της Βαρβάρας Ρούσσου
Αν έδινα ένα μονολεκτικό χαρακτηρισμό στην τελευταία ποιητική συλλογή του Χαρίλαου Νικολαΐδη θα δανειζόμουν τον όρο «αποφλοίωση» που συνάντησα πρόσφατα, υπό τελείως διαφορετικές βέβαια προκείμενες και με άλλη στόχευση.[1] Εγγεγραμμένη σε άλλο πλαίσιο και εδραιωμένη διαφορετικά η έννοια «αποφλοίωση» είναι συμβατή όμως με την ποίηση του Νικολαΐδη, όπως την παρακολουθούμε από την πρώτη του συλλογή Αλεπού στον αυτοκινητόδρομο (2015). Οι αφοριστικού τύπου στίχοι αυτής της συλλογής γειτνίαζαν επικίνδυνα με τα σύντομα, έξυπνα διαφημιστικά αλλά επιδερμικά αποφθέγματα («Αφήστε με / ν’ ανησυχήσω με την ησυχία μου!») και συχνά τα διέσωζε η βάση τους στο φάσμα της ειρωνείας αλλά και κάθε ορατή («Γκαντεμόψαρο») ή υπόγεια χιουμοριστική διάθεση (Δεν διάβασα λογοτεχνία με αυτή τη γυναίκα. «Bill Clinton») καθώς και η σκληρά ρεαλιστική τάση («Σπουδή στο ρεαλισμό») με σαρκαστική διάθεση.
Στη δεύτερη συλλογή Άλλες γεύσεις (2018) η τριετία που μεσολάβησε ωρίμασε τη γραφή του Νικολαΐδη. Η διαλυτικά επιθετική ειρωνεία, που η κριτική ορθά επεσήμανε επανειλημμένα και για τις δυο συλλογές, ισορρόπησε αρκετά και το λεκτικό παιχνίδι μεταποιήθηκε. Βέβαια, ούτε η πρώτη συλλογή ούτε η δεύτερη εξαντλήθηκαν στα εύκολα και εύληπτα ευφυολογήματα αλλά αντίθετα τα χρησιμοποίησαν και, ιδίως στη δεύτερη, προέκυψαν δείγματα επεξεργασίας της πύκνωσης, της οικονομίας που λειτούργησαν άμεσα, ευθύβολα και αιφνιδιαστικά. Ωστόσο έμενε ακόμη δρόμος να διανυθεί ώστε να αποδειχτεί η σταθερή ποιητική βάση. Φάνηκε πάντως ότι ο Νικολαΐδης όδευε προς παγίωση των ποιητικών του τρόπων όπου η ειρωνική θεώρηση των (κοινωνικών) θεσμών, συμβάσεων και εθών κάθε είδους ακόμη και εμβληματικών ή σημαντικών μορφών θα αποτελεί χαρακτηριστικό του. Παράλληλα, είχε αρχίσει να διαφαίνεται το ίζημα της αιχμηρής επιθετικότητας, δηλαδή η πικρία της απεμπόλησης των ονείρων και της τάσης απομάκρυνσης από έναν δυσνόητο κόσμο. («Κλόουν», «Τζίνι», «Νυχτερινό Λεωφορείο»). Η ανεστραμμένη πραγματικότητα ωστόσο δεν κατέληξε αρνητικά. Η αισιοδοξία του έρωτα και η ποίηση («Γιατί όχι κύριε Eliot», «Λογοτεχνία») άφηναν την δίοδο εκείνη προς μια ποίηση περισσότερο καταφατική.
Τα δυόμισι χρόνια έως το Ανθρώπινο δικαίωμα απέδωσαν ορατούς καρπούς. Η δυναμική της ειρωνείας αλλάζει τρόπο άρθρωσης και συντίθεται περισσότερο υπαινικτικά. Παράλληλα, η παρουσία της αντίθεσης ως αίτημα προς σύζευξη αποτελεί ένα από τα διακυβεύματα της συλλογής. Τα άλλα είναι, νομίζω, γλωσσικού και μορφικού χαρακτήρα. Αφενός η γλωσσική αποκάθαρση ως απόλυτη οικονομία μέσων που θα επιχειρήσει να επαναφέρει ακέραια τη λεκτική ισχύ και την πολυδύναμη λέξη εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη νοηματική αφαίρεση. Αυτή η τάση αφαίρεσης αντανακλάται και στο γεγονός ότι πρόσωπα της ιστορίας, του μύθου, της τέχνης/λογοτεχνίας με τα οποία ο Νικολαΐδης άνοιξε έναν ιδιότυπο διάλογο αντιρρητικής τάξης με εμφανέστατη ειρωνεία στο όριο παρώδησης, κυρίως στην πρώτη και λιγότερο στη δεύτερη συλλογή του, τώρα, στο Ανθρώπινο δικαίωμα, υποχωρούν εμπρός στο ανώνυμο πλην συμπεριληπτικό «εγώ και εσύ».
Αφετέρου η συνεχής παρουσία του ολιγοσύλλαβου στίχου ως νοηματική μονάδα σε βαθμό στίχου-λέξη, ή και καταστρατηγώντας το στίχο, δημιουργεί ένα είδος ιδιαίτερης στροφικής ενότητας, ένα δίστιχο όπου ο πρώτος στίχος είναι άρθρο ή σύνδεσμος και ο επόμενος ουσιαστικό ή ρήμα. Τη στοιχειώδη αυτή μονάδα διαταράσσει το διπλό κενό, δηλωτικό αλλαγής «στροφής» που διακόπτει την αναγνωστική ροή, σχεδόν στο ξεκίνημά της, υποβάλλοντας τη σιωπή-παύση και μεταθέτοντας διαρκώς την ολοκλήρωση μιας μετέωρης προσδοκίας. Η χρήση των σημείων στίξης, ιδίως του κόμματος αλλά και της άνω τελείας, δημιουργεί πρόσθετες παύσεις της ανάγνωσης. Ωστόσο, δε διαρρηγνύεται η ενότητα του ποιήματος, αντίθετα επιβάλλεται η προσήλωση στη λέξη και η επιστροφή στην αρχή, και μάλιστα στον τίτλο που αποτελεί ενεργό μέρος του ποιήματος και συχνά λειτουργεί ειρωνικά ως προς το περιεχόμενο. Προκύπτει έτσι μια «αποφλοίωση» από οτιδήποτε είναι εκτός του πυρήνα του κύριου νοήματος.
Η ρυθμικότητα δεν είναι αφρόντιστη αλλά δεν ανήκει στα προφανή και σταθερά ζητούμενα και το συχνότερο παράγεται από τη συντομία των στίχων και τις λίγες γενικά λέξεις το ολιγοσύλλαβο των οποίων αποτρέπει οποιαδήποτε πεζολογία.
Σαφώς και ο μορφολογικός τρόπος του Νικολαΐδη δεν είναι νέος. Η κατάτμηση του στίχου και μάλιστα με τρόπο διαλυτικό αφήνοντας ακόμη και γράμματα αντί λέξεων ανάγεται στις αρχές του αιώνα και στις διαρκείς αναζητήσεις της ποίησης. Ο Νικολαΐδης δεν εισάγει ριζοσπαστικές μορφές αλλά επιχειρεί την επαναδιατύπωση μιας ποιητικής πρότασης του παρελθόντος με ήπιο τρόπο, προσαρμοσμένο, αυτό είναι το θετικό στοιχείο στη μορφολογία του, στο προσωπικό του ύφος. Σταθερή κορύφωση ή και ανατροπή στο τέλος αλλά και παιχνίδι αντιθέσεων αποτελούν επίσης γνωρίσματά του.
Ο τίτλος της συλλογής αλλά και οι τίτλοι των εικοσιτεσσάρων ποιημάτων παραπέμπουν στο μέγα ζήτημα και ακόμη αιτούμενο -ενώ θα έπρεπε να είναι ήδη πραγματικότητα- των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μια αλυσίδα μονολεκτικών (ή σχεδόν) τίτλων υποβάλλει τη συγκρότηση της ατομικότητας, την ταυτότητα και ετερότητα και τη συλλογικότητα. Σημείο εκκίνησης η ρίζα:
Ξαπλώσαμε
χώρια
Ονειρευτήκαμε
μαζί-
το
αυγό
να
επιπλέει
στη
μέση
του
Ωκεανού. («καταγωγή», το εναρκτήριο ποίημα)
Το εγώ και το εσύ, δύο οντότητες πότε δίπλα πότε απέναντι διαμορφώνουν την ταυτότητα και αντικρύζουν την ετερότητα, ενσαρκώνοντας την τάση σύζευξης των αντιθέτων: η πολλαπλότητα και η μοναδικότητα, η ατομικότητα και το σύνολο ως σύμπαν και μέσα στο σύμπαν:
Δεν υπήρξα
ποτέ
Αντώνης,
Βασίλης,
ούτε καν
Γεράσιμος.
aπό
παιδί
ήμουν
το σύμπαν
που έμενε
μόνο του
στο
διάλειμμα. («ταυτότητα», το δεύτερο ποίημα).
Εδώ αναδύεται η αντίθεση προς σύζευξη στην οποία αναφέρθηκα παραπάνω: το συνολικό και συλλογικό δικαίωμα στο ατομικό πεδίο, στην περίπτωση της μονάδας, το δικαίωμα που κατοχυρώνει την ανθρώπινη παρουσία της μονάδας εντός του συνόλου. Το δικαίωμα και η υποχρέωση, το άτομο και το σύνολο, η μονάδα/σύμπαν και το όλον/σύμπαν, το εγώ και το εσύ. Ο διάλογός τους άλλοτε ερωτικός (οπότε και αναδύεται η αισιοδοξία του μαζί) άλλοτε όχι επιχειρεί τη συνάντηση, τη σύζευξη ως ελπίδα:
Δεκατέσσερις
φορές
μετρήθηκα
και
ήμουν
ακόμα
εσύ˙
και
ήσουν
ακόμα
εγώ.
Είμαστε
Μια καλή αρχή. («αλληλεγγύη» – το ποίημα που κλείνει τη συλλογή ελπιδοφόρα).
Ίσως θεωρηθεί ότι στο Ανθρώπινο δικαίωμα τα ποιήματα καταγγέλλουν καταφανώς, δείχνουν αίτιους/α, επιρρίπτουν ευθύνες ή απορρέουν από συγκεκριμένες καταστάσεις και περιστατικά. Καθόλου δε συμβαίνει κάτι τέτοιο που αφενός θα όριζε μι διαφορετικής βάσης ποίηση επικεντρωμένη στο κοινό κοινωνικό βίωμα αφετέρου θα τη στερούσε ενδεχομένως από την πύκνωσή της και την αφαιρετικότητα (ό,τι χαρακτήρισα ως «αποφλοίωση»). Αντίθετα, ενδιαφέρουσες μεταφορές υποβάλλουν το δικαίωμα σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο και συχνά μόνο ο τίτλος προσανατολίζει την ερμηνεία:
Κρεμάω
το
κουβάρι
για
στολίδι
στην εξώπορτα.
Βγαίνω˙
αρχίζω
να
ξετυλίγομαι. («ελευθερία έκφρασης»).
Ποίηση λοιπόν σε κοινωνική βάση χωρίς να γίνεται κραυγαλέα, χωρίς να χάνει τον ατομικό της χαρακτήρα ώστε να γίνεται κρυπτικά αυτοαναφορική, που μπορεί να δημιουργεί ομιλητικές παύσεις/σιωπές, με μορφολογικές επιλογές που υποστηρίζουν αρμοστά τόσο το λόγο όσο και τη σιωπή, αυτά συνθέτουν το Ανθρώπινο δικαίωμα.
[1] Πρόκειται για όρο που μαζί με το ακόνισμα, ονομάζει μια σύγχρονη, νέα μεθοδολογική πρόταση προσέγγισης στην ποίηση του Καρυωτάκη και οφείλεται στο Δημήτρη Αγγελάτο που την αναλύει και την εφαρμόζει διεξοδικά στο βιβλίο του Η αποφλοίωση και το ακόνισμα Gutenberg 2020
Χαρίλαος Νικολαΐδης, Ανθρώπινο δικαίωμα, Πόλις 2021
Βρες το εδώ