“Χαλκομανία”(της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
587

της Βαρβάρας Ρούσσου

Τρία χρόνια έχουν περάσει από την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του Νικόλα Κουτσοδόντη με τον τίτλο Χαλκομανία. Η θεματική των σαράντα ποιημάτων της συλλογής κινείται σε τρία πεδία που αλληλοσυμπλέκονται αναπόφευκτα: τοπογραφία της πόλης -Αθήνα-, αναζήτηση του στίγματος στο χώρο και το χρόνο και πολιτική εγρήγορση. Η αναγραφή των χρονολογιών συγγραφής των ποιημάτων αφενός μας παρέχει μια εικόνα των ποιητικών βημάτων του Κουτσοδόντη˙ αφετέρου αποκαλύπτει  το χρονικό άνυσμα εντός του οποίου η φωνή εκφοράς επιχειρεί να τοποθετηθεί αναζητώντας σταθερά σημεία αναφοράς και μάλιστα σε συγκεκριμένο χωρικό πεδίο που εντοπίζεται μεταξύ Αθήνας και Άνδρου. Αυτή η τελευταία ως  τόπος καταγωγής σηματοδοτεί μια επιστροφή στον περίκλειστο ασφαλή χώρο της οικογένειας για την οποία εξάλλου έχουμε αναφορές στα ποιήματα. Πρόκειται, όπως φαίνεται και από το καθοριστικό πρώτο ποίημα του βιβλίου για μια προστατευτική μήτρα: «από φωτιά κι από νερό τον προστατεύαν» (το πρώτο ποίημα «Ως τώρα»). Επομένως, κάθε ποίημα συναρτάται άμεσα με το χρόνο παραγωγής του κι έτσι γίνεται πιο «χειροπιαστός», πιο κατανοητός ο βαθμός και οι ιστορικές ορίζουσες/συνθήκες βάσει των οποίων η ποίηση αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως πολιτική (πότε άραγε (δεν) είναι πολιτική η ποίηση; Ποια υπηρετεί, -εάν και πότε και πόσο και πώς- την άλλην˙ μια αλυσίδα ερωτημάτων που καθένα ανασύρει πολλά ακόμη). Π.χ. το ποίημα «Μετά το shoot απ’ τη δουλειά» με δείκτη Αθήνα, Μάιος 2016, «Απολυμένος» Μάιος 2016 «Το Σάντουιτς» Άνδρος Μάιος 2016 και «Η πόλη με τους κλέφτες αναπτήρων» Ιούνιος 2016. Από τα τέλη του 2013 οπότε και χρονολογείται το πρώτο ποίημα της συλλογής έως και τα τέλη του 2016, μια τριετία σχετικής κάμψης της κρίσης αλλά όχι τέτοια που να δημιουργεί αισιοδοξία για νέους πτυχιούχους και σε αυτήν ο Κουτσοδόντης απεικονίζει την προσωπική του συνθήκη, στην Αθήνα, επιχειρώντας να κατανοήσει το πώς «Γεννημένος με ιαχές φιλάθλων στην εθνική επιτυχία» μετά «Σ’ όλη την παιδικότητα άρχοντες, ρούχα και Free Willy/ και ήταν να ωριμάσουμε σαν περιττοί, σαν ψύλλοι» (στο πρώτο ποίημα της συλλογής «Ως τώρα»). Από τη στιγμή της άχαρης και οδυνηρής ενηλικίωσης σε έναν κόσμο που «είναι στη φύση του ανθρώπου η εκμετάλλευση» («Ως τώρα») και που του «υποσχέθηκαν ανάπτυξη και δείκτες/σ’ οδούς μ’ αφρικανές πουτάνες.» η πικρή συνθήκη συμπυκνώνεται στο «Κι απ’ το μπαλκόνι στο Λυκαβηττό κοιτώ/γεμάτος στα 30 μου λυκόφως.» (Μετά το shoot απ’ τη δουλειά»).

Ποιήματα-ενσταντανέ μικρές περιηγήσεις ενός νέου στην Αθήνα, με το κινητό στο χέρι, να περνάει κουνημένα από πλάνο σε πλάνο, μετά από λέξεις κυριολεκτικές που απηχούν ακατέργαστη την πραγματικότητα μεταδίδοντας την οξύτητα του βιώματος η παρατήρηση δίνει τη θέση της στο στοχασμό. «Γειτονιά/ Μαγαζιά Πακιστανών, αφρικανών,/ένας ποταμός Ινδός κυλά στο στόμα/δέντρα παρασύρει, σώματα και δαχτυλίδια αρραβώνων και μαντίλες[…]Στα κουρασμένα σώματα πώς να μαντάρω το χαμόγελο;/είμαι από άλλη γειτονιά/ούτε κι εκείνη όμως τη γνωρίζω.» (Πατήσια). «Όσα κλέβει η ματιά απ’ τα παράθυρα/είν’ άκρες κρεβατιών,/άδεια βάζα, κάδρα, κομοδίνα/[…]Στο δρόμο μια μελαμψή κοπέλα με μαντίλα/διασχίζει τις γραμμές του ήλιου/» (Αχαρνών). Εμφανής η μελαγχολική οπτική στην πόλη που έχει κινητοποιήσει το βλέμμα, την εγρήγορση των αισθήσεων στις αλλαγές που συνθέτουν το μωσαϊκό της νέας πόλης. Το πλήθος των ταυτοτήτων που συλλαμβάνει το ποιητικό βλέμμα επιτείνει τη ρευστότητα και την αίσθηση αποξένωσης. Ταυτόχρονα η σωματικότητα, τα περαστικά σώματα, τα αγγίγματα ως φευγαλέος τρόπος ακύρωσης της αποξένωσης, είναι μια άλλη πλευρά των τρυφερά μελαγχολικών ποιημάτων της Χαλκομανίας.  Η σωματική συνάφεια, η καταφυγή στο σώμα του άλλου ως έσχατη παράδοση δεν επιδέχεται μετάνοια αφού είναι ένα από τα κατεξοχήν ζητούμενα χωρίς εξιδανικεύσεις και μεταφυσικές ωραιοποιήσεις: «Καθώς στη μέση σου περνώ την αγκαλιά μου/ στους γκρίζους σου κροτάφους ρίχνω την οσμή μου[…] και έχεις τόσο λερωθεί στα χείλη/ που ούτε στιγμή θα μετανιώσω που σου χάρισα το σώμα μου.» («Φ.»).

Στη συλλογή οι ρητές αναφορές σε ποιητές, μουσικούς, σκηνοθέτες γίνεται σαν να πρόκειται για ζωντανούς συνομιλητές του παρόντος, δίνοντας την αίσθηση της διαρκώς παρούσας τέχνης ως συντρόφου στις περιηγήσεις στην πόλη και στον εαυτό: «και από ψηλά ο Κάρολος θα κοροιδεύει τον Φουριέ/-ορίστε Σαρλ, δεν έγινε η θάλασσα λεμονάδα» (Ορεξάτο ρεζουμέ). «Στο μυαλό μου ο Λειβαδίτης δίνει κατοστάρικα στο δρόμο» (Στο απλωμένο χέρι). «Ο Μπέργκμαν το θεό του ξέκαμε/και ο Παζολίνι/κάνει τις υπηρέτριες να πετούν ως την αγιοσύνη.» (Ανάποδη γραφή θρησκειολογίας).

Όπως φάνηκε και από το παραπάνω παράθεμα, ο Κουτσοδόντης δημιουργεί έμμετρους θύλακες όπου η ομοιοκαταληξία -ίσως εμπρόθετα πειραγμένη κι όχι άψογη- τονίζει την ειρωνική στάση του, επισημαίνει τη διάσταση παρελθόντος-παρόντος: «Να μάθεις τα κορδόνια σου, μου πρόσταζε η μάνα/και να φιλάς τους συγγενείς τους οικοπεδοφάγους/το πιάτο σου να μην πετάς ολόκληρο στους κάδους/να μη χαιδεύεις τα σκυλιά τα μόνα στην αλάνα» (Ο ανασφαλής).

Υπόκωφα οργισμένος και βαθιά θλιμμένος ο λόγος, αποκαλύπτει μια σταδιακή πολιτική ωρίμανση που επιβάλλει σχεδόν μια οπτική του κόσμου και της θέσης του εγώ σε αυτόν: αντίδραση, σκληρός σαρκασμός της πραγματικότητας, διαμαρτυρία με πικρία παρά με οργή, ήδη κατοχυρωμένο αίσθημα ματαίωσης, τα όπλα του λόγου για να ασκήσει την κριτική του στο σύστημα. Αυτά παράλληλα με την εσωτερική αναγκαιότητα για δράση κι όχι για παραίτηση: «Έχω φόρτο ν’ αποτρέψω ν σκιστεί η αναπνοή μου/που τη μετρούν με τεχνικές της γιόγκα/θα πιω ένα μπουκάλι με χυμό από ρόδι/και βιταμίνες πλούσιε/ για ν’ αποδώσω ένα μυαλό πειθήνιο/» («Απολυμένος»). Ο Κουτσοδόντης δείχνει συνεχώς στο παρελθόν όλα εκείνα που είχαν φανεί ακρογωνιαίοι λίθοι μιας κοινωνίας εύτακτης και μιας υποσχόμενης ζωής και τα ακυρώνει στο παρόν.

Μια ποίηση χαρακτηριστική των καιρών που υπόσχεται για το μέλλον μια καταγγελτική φωνή, όταν ισορροπήσει ανάμεσα στις αναζητήσεις τρόπων και μορφών, όταν κατασταλάξουν συναισθήματα και αντιδράσεις και το αφηγημένο βίωμα συμπυκνωθεί.

info:Νικόλας Κουτσοδόντης, Χαλκομανία, εντύποις 2017

Προηγούμενο άρθροΑποκλειστικό: Το ημερολόγιο  της Fang Fang από τη Wuhan (μτφρ: Di Cao)
Επόμενο άρθροΟι γυναίκες του Παβέζε- β΄μέρος, Νεανικοί έρωτες(του Γιάννη Η.Παππά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ