίο στερούνται τα ριζοσπαστικά, ρευστά υποκείμενα των ποιημάτων δημιουργεί μια διαρκώς υπογειωμένη συγκίνηση που κάνει αργά ή γρήγορα συμμέτοχο τον αναγνώστη. Κορύφωση αποτελεί το τελευταίο ποίημα «Των λυγερών» όπου η ευρηματική αποκάλυψη του φύλου του «αντρειωμένου» ενώ αντιμετωπίζεται ως αίσχος στο τέλος μετατρέπεται σε ιερό. Οι υψηλής συναισθηματικής αξίας στίχοι δικαιώνουν όλους όσους δεν είναι «δικοί τους»:
«άντρας αν ήσουν για κυρά, άγιος, στοιχειό, νεράιδα,
για μένα είσ’ ο Αντρειωμένος μου και συ χρωστώ τον κόσμο
στάχτη μαζί σου θα γενώ, στην άλλη γη να σε ‘βρω
…………………………………………………………….
Μες στον καπνό νεραϊδικά χορεύγουν και γελάνε
Είναι στη μέση νύφες δυο, γυναίκες αντρειωμένες
Και σέρνουν το νυφιάτικο, δίνουν φιλί στο στόμα.
Κι οι χωριανοί σέρνουν φωνή, τραγούδι της αγάπης
Κι οι Λυγερές σπέρνουν δροσιά. Κι όλους τους συγχωρνάνε.»
Όλα συντείνουν ώστε οι κανονιστικές κατηγορίες, είτε ως ειδολογικές συμβάσεις της γραφής είτε -και ιδίως- ως «κατηγορίες ταυτότητας», μετατρέπονται σε στοιχεία αναθεώρησης και αντιπαράθεσης αναδεικνύοντας τη ρευστότητα, την πολλαπλότητα και τέλος την αστάθεια της θεωρούμενης αχρονικά σε ένα αφηρημένο εθνικό πλαίσιο σταθερής ετεροσεξουαλικότητας.
Τελειώνει το βιβλίο με αυτό το εξαιρετικής συγκινησιακής δυναμικής ποίημα. Είναι εξάλλου καταφανής η άμεση σύνδεσή του με τη θεωρία (Φουκώ «…ίσως μια μέρα, μέσα σε μια άλλη διάταξη των σωμάτων και των ηδονών, δεν θα καταλαβαίνουμε πια πώς κατόρθωσαν τα τεχνάσματα της σεξουαλικότητας και της εξουσίας να μας υποτάξουν…») και το καβαφικό «κατόπι – στην τελειωτέρα κοινωνία-/κανένας άλλος καμωμένος σαν εμένα βέβαια θα φανεί κι ελεύθερα θα κάμει».
info: Μάριος Χατζηπροκοπίου, Τοπικοί Τροπικοί ,αντίποδες 2019