του Χάρη Οταμπάση
Η πρώτη συλλογή του Ευά Παπαδάκης μερακλίνα / κουκιμπιμπέρισσα / ομπλαντί, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Στιγμός (εκδοτική σειρά «αλλότρια»), επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο την ολοένα και δυναμικότερη παρουσία της queer ποίησης στην Ελλάδα. Περίεργο, προκλητικό, έξω από κάθε νομιμοποιητικό πεδίο, ενάντια σε καθετί που είναι απλό και ευχάριστο, καθησυχαστικό και καθημερινό, το queer ορίζεται από τον Ευά Παπαδάκης ως στάση ζωής.[1] Στα πάνω από ογδόντα ποιήματα της συλλογής, κάθε έμφυλη βεβαιότητα δοκιμάζεται με τρόπο ακραία υπονομευτικό σε όλα τα επίπεδα εκφοράς της:
/// άψωλοι άνθρωποι ///
οι άνδρες φοβούνται |
τις γυναίκες επειδή |
φοβούνται μη γίνουν
γυναίκες| aψωλοι
άνθρωποι |
Το παραπάνω ποίημα από τη συλλογή του Ε. Παπαδάκης αποτυπώνει καθαρά τον τρόπο σκέψης και αντίληψης του ποιητή. Ο δημιουργός επενδύει σε μια αμοιβαία και συστατική σχέση ανάμεσα στην ετεροκανονικότητα και την κυρίαρχη κουλτούρα με το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Επιχειρώντας συνεχείς διασπάσεις και επαναδιασπάσεις της στιχουργικής ενότητας, καθώς και λεκτικά παιχνίδια με λέξεις που μετατρέπονται σε φράσεις, φράσεις που καταλήγουν σε παραλλαγές και επαναλήψεις μίας και μοναδικής λέξης – όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει με το ρήμα αγαπάω στο ποίημα «Αχινός», που καταλήγει να αντηχεί και να σημαίνει γαμάω: «αγαπώ που αγαπάς| / που σε αγαπάω| / κι αγαπάς που/ σε αγαπώ αγαπώντας σε |/ αγαπιόμαστε αγαπημένα| / κι ως αγαπημένες| / αγαπιέται η πλάση/ όλοι|», ο Ε. Παπαδάκης υπονομεύει κάθε έννοια του κανονιστικού λόγου, των κανονιστικών πρακτικών και των εξουσιαστικών ταυτοτήτων:
///λειψανδρία///
βαρέθηκα να είμαι παλικάρι |
να τρομοκρατούνται ενώπιον
του ομαλού | που σαν ανωμαλία
μέγα μου φαντάζει |
Με λίγα λόγια, ο ποιητής προβάλλει τον διαχωρισμό μεταξύ αποδεκτού και μη αποδεκτού, ορίζοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο σχηματίζονται οι πολιτισμικές μας ταυτότητες, ενώ με την ποίησή του έρχεται να μας υποδείξει κάτω από ποιες συνθήκες και λόγους γίνεται αυτός ο διαχωρισμός. Όσον αφορά την οργάνωση της συλλογής, η θεατρικότητα-επιτελεστικότητα γίνεται το κατεξοχήν δομικό στοιχείο κάθε ποιήματος. Η τεχνική αυτή επιτυγχάνεται με την εισαγωγή των προσώπων: I. μερακλίνα, από στίχους του τραγουδιού του Νίκου Ξυλούρη «Ω μερακλίνα κοπελιά» (1975), II. κουκιμπιμπέρισσα, από το έργο του Γιώργου Χειμωνά Πεισίστρατος (1960), και III. ομπλαντί, από το τραγούδι των Beatles «Ob-La-Di, Ob-La-Da» (1968). Με τον τρόπο αυτό ο ποιητής καταφέρνει να συνομιλήσει με την παράδοση του γενέθλιου τόπου του (Κρήτη), να τιμήσει έναν από τους μεγαλύτερους πεζογράφους της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Χειμωνάς), αλλά και να αναπτύξει διάλογο με την αγγλική και δυτική κουλτούρα, την κρίσιμη, μάλιστα, για το παγκόσμιο σεξουαλικό κίνημα δεκαετία του 1960. Αν και τα τρία αυτά πρόσωπα δεν μετέχουν δυναμικά στην αφήγηση κάθε κειμένου, ο ποιητής καταφέρνει να θολώσει τα όρια μεταξύ αυτοβιογραφίας και ετερογραφίας, εξοπλίζοντας το αφηγούμενο υποκείμενο με αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλάζοντας, όμως, συνεχώς ρόλους και θέσεις.
Όσον αφορά το γενεαλογικό πρόσημο, ο Ε. Παπαδάκης φαίνεται να συνεχίζει μια πορεία σκέψης τα θεμέλια της οποίας διαμορφώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990. Τότε ήταν που οι queer ποιητές ανέπτυξαν μια νέα οικονομία στη γραφή τους, ενώ τέθηκαν οι βάσεις προκειμένου να υιοθετήσουν μια μεγαλύτερη ποικιλία θεμάτων και συναισθημάτων. Συγγραφείς όπως ο Αλέξης Μπίστικας (1964-1995), ο George Le Nonce (1967), ο Βασίλης Αμανατίδης (1970), αλλά και ο Βασίλης Νούλας (1975) απέχουν κατά πολύ από την καταπίεση και την εσωτερικευμένη ομοφοβία της δεκαετίας του 1950, ενώ τα beat στοιχεία στην ποίηση των δεκαετιών 1960/70 κρίθηκαν ανεπαρκή από τη νέα αυτή γενιά δημιουργών, η οποία αναζήτησε νέους τρόπους έκφρασης του (ομο)σεξουαλικού εαυτού. Πιο ισορροπημένοι και στοχαστικοί, οι queer ποιητές από τη δεκαετία του 1990 μέχρι και σήμερα καταπιάνονται με θέματα όπως η ελληνικότητα, οι εναλλακτικές μορφές της οικογένειας, η συντροφικότητα, αλλά και η κοινωνική και πολιτική ορατότητα μέσα από διαδικασίες περισσότερο από ποτέ εσωτερικές και υποκειμενικές. Πρόκειται, εξάλλου, για μια συγγραφική προσπάθεια η οποία απορρέει από την κρίση του AIDS, μετατρέποντας το σώμα στην queer ποίηση σε πεδίο θρήνου και πένθους, την ραγδαία αύξηση της τεχνολογίας, της γρήγορης πληροφορίας και της άμεσης επικοινωνίας, διαμορφώνοντας έτσι μια νέα συνθήκη απομόνωσης, καθώς και της οικονομικής κρίσης που έφερε στο προσκήνιο πολιτικές και κοινωνικές παθογένειες, υπενθυμίζοντας με τον τρόπο αυτό στους queer ποιητές ότι το φύλο και η σεξουαλικότητα γίνονται αντιληπτά μέσα από τη συστατική σχέση πολιτισμού και πολιτικής.
Ωστόσο, και παρά την όποια ποιητική παραγωγή queer λόγου στη χώρα μας, η μελέτη του φύλου στις νεοελληνικές σπουδές φαίνεται συχνά να περιορίζεται στη μελέτη του γυναικείου, ενώ σπάνια γίνεται λόγος για την ανδρική και τη γυναικεία σεξουαλικότητα και επιθυμία, πόσο μάλλον για την gay – queer, ή ακόμα και την trans. Εξαιρώντας τις συστηματικές προσπάθειες ανάδειξης των gay/lesbian θεωριών στη νεοελληνική κριτική μέσα από τις μελέτες των Σοφία Ιακωβίδου και Βαρβάρα Ρούσσου,[2] τη συνεισφορά του Δημήτρη Παπανικολάου στο πεδίο του queer τα τελευταία χρόνια,[3] αλλά και τα κείμενα νεότερων μελετητών όπως του Παναγιώτη Ελ Γκεντί,[4] δεν διακρίνουμε κάποια άλλη προσπάθεια προβολής και ανάλυσης των νέων έμφυλων θεωριών και των ΛΟΑΤΙΚ+ σπουδών στο χώρο της νεοελληνικής κριτικής, αλλά ούτε και επιθυμία για επικοινωνία με άλλες επιστήμες και γνωστικά πεδία αντίστοιχου ενδιαφέροντος εκτός του φιλολογικού. Μάλιστα, αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι πολλοί μελετητές άλλων κλάδων καταφεύγουν σε λογοτεχνικά τεκμήρια προκειμένου να δυναμώσουν τον λόγο τους, ανάμεσά τους ο Γιώργος Σαμπατακάκης, ο Κώστας Γιαννακόπουλος κ.α.,[5] ή, ακόμη, ο Κωνσταντίνος Κυριακός που συνέταξε τον πρώτο queer λογοτεχνικό και ιστορικό κανόνα,[6] αντιλαμβανόμαστε το προβάδισμα που έχασε η νεοελληνική φιλολογία έναντι των άλλων ανθρωπιστικών – κοινωνικών επιστημών. Με λίγα λόγια, στη νεοελληνική φιλολογία απουσιάζει ένας κριτικός και θεωρητικός λόγος που θα αγκαλιάζει και να αναδεικνύει σύγχρονα κείμενα στα οποία οι έννοιες του φύλου και της σεξουαλικότητας αποδομούνται κάτω από το βάρος των ίδιων τους των (ετεροκανονιστικών) απαιτήσεων.
Επομένως, η ανάγνωση και η κριτική επεξεργασία κειμένων σαν του Ε. Παπαδάκης συνιστά μια ερευνητική και αναγνωστική πρό(σ)κληση, καθώς ο μελετητής καλείται να επεξεργαστεί οριακές καταστάσεις, όπως η φυλομετάβαση (gender transitioning), αλλά και να διακρίνει ένα νέο τρόπο απόδοσης του έμφυλου εαυτού:
///υστερόγραφο δύο///
για αυτούς ετοίμαζα τη ζωή μου |
για τους γιατρούς | για τα οιστρογόνα|
για τα ενέσιμα | τα αναπνεύσιμα|
τα χειροπιαστά |
***
///καθρεφτάκι///
το πρόσωπο στον καθρέφτη το ξέρω |
αλλά δεν ξέρω το όνομα του |
ένα όνομα που δεν είναι θηλυκό |
δεν μπορεί να είναι το όνομα του |
Το ζήτημα της διεμφυλικότητας (transgenderness) δεν αποτελεί απλώς μια λεπτομέρεια στα ποιήματα της συλλογής, αλλά κεντρικό πυρήνα. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν τα ποιήματα «///τρανς///» και «///trας///», στα οποία επιχειρείται μια σύγχυση εννοιών και όρων. Βέβαια, η σχετική γνώση προϋπήρχε στην νεοελληνική ποίηση, κυρίως μέσα από τα πολιτικά και καταγγελτικά κείμενα της συλλογής Σαλτάρισμα (Οδός Πανός 1985) της Πάολα Ρεβενιώτη, στα οποία εικονογραφείται ο πεζοδρομιακός έρωτας και η ανάγκη επιβίωσης των τρανς ατόμων στην Αθήνα της δεκαετίας του 1980, από τα κείμενα των Ανδρέα Αγγελάκη και Γιώργου Χρονά, στα οποία αποτυπώνονται έστω και φασματικά οι ζωές παρενδυτικών ανδρών, καθώς και του ποιήματος «Καρδιά» της συλλογής Άγιος γυμνός (Γαβριηλίδης 2008) του Αντώνη Ρουσοχατζάκη, στο οποίο σκιαγραφείται συνοπτικά η πορεία ζωής ενός τρανς. Ωστόσο, στο έργο του Ε. Παπαδάκης αποδίδεται συστηματικά τόσο η κλινική εικόνα – «οιστρογόνα, ενέσιμα, αναπνεύσιμα», όσο και η ψυχική – συναισθηματική απόδοση της διαδικασίας της φυλομετάβασης.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πως μέριμνα του ποιητή αποτελεί η κατάκτηση της ανοικείωσης με τον εαυτό και το σώμα, διαμορφώνοντας ένα υποκείμενο που κινείται, χειρονομεί εκφράζεται και επιζεί μέσα σε κενά καθυπόταξης και απαντοχής. Ο Ε. Παπαδάκης επιστρατεύει κάθε μέσο στην προσπάθειά του να ορίσει το τραύμα (του). Ζητούμενο, όμως, είναι η μετατόπιση από τον τραυματισμένο ναρκισσισμό προς την αφήγηση και την παραγωγή μιας γνώσης η οποία αντιστοιχεί στον καθένα από εμάς, υπενθυμίζοντας ότι ο τραυματισμός του σώματος και η κατάσταση επισφάλειας δεν είναι καταστάσεις που βιώνουν μόνο τα τρανς άτομα.[7] Το στοίχημα αυτό κερδίζει ο Ε. Παπαδάκης, διαμορφώνοντας ένα έργο ανοικτό σε πολλαπλές αναγνώσεις και ερμηνείες:
///θρύψαλα///
ας μιλήσουμε για τη ζωή
που θέλουμε να ζήσουμε |
όχι τη ζωή που ζούμε
[1] Για έναν σύντομο ορισμό του queer (κουήρ/κουίρ), βλ. Χλόη Κολύρη, Το φύλο σαν δόλωμα, Πατάκης, Αθήνα 2017, σ. 61: «Ακριβώς από τη συνάντηση της Τέχνης με τις σπουδές φύλου, δημιουργείται και το ιδιαίτερο πεδίο του queer: περίεργο, ανάποδο, προκλητικό, έξω από κάθε νορμοποιητικό ή νομιμοποιητικό πεδίο, κόντρα σε καθετί που είναι απλό, ευχάριστο, καθησυχαστικό και καθημερινό. Είναι στάση ζωής που γίνεται ρεύμα στην τέχνη […] Δεν έχει ακριβώς ένα δικό του περιεχόμενο, ούτε καν μια πλατφόρμα, είναι μια θεσιακότητα, καταλαμβάνει θέσεις και μετά τις δημιουργεί. Δεν μπαίνει σε κατηγοριοποιήσεις, αφού ακριβώς γεννήθηκε για να πολεμήσει κατηγορίες και ταμπέλες». Βασικό προαπαιτούμενο για τον αναγνώστη και μελετητή είναι το γεγονός ότι το queer, μετά και την κρίση του AIDS κατά τη δεκαετία του 1980, «εγκολπώθηκε στο δημόσιο λόγο εξυπηρετώντας την επιταγή για εξημέρωση της ομοφοβικής απειλής», όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει η Άννα Αποστολίδου στη μελέτη της «Queer: Στα ίχνη της πολιτισμικής διαδρομής ενός αλλόκοτου όρου» (2011: 150), ασκώντας μεγάλη δυναμική στους gay και παράλληλα σε περιθωριακές ομάδες των μεγάλων πόλεων, σε ανένταχτους διεμφυλικούς, drag, αντιρρησίες, τρανσέξουαλ, μετενδυματικούς, νοσούντες του HIV.
[2] Για περισσότερα, βλ. Σοφία Ιακωβίδου, Inter – esse: Θέματα και ερμηνευτικές προσεγγίσεις στη νεοελληνική λογοτεχνία, Gutenberg, Αθήνα 2020, όπου συγκεντρώνονται και παρουσιάζονται δημοσιευμένα άρθρα, μελέτες και ομιλίες της ίδιας από το 2002 μέχρι και το 2019. Στο εναρκτήριο μέρος – «Φύλο και ιδεολογία» – του βιβλίου αναδεικνύεται ο ρόλος της έμφυλης ταυτότητας, μέσα από την κριτική επεξεργασία κειμένων του Κωνσταντίνου Καβάφη με του Walt Whitman, του Καβάφη με του Γιώργου Ιωάννου, καθώς και του Ιωάννου με του Jean Genet. Επίσης, βλ. Βαρβάρα Ρούσσου, «Διαρκώς κατατρεγμένοι…- εμείς για το κορμί»: η έκφραση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας στη νεώτερη ελληνική ποίηση», Πρακτικά 5ης Συνάντησης Εργασίας Μεταπτυχιακών Φοιτητών του Τμήματος Φιλολογίας Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 29-31 Μαΐου 2009, σ. 530-537, καθώς και «Η ταυτότητα της λεσβίας: από την Ερωμένη της στην Κατίνα Μελά μέσω της Θαλασσίας Ύλης και της Olga Broumas», στο Ταυτότητες στον ελληνικό κόσμο (από το 1204 έως σήμερα), Δ’ Ευρωπαϊκό Συνέδριο Νεοελληνικών Σπουδών, Γρανάδα, 9-12 Σεπτεμβρίου 2010, Πρακτικά, Κωνσταντίνος Α. Δημάδης (επιμ.), Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών, Αθήνα 2011 σ. 381-395.
[3] Βλ. αναλυτικά, Δημήτρης Παπανικολάου, Σαν κ’ εμένα καμωμένοι: Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας, Πατάκης, Αθήνα 2014, καθώς και Κάτι τρέχει με την οικογένεια, Πατάκης, Αθήνα 2018.
[4] Βλ. αναλυτικά, «Η κριτική της σεξουαλικότητας και η σεξουαλικότητα της κριτικής: η περίπτωση του σκανδάλου της Ανεμώνης», Πρακτικά 8ου Συνεδρίου Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψηφίων Διδακτόρων του τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τ. Α΄: Βυζαντινή Φιλολογία, Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα, 2017, σ. 57-67, «Queer lament: η προβληματοποίηση ενός ζητήματος», The Books’ Journal, τχ. 102, Οκτώβριος 2019, σ. 82-84, καθώς και «Αρχειακή ομοπορνογραφία», στο Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα, Βασιλειάδη Δήμητρα, Γλαύκη Γκότση (επιμ.), Θεμέλιο, Αθήνα 2020, σ. 280-298.
[5] Βλ. ενδεικτικά, Γιώργος Σαμπατακάκης, «Αναχρονισμός του πένθους (μας), στο Queer πολιτική/Δημόσια μνήμη – 30 κείμενα για τον Ζακ, Αθηνά Αθανασίου, Δημήτρης Παπανικολάου, Γρηγόρης Γκουγκούσης (επιμ.), Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ – Παράρτημα Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ – Παράρτημα Ελλάδας, Αθήνα 2020, σ. 31-42, καθώς και Κώστας Γιαννακόπουλος, «Ζωή χωρίς μαρτυρία: AIDS, μνήμη και συγγένεια», στο Κώστας Κανάκης (επιμ.), Γλώσσα και σεξουαλικότητα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2011, σ. 161-179.
[6] Βλ. αναλυτικά, Κωνσταντίνος Κυριακός, Μια queer νεοελληνική ιστορία – Τα τεκμήρια (1900-2020), Αιγόκερως, Αθήνα 2020.
[7] Βλ. αναλυτικά, Jacqueline Rose, Ποιος νομίζεις πως είσαι; Αφηγήματα τρανς, μτφ. Χλόη Κολύρη, Επέκεινα, Τρίκαλα 2016. Στον πρόλογό της η Χλόη Κολύρη υπογραμμίζει ότι: «Τα τρανς άτομα προσπαθούν να βρουν, μέσα από το σώμα, τη θέση τους στον κόσμο και τους άλλους. Τα διλλήματα που αντιμετωπίζουν δεν διαφέρουν και τόσο ριζικά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε όλοι».
Ευά Παπαδάκης, μερακλίνα / κουκιμπιμπέρισσα / ομπλαντί, στιγμός
Βρες το εδώ