Ο Τσιμάρας Τζανάτος μπλέκει αριστοτεχνικά στο αφήγημά του «Δεσποινίς Δυστυχία» (εκδ.Σοκόλη) την προσωπική μνήμη με τη συλλογική, τους φόβους ενός μικρού αγοριού με τους φόβους ενός ολόκληρου πολιτισμού.
της Λουίζας Αρκουμανέα
Ελάχιστα πράγματα σημάδεψαν τόσο βαθιά τον ανθρώπινο ψυχισμό όσο η μετάβασή μας από τη φυσική σε μια πολιτισμική κατάσταση, σύμφωνα με τον σπουδαίο ανθρωπολόγο Κλοντ Λεβί-Στρος. Εγκαταλείψαμε ή δαμάσαμε τη φύση για να ζήσουμε πιο προστατευμένοι, πιο ασφαλείς, πιο υγιείς. Nικήσαμε το κρύο, το σκοτάδι, τις αρρώστιες. Θεσπίσαμε νόμους, ρυθμίσαμε τη συνύπαρξή μας σύμφωνα με κανόνες, απαγορεύσεις και πρωτόκολλα. Όσο κι αν πασχίσαμε, όμως, όσα τείχη κι αν υψώσαμε, όσες θεραπείες κι αν επινοήσαμε, το τραύμα αυτού του αποχωρισμού δεν επουλώθηκε ποτέ. Η ρήξη μας με τον φυσικό κόσμο προκάλεσε βαθιά δυσφορία στην ψυχή μας.
Η λέξη «δυσφορία» φέρνει φυσικά στον νου μας τον Φρόιντ, στο εμβληματικό έργο του οποίου υποστηρίζεται ξεκάθαρα ότι το τίμημα του «εκπολιτισμού» μας ήταν η καταπάτηση των ενστίκτων και κατ’ επέκταση η διαστρέβλωση της φύσης μας, της ζωώδους καταγωγής μας – μια διαδικασία επίπονη και πολύπλοκη που οδήγησε τον σύγχρονο άνθρωπο σε εσωτερική απορρύθμιση, διαρκή μελαγχολία, νεύρωση, ή αλλιώς δυστυχία.
Τι είναι η Δυστυχία;
«Είμαι το αποτέλεσμα, δεν είμαι η αιτία», απαντά η ίδια.
Στο αφήγημα του Τζανάτου, γλιστράμε μέσα σε έναν κόσμο ασύλληπτης ρευστότητας. Όλοι οι νόμοι αναιρούνται. Βροχή και δάκρυα, εξίσου αλμυρά, διαβρώνουν τα στεγανά της λογικής. Οι άνθρωποι πρέπει να δεθούν στο κρεβάτι τους για να μην πετάξουν σαν μπαλόνια στον ουρανό. Ο χώρος και ο χρόνος χάνουν τα σύνορά τους. Τα αντικείμενα χάνουν το σχήμα τους. Η πολυκατοικία όπου κατοικεί ο ήρωας μεταμορφώνεται σε σκελετό ενός τεράστιου πλοίου.
Θα μπορούσε να είναι ένας μονόλογος για τη συντέλεια του κόσμου, την ύστατη οικολογική καταστροφή, η οποία λαμβάνει χώρα στην πραγματική ζωή ή μέσα στο μυαλό ενός κανονικού ανθρώπου, που εργάζεται ως δημοσιογράφος στην Αθήνα του 21ου αιώνα. «Δεν ξέρεις ποια είναι εν τέλει η αλήθεια: μήπως όλα αυτά είναι μια φαντασίωση, ένα όνειρο ή μια προθανάτια διαδικασία του ήρωα» επισημαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας.
Εικόνες αστείρευτου σουρεαλισμού, φαινόμενα βιβλικού χαρακτήρα, ξεχύνονται από τις σελίδες του κειμένου με πρωτοφανή οίστρο, φαντασία και χιούμορ: ψάρια πέφτουν από τον ουρανό, η άσφαλτος της Πατησίων μετατρέπεται σε θάλασσα, ένας ξιφίας καρφώνεται σε ένα σταθμευμένο αυτοκίνητο, ο ήρωας παραπατάει και βρίσκεται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, εκεί όπου οι άνθρωποι ανυψώνονται στα σύννεφα, υγροποιούνται και πέφτουν στη γη σαν στάλες βροχής. «Ο νόμος της βαρύτητας δεν ίσχυε πια. Ίσχυε η αντι-βαρύτητα», γράφει ο Τζανάτος: έτσι, με απόλυτη φυσικότητα, μια αδύνατη συνθήκη γίνεται πιστευτή και παρασύρει τον αναγνώστη στη δίνη της, όπως συμβαίνει στο «Περί τυφλότητας» του Σαραμάγκου, όπου όλοι οι άνθρωποι μιας πόλης αρχίζουν ξαφνικά να τυφλώνονται.
Άνθρωπος και ζώο μαζί
Η μελαγχολία του ανθρώπου, ο οποίος έχει απολέσει πλέον αμετάκλητα τον ζωογόνο δεσμό του με τη φύση, κυριαρχεί στη «Δεσποινίδα Δυστυχία». Είναι η υγρασία που διαβρώνει το ταβάνι στο διαμέρισμα του ήρωα. Είναι οι λιμνούλες νερού που αφήνει πίσω της η αινιγματική ηρωίδα του έργου. Είναι τα δάκρυα που κυλούν από τα μάτια του παιδιού, είναι το άγχος του ενήλικα για το κύμα νερού που θα έρθει ξαφνικά και θα τον σκεπάσει για πάντα.
Το φαντασιακό εισβάλλει στο πραγματικό: θαλάσσια όντα αρχίζουν να μας καταδιώκουν στα πεζοδρόμια της Πανεπιστημίου διεκδικώντας το χαμένο μερίδιό τους από τη ζωή μας. Θα έλεγε κανείς πως ο ήρωας, λίγο προτού εγκαταλείψει τον κόσμο ετούτο, επιθυμεί να αντιστρέψει την αφύσικη τάξη πραγμάτων. Είναι πολύ πιο φυσικό να συζούμε με τις φώκιες, τα ψάρια και τους αχινούς παρά με διεστραμμένους εργοδότες που μετατρέπουν τη ζωή μας σε κλεμμένο ανέκδοτο. Είναι πολύ πιο φυσικό να παλεύουμε με φίδια παρά να εμπλεκόμαστε στον παραλογισμό μιας χαοτικής συνέλευσης πολυκατοικίας που καταρρέει, ανήμπορη να στηρίξει τη δυστυχία των ενοίκων της.
«Σίγουρα καταγόμαστε από τη θάλασσα», μου έλεγε πάντοτε η γιαγιά μου «δεν εξηγείται αλλιώς που είναι τόσο αλμυρά τα δάκρυα», θυμάται ο ήρωας.
Ο άνδρας αυτός αρνείται να συμφιλιωθεί με την ιδέα του αρχέγονου αποχωρισμού: επιμένει να θυμάται τις αθερίνες φόβους του, τα φίδια εφιάλτες του, επιμένει να έλκεται από αυτή τη γυναίκα που μυρίζει ψαρίλα. Μόνον εκείνος νιώθει τόση οικειότητα μαζί της, το υγρό στοιχείο είναι το μόνο που του προκαλεί ανακούφιση, στη θάλασσα επιθυμεί να βυθιστεί, να τον καταπιεί ένα κήτος όπως τον προφήτη Ιωνά, να τον ξεβράσει εκ νέου, αναβαπτισμένο στο θαλάσσιο αμνιακό υγρό της, να τον ξαναγεννήσει ως αγοράκι με λέπια που θα καταλήξει να κλαίει στο κατώφλι της μητέρας του.
Άνθρωπος και ζώο μαζί: άνθρωπος βελτιωμένος δηλαδή.
Αυτό που κάποτε χάσαμε, ο δεσμός εκείνος που διαρρήξαμε, θα υπάρχει πάντα στο ασυνείδητο. «Ό,τι περιέρχεται στη δικαιοδοσία της απώθησης επιστρέφει», μας λέει ο Λακάν, «διότι η απώθηση και η επιστροφή του απωθημένου είναι η καλή και η ανάποδη όψη του ίδιου πράγματος. Το απωθημένο είναι πάντοτε παρόν».
Κάποτε πνιγήκαμε, επειδή δεν αρέσαμε στον δημιουργό μας, σύμφωνα με το βιβλίο της Γένεσης που συνιστά, όχι τυχαία, κομβικό σημείο αναφοράς του Τζανάτου στη «Δεσποινίδα Δυστυχία». Τώρα –πόσους αιώνες μετά, άραγε; – βρέχει ασταμάτητα για μια εβδομάδα. «Σπίτια πλημμύρισαν. Άνθρωποι πνίγηκαν. Γειτονιές ολόκληρες σκεπάστηκαν από τόνους νερού. Μόνο με βάρκα τις διέσχιζες».
«Καὶ εἶπεν ὁ Θεός· ἀπαλείψω τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἐποίησα ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς, ἀπὸ ἀνθρώπου ἕως κτήνους καὶ ἀπὸ ἑρπετῶν ἕως πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι μετεμελήθην ὅτι ἐποίησα αὐτούς». (Γένεσις 6,7)
Το τραύμα είναι άχρονο και διαχρονικό. Όσο αντισηπτικό κι αν του βάλαμε, όσο κι αν το ντύσαμε με όμορφα υφάσματα, όσο κι αν προσποιούμαστε πως δεν υπάρχει πια, πως αυτό το ξύλινο πόδι με το οποίο κυκλοφορούμε καθημερινά χτυπώντας πέρα δώθε το τσιμέντο είναι φτιαγμένο από αίμα και οστά, η ανάμνηση του αλλοτινού πνιγμού μας θα αναδύεται στις πιο απρόσμενες στιγμές. Μήπως αυτό είναι τελικά η Δυστυχία;
Ο Νώε δεν μας πήρε μαζί στην κιβωτό του…
«Τίποτε απ’ όσα κατείχε το πνεύμα μας κάποτε δεν μπορεί να χαθεί» αναφέρει ένας πρόγονος του Φρόιντ, ο Φρίντριχ Σολτζ. Ο Τζανάτος μπλέκει αριστοτεχνικά την προσωπική μνήμη με τη συλλογική, τους φόβους του μικρού αγοριού με τους φόβους ενός ολόκληρου πολιτισμού. Οι σκηνές με τη γιαγιά-φιλόσοφο της παιδικής ηλικίας είναι τόσο συναρπαστικές όσο οι σκηνές βιβλικής αποκάλυψης με τις οποίες αλληλοσυμπληρώνονται. Το μυαλό ενός ανθρώπου ως μικρογραφία του σύμπαντος. Η προσωπική αγωνία ως παγκόσμια δυσαρμονία. Χάος, παράλυση, ίλιγγος, αφανισμός αλλά ταυτόχρονα στιγμές αφόρητης ποίησης και φαντασίας. Λες και το μυαλό ανθίζει, όταν αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση.
Τα μάτια και τα μαργαριτάρια
Στο έργο του Τζανάτου τα πάντα έχουν δύο όψεις. Το καρκινάκι στον λαιμό μοιάζει με πιπιλιά αλλά είναι ασθένεια. Η πιπιλιά του θανάτου, ίσως. Η πολυκατοικία που καταρρέει γίνεται την επομένη κιβωτός που επιπλέει. Όσο για την εμφάνιση της Δυστυχίας, αυτή κι αν είναι αμφίσημη: μια γυναίκα όμορφη, αμίλητη, ακαθορίστου ηλικίας. Φύκια κρέμονται από τα δόντια της. Οι νοικοκυρές μαζεύουν τα απλωμένα ρούχα, όποτε περνάει, και οι μανάδες φοράνε στα παιδιά τους αδιάβροχα. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει μια αίσθηση μεταφυσικής ανακούφισης κάθε φορά που τη συναντάμε στο αφήγημα, λες κι η Δυστυχία, παρά το δυσοίωνο όνομά της, παρά τη μυρωδιά ψαρίλας που τη συνοδεύει, φέρνει το θαύμα στο πέρασμά της – κάτι που το έχουμε ανάγκη, μια φυγή από το πραγματικό: «Φούσκωναν οι χαρτοπετσέτες στα εστιατόρια και στροβιλίζονταν στο ταβάνι. Άμμος και φύκια τύφλωναν τα μάτια των θεατών στο σινεμά. Αχηβάδες έπεφταν στα ντεκολτέ των γυναικών και στους φραπέδες στα καφενεία. Πόρτες ανοιγόκλειναν με πάταγο και οι κουρτίνες σάλευαν σαν σαλάχια. Μέχρι που έφευγε. Πάντα προς το σημείο που δεν κοιτούσε…».
Το ίδιο σημείο μπορεί να περικλείει δύο αντίθετες σημασίες. Ας θυμηθούμε το «φάρμακον» του Ντεριντά και πώς, κατά τη γνώμη του, το γραπτό κείμενο μπορεί να είναι άλλοτε ίαμα και άλλοτε δηλητήριο. Το ίδιο ίσως θα μπορούσε να πει κανείς και για τη Δυστυχία του Τζανάτου. Από τη μία του θυμίζει την επερχόμενη ανυπαρξία, από την άλλη τον επισκέπτεται, τον προειδοποιεί, σαν φύλακας άγγελος που θέλει να απαλύνει τη μοναξιά του.
«Δεν υπάρχει παρά μία και μόνη εγγενής πλάνη, η πίστη ότι υπάρχουμε για να είμαστε ευτυχείς», γράφει ο Σοπενχάουερ. «… Ιδού λοιπόν η αλήθεια: πρέπει να είμαστε δυστυχείς και είμαστε».
Ακόμη κι αν ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται τη δυστυχία ως φυσική μας κατάσταση, ταυτόχρονα θεωρεί ότι δικαιούμαστε τη χαρά.
«Δεν πιστεύουμε πως το υποκείμενο έχει όντως πεθάνει. Μάλλον αποκοιμήθηκε εξουθενωμένο από την αναζήτηση μιας πατρίδας που ποτέ δεν του δόθηκε ως πραγματικά κατοικήσιμη», γράφει ο Δήμος Μαυρουδής αναφορικά με τη μονογραφία του Ντεριντά «Πλάτωνος Φαρμακεία».
Την πατρίδα αυτή αναζητά ο ήρωας του Τσιμάρα Τζανάτου. Πλέκοντας τα φύκια σε σωσίβια, κόβοντας ρυθμικά τις προτάσεις σε λέξεις για να τις κάνει κουπιά, διασχίζει τη θαλάσσια άβυσσο. Το τέλος δεν φαντάζει τόσο τρομακτικό, αν είναι να επιστρέψουμε εκεί από όπου προήλθαμε. Μια παράξενη αίσθηση ανακούφισης μας κυκλώνει καθώς πλησιάζουμε στο κλείσιμο της λυπητερής αυτής ιστορίας. «Those are pearls that were his eyes» λέει ο Άριελ στην «Τρικυμία» του Σαίξπηρ: μέσα στο νερό, στον βυθό της θάλασσας, τα μάτια του πνιγμένου μεταμορφώνονται σε μαργαριτάρια. Αυτή είναι η δύναμη της τέχνης: να μεταμορφώνει τους νεκρούς σε φωτεινούς σηματοδότες. Να φτιάχνει μια κιβωτό για να διασχίζουμε τα κύματα, ακόμη και στη δεινότερη τρικυμία. Κι ας την ονομάζει «Δεσποινίδα Δυστυχία»…