γράφει η Σίτσα Κοτσιφάκη (*)
Μα υπάρχει άδειος τόπος; Όλοι οι τόποι είναι γεμάτοι από ανθρώπους, πλάσματα της φύσης, ιστορίες, εικόνες. Ακόμα και οι ακατοίκητοι σήμερα τόποι είναι γεμάτοι από την ενέργεια των πλασμάτων που κάποτε έζησαν εκεί. Το επίθετο άδειος ερμηνεύεται διττά. Κενός τόπος και τόπος αδεής, από το στερητικό μόριο α και το ουσιαστικό δέος που σημαίνει φόβος. Αδεής, αυτός που δε φοβάται. Σαν τους αρχαίους Αθηναίους κατήγορους που τους παρεχόταν «άδεια» από το νόμο, δηλαδή πλήρης ελευθερία να πουν όλη την αλήθεια στο δικαστήριο χωρίς να φοβούνται. Μέσα βέβαια στη θαυμαστή διαχρονία της η γλώσσα μας έδωσε στη λέξη άδειος και την έννοια του αθεόφοβου, του υβριστή, του ανθρώπου ή του τόπου, στην προκειμένη περίπτωση, που ξεπερνά το μέτρο, τα σοφά όρια της κοινωνικής συνύπαρξης, που παραβιάζει κάθε νόμο, που δεν έχει ενσυναίσθηση, συμπόνια, αγάπη για τα άλλα πλάσματα και η ψυχή ερημώνει.
Και η ύβρις φέρνει πάντα την κάθαρση γιατί η ισορροπία πρέπει να αποκατασταθεί. Και μη φανταστείτε ότι ο συγγραφέας καταφεύγει στον διδακτισμό ή μας κουνάει το δάκτυλο για να μας συνετίσει. Το αντίθετο, αδιαφορεί για όποια «πολιτική ορθότητα». Προσπαθεί να μιλήσει με κάθε ειλικρίνεια για την ανθρώπινη συνθήκη. Αφήνει μακριά του την κοινωνιολογική ανάλυση και δεν επιτρέπει στην ατομική εξήγηση να υπερκεράσει το κοινωνικό αίσθημα, ούτε όμως και το αντίθετο.
Υπάρχει λοιπόν ένας αφηγητής – ερευνητής που προσπαθεί να τακτοποιήσει τα κομμάτια ενός προαναγγελθέντος φονικού, από εκείνα που μας υποχρεώνουν να τινάξουμε από πάνω μας κάθε υποψία συνεργείας και να καθησυχάσουμε τις πιθανές ευθύνες μας με τη φράση: «μα ναι, του φαινόταν, γεννημένος φονιάς, τι να πεις». Ο συγγραφέας βέβαια δεν καθοδηγεί συναισθηματικά τους αναγνώστες του, ο ήρωάς του δεν είναι ούτε θύμα, ούτε και ο απόλυτος θύτης.
Η ιστορία μας ξεκινάει με την αποφυλάκιση ενός ανώνυμου νέου άντρα από τις φυλακές Αλικαρνασσού μετά από ποινή δύο χρόνων. Είναι αλβανικής καταγωγής και σημαδεμένος με τατουάζ, δύο συνθήκες εξαιρετικές για να αναφωνήσουμε: χαμένο κορμί, φονιάς και άλλα παρόμοια. Προσπαθεί να ξαναστήσει τη ζωή του σε αυτόν τον άδειο τόπο. Είναι ο μόνος τόπος που γνωρίζει, τον γύριζε από παιδί με τον πατέρα του, που πλέον τον έχει χάσει, κουβαλώντας μέσα του το φευγιό της μάνας, ανοιχτή πληγή που δεν μπόρεσε ποτέ να την αντιμετωπίσει, (στα δύσκολα της τωρινής του ζωής την ξαναβλέπει που φεύγει και την καλεί σπαρακτικά να γυρίσει). Ο άνθρωπός μας αναζητά τις ρίζες του, τα παιδικά του χρόνια, τα στηρίγματά του. Δε θα τα βρει, θα συναντηθεί με τέρατα και εξαθλιωτικές συνθήκες ζωής και θα εκπέσει σε πορεία προδιαγεγραμμένη.
Ο συγγραφέας επιλέγει να διηγηθεί τη ιστορία του μέσω πολλών αφηγητών και μάλιστα τη χωρίζει σε περιστατικά, συμβάντα μικρά σχολιάζοντας το καθένα από διαφορετικές οπτικές γωνίες έτσι που η ιστορία στήνεται σιγά-σιγά για να μας φέρει αντιμέτωπους με τον καλά κρυμμένο μικροαστισμό μας, την καχυποψία μας απέναντι στους «ξένους» που συνήθως καταλήγει στη διαπίστωση των εγκληματικών γονιδίων, του αίματος που φταίει ή της εκ των προτέρων κακής φύσης κάποιων ανθρώπων. Την ίδια στιγμή δημιουργεί ρωγμές, ανατρέπει με μαεστρία τις βεβαιότητες που μας έχει φτιάξει. Και όταν μας έχει καθησυχάσει για την ποθητή κανονικότητα του ήρωά του, εκεί μας περιμένει η τρομερή ανατροπή που θα τον οδηγήσει και πάλι στη φυλακή.
Η γλώσσα που μιλούν τα πρόσωπα του έργου είναι απόλυτα αληθινή, αντικατοπτρίζει πειστικά τους χαρακτήρες, η προφορικότητά της είναι εμφανής χωρίς το φολκλόρ της ντόπιας διαλέκτου, είναι σκληρή, «στακάτη» και προπάντων ασθματική στην προσπάθειά της να αποτυπώσει με ακρίβεια τον απίστευτα σκληρό ανδρικό κόσμο που υφαίνει σιωπηλά τη δυστυχία των ήδη δύστυχων ανθρώπων.
Ο συγγραφέας διαθέτει έναν πολύ προσωπικό τρόπο αφήγησης. Ο αναγνώστης ξεχωρίζει απόλυτα τον αφηγητή και την αφήγηση, τους χαρακτήρες, τις συγκρούσεις και τις συμφωνίες τους. Ο ήρωας δεν είναι για μας θύμα αλλά ούτε και σιχαμένο υποκείμενο αφού έχουν αναδειχτεί οι συνθήκες, οι επιφανειακές κοινωνικές σχέσεις, η τρομακτική αποξένωση που καθημερινά βιώνουμε όλοι μας, η ερημιά ης ψυχής. Και ενώ ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής – δημοσιογράφος – ερευνητής ξεκινά με τη φιλοδοξία να αποκαλύψει ψυχρά και αποστασιοποιημένα τη φρικτή ιστορία, θα καταλάβει ότι όλα έχουν ειπωθεί.
Γιατί λοιπόν πρέπει να τα ξαναπούμε; Μα γιατί η καλή και γνήσια Τέχνη, με όποια μορφή, είναι εδώ για να μας θυμίζει την ανθρώπινη περιπέτεια, τη ρευστότητα των πραγμάτων γύρω μας, πόσο δύσκολο είναι για όλους μας να ακούσουμε τους φόβους μας και τις αμφιβολίες μας, να συμφιλιωθούμε με την τραγικότητα του θανάτου, γιατί όλοι μας, παρόλες τις βεβαιότητές μας, ένα κομμάτι του εαυτού μας ψάχνει για απαντήσεις που οι κοινωνικές μας ταυτότητες δεν του παρέχουν.
Δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ σε αυτό που με παραξένεψε όταν πρωτοδιάβασα το βιβλίο. Πλάι στις ανθρώπινες φωνές του αφηγητή, του πρωταγωνιστή και των δευτεραγωνιστών ακούγεται σε οκτώ σημεία του βιβλίου η φωνή της γης. Είναι και αυτή μια φωνή αριστοτεχνικά επεξεργασμένη, σε παραξενεύει στην αρχή αυτή η επιλογή του συγγραφέα να βάζει τον τόπο να μιλάει, ώσπου καταλαβαίνεις ότι, ίσως, η γη, μέσα από αυτές τις εξαιρετικά ευκρινείς, λυρικές εξομολογήσεις της, έρχεται να απαντήσει σε αυτήν την διάχυτη και τρομακτική βία των ανθρώπων άλλοτε αδιαφορώντας, άλλοτε πολλαπλασιάζοντας και άλλοτε επιβεβαιώνοντας τη δική μας αίσθηση.
Κι όταν όλα τελειώνουν, όταν η κάθαρση έχει πια συντελεστεί η φωνή της γης λέει στη σελ. 158 «Το κρύο ανέβηκε το βουνό και πέρασε το βουνό, σαν μια σταγόνα που καβαλάει την καμπύλη ενός φύλλου, πλαγιά την πλαγιά, ύψωμα το ύψωμα, κορυφή την κορυφή, το κρύο ήρθε πέρα από τη θάλασσα και μέσα από τη θάλασσα, παγωμένο χνότο πάν σε τζάμι, η γη εδώ φτιάχνει πάνω του σχέδια, δαχτυλιές, φιγούρες, ξεχνιέται στο λευκό άδειασμά της, κλείνει τα μάτια, κάνει ότι αποκοιμιέται»
(*) Η Σίτσα Κοτσιφάκη είναι φιλόλογος και πρόεδρος του συνδέσμου φιλολόγων Χανίων