Ψυχοπαίδης- Πατρίκιος, εικαστική συνομιλία (της Ελένης Αντωνιάδου)

0
255

 

της Ελένης Αντωνιάδου

Νομίζω πως πρέπει πρώτα να εξηγηθώ. Ιστορικός της τέχνης δεν είμαι, φιλόλογος είμαι και αν νομιμοποιούμαι, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να μιλήσω για το νέο βιβλίο του Γιάννη Ψυχοπαίδη με τον τίτλο έρως πόλεμος, αλλά και για την ομότιτλη έκθεση των εικόνων που περιέχει το βιβλίο στο Σπίτι της Κύπρου, είναι απλώς γιατί και τα δύο, έχουν ως αφετηρία την ποίηση. Έχουν να κάνουν και με τα δικά μου χωράφια δηλαδή. Και ιδιαίτερα μάλιστα  με την ποίηση του Τίτου Πατρίκιου. με την οποία έχω το προνόμιο να ασχολούμαι συστηματικά πάνω από τριάντα χρόνια.

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, τον τίτλο τον ανέφερα ήδη, έρως πόλεμος, και περιέχει: 24 εικόνες του Γιάννη Ψυχοπαίδη πάνω στην ποίηση του Τίτου Πατρίκιου, ποιήματα από τη συλλογή του Πατρίκιου, Λυσιμελής πόθος, καθώς και 34 ακόμα πορτρέτα του Ψυχοπαίδη, με πρόσωπα της ποίησης.

Τον Τίτο Πατρίκιο, όπως έλεγε χαριτολογώντας ο φίλος μου Γιώργος Γεωργής, Μορφωτικός Σύμβουλος, τότε,  στο Σπίτι της Κύπρου, όπου εργάστηκα για είκοσι χρόνια,  τον είχα φέρει μαζί μου, προίκα. Τον Πατρίκιο, τον είχα πρωτογνωρίσει, νέα φιλόλογος, σε ένα λογοτεχνικό συνέδριο στην Κύπρο και από τότε ξεκίνησε η αδελφική φιλία μας και η ενασχόλησή μου με την ποίησή του που καλά κρατεί έως και της σήμερον.  Αν όμως τις όποιες γνώσεις και τη λογοτεχνική σκευή μου τα έφερα μαζί μου στο Σπίτι της Κύπρου, αυτά που  πήρα, φεύγοντας, ήταν αυτά που έμαθα να  βλέπω και να καταλαβαίνω από την τέχνη, κυρίως τη ζωγραφική, μέσα από τη συνεχή τριβή με τους καλλιτέχνες και τα έργα που φιλοξενούσαμε στις εκθέσεις μας.

Τον Γιάννη Ψυχοπαίδη τον πρωτογνώρισα το 1999, νομίζω, και τον εκτίμησα βαθιά, με την έκθεση Αναφορά στον Γκόγια, που ήταν η πρώτη από τις ατομικές του εκθέσεις που έγιναν στο Σπίτι της Κύπρου. Ακολούθησαν και άλλες, σημαντικές εκθέσεις του, στα κατοπινά χρόνια, όπως η Πατριδογνωσία και η έκθεση Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία, αλλά και άλλες, ομαδικές που είχε λάβει μέρος και, αν θυμάμαι καλά, είχαμε φιλοξενήσει και περισσότερες από μία εκθέσεις των φοιτητών του στην Καλών Τεχνών. Εξίσου σημαντικές, για τον τρόπο που μαθήτευαν οι νέοι καλλιτέχνες στο εργαστήρι του και στους οποίους έδειχνε από τότε τον δρόμο της ώσμωσης και τη σημασία που είχε να έχουν τα μάτια τους ανοιχτά και να μην περιχαρακώνονται στα όρια της δικής τους τέχνης.

Εγώ πάντως, παραφράζοντας τους στίχους του Πατρίκιου θα μιλήσω εδώ, «σ’ αυτά που έγιναν, σ’ αυτά που είδα, είτε σ’ αυτά που ξέρω από πρώτο χέρι»[1].

Αυτό λοιπόν που ξέρω από πρώτο χέρι, είναι πως ο Γιάννης Ψυχοπαίδης ασκεί την τέχνη του συνομιλώντας, εξαρχής, είτε με τους ομότεχνούς του, είτε με άλλες μορφές της τέχνης, πρωτευόντως με την ποίηση, αν κρίνουμε από τις εκθέσεις και τα βιβλία που αφιέρωσε στα ποιήματα και στους ποιητές. Ξέρω ακόμα πως η τέχνη του, εν τω συνόλω της, είναι ένας διαρκής σχολιασμός των γεγονότων, επανέρχομαι στον Πατρίκιο, «σ’ αυτά που έγιναν, σ’ αυτά που είδε, είτε σ’ αυτά που ξέρει από πρώτο χέρι». Αυτοί οι στίχοι του Πατρίκιου προέρχονται από το εξαιρετικής σημασίας για τη συνολική πρόσληψη της ποίησής του ποίημα με τίτλο, «Η κατοικία της μνήμης» που περιέχεται στη συλλογή με τον τίτλο Η αντίσταση των γεγονότων. Αυτός ο τίτλος έχει βαρύνουσα σημασία για ό,τι συζητάμε εδώ, γιατί θεωρώ ότι αυτές είναι και οι συντεταγμένες, όπου διασταυρώνονται ο ποιητής και ο καλλιτέχνης. Στα γεγονότα αντιστέκονται με επιμονή και οι δύο, καθένας με τα εργαλεία της τέχνης του. Έστω κι αν τα συγκεκριμένα ποιήματα του Πατρίκιου που διαβάζει με χρώματα ο Ψυχοπαίδης, έχουν στο σύνολό τους ως κοινό παρονομαστή τον έρωτα.

Πρόκειται για ποιήματα  από τη συλλογή Λυσιμελής πόθος, όπως προείπα. Μια συλλογή, στην οποία ο ίδιος ο Πατρίκιος ανθολόγησε τα ερωτικά του ποιήματα και η οποία κυκλοφόρησε το 2008, από τις εκδόσεις Καστανιώτης και Διάττων, με ωραίο εξώφυλλο, του Γιάννη Ψυχοπαίδη. ειρήσθω εν παρόδω. Έχει, βλέπετε,  μακρά ιστορία ο Ψυχοπαίδης με αυτά τα ποιήματα.

Μα είναι ερωτικός ποιητής ο Πατρίκιος θα αναρωτιόταν, δικαίως, κανείς. Ασφαλώς και είναι. Πώς θα μπορούσε αλλιώς να γράψει τος στίχους:

 

Τρομερή και θαυμάσια

αυτοτέλεια του σώματος.

Όσο βαθιά κι αν διεισδύσει

ποτέ με το άλλο σώμα δεν συγχέεται

ποτέ δεν γίνεται σάρκα μία.[2]

 

Αλλά, βεβαίως, δεν είναι μόνο αυτό. Και το ξέρει ο Ψυχοπαίδης. Και μας το λέει στις εικόνες του. Άλλωστε και ο ίδιος ο Πατρίκιος, όταν συγκεντρώνει και εκδίδει τα «ερωτικά» του ποιήματα, στον Λυσιμελή πόθο, αποφεύγει να τα ονομάσει έτσι στο σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση. Επισημαίνει απλώς ότι έχουν μια κοινή θεματική και αφήνει τον τίτλο της συλλογής, Λυσιμελής πόθος, να μας οδηγήσει σ΄ αυτήν την κοινή θεματική. Ο πόθος που μας λύνει τα μέλη, όπως τον ονομάζει ο αγαπημένος παλαιός ομότεχνος του Πατρίκιου, ο Αρχίλοχος, αυτός που μας διαλύει εν άλλοις λόγοις, δεν μπορεί, βέβαια, να είναι άλλος από τον ερωτικό.

Μιλώντας για πρώτη φορά για τα ερωτικά ποιήματα του Πατρίκιου,  το μακρινό πια 2003 στα Κύθηρα, σε μια  εκδήλωση προς τιμήν του, είχα πει τότε και το επανέλαβα αργότερα, εδώ στην Αθήνα, στην παρουσίαση του Λυσιμελούς πόθου,  ότι αν θέλαμε να χαρακτηρίσουμε την ποίηση του Πατρίκιου με μια λέξη, προφανώς δεν θα τη λέγαμε «ερωτική». Είχα υποστηρίξει ακόμα τότε και αυτό πιστεύω, βέβαια, και σήμερα, πως δεν θα μπορούσαμε να τη βρούμε κιόλας αυτή τη μία μόνο λέξη για ένα τόσο πολυσήμαντο έργο που κατοικεί σε τόσα σπίτια της μνήμης και ταυτόχρονα κινείται σε τόσο ανοιχτούς δρόμους. Κανένα ποίημα του Πατρίκιου άλλωστε δεν είναι αμιγώς ερωτικό. Ωστόσο ο έρωτας, ως ευεργετική παρουσία ή επώδυνη απουσία, είναι διαρκώς παρών, καθώς ο Πατρίκιος αναμετριέται με τα γεγονότα του βίου του και της Ιστορίας.

Έρως πόλεμος, λοιπόν, κατά που λέει και ο Ψυχοπαίδης. Ο έρωτας σε αντιδιαστολή ή συνύπαρξη, αν προτιμάτε, με τον πόλεμο. Τον πόλεμο των σωμάτων, του ανθρώπου με τον εαυτό του, του ανθρώπου με τον άλλο ή με τους άλλους, του ανθρώπου με τα γεγονότα.

Ο πρώτος σχολιασμός του Γιάννη Ψυχοπαίδη, στις 24 εικόνες που ζωγράφισε διαβάζοντας τα ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου, ο προφανής, είναι τα χρώματά του. Το κυρίαρχο σκοτεινό, το κόκκινο, το μπλε και οι κίτρινες, οι πορτοκαλιές, οι  μωβ πινελιές, χαρακτηριστκές της τέχνης του Ψυχοπαίδη που περιβάλλουν τις γυμνές ανδρικές και γυναικείες φιγούρες του, παραπέμπουν,  άλλοτε στο βαθύ σκοτάδι, άλλοτε σε μια χαραμάδα, φως, άλλοτε στην άβυσσο, άλλοτε στην επαγγελία των ανοιχτών οριζόντων του ουρανού και της θάλασσας, δηλωτικά, κατά την άποψή μου, των σκέψεων και των συναισθημάτων που κουβαλούν τα σώματα των εραστών που άλλοτε κοιτάζονται, άλλοτε συμπλέκονται αξεδιάλυτα, άλλοτε αποστασιοποιούνται κι άλλοτε φαίνεται να υπάρχουν μόνο ως προσδοκία, ή ανάμνηση.

Μην σας παρασύρουν όμως μόνο τα εκρηκτικά και σαγηνευτικά χρώματα του καλλιτέχνη. Υπάρχει και ο κόσμος των πραγμάτων που περιβάλλει τα πρόσωπα και κάποιες, όχι τόσο ευδιάκριτες μορφές, που περιμένουν, σαν σε μαγική εικόνα, να τις ανακαλύψει  ο προσεκτικός θεατής των έργων.  Όπως και τα αντικριστά στο βιβλίο ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου που αναγνωρίζουν «τον στριμωγμένο κόσμο, τις παλιές καρέκλες, το ξεγδαρμένο πρόσωπο του ανέμου, τα ασύνδετα τμήματα σπιτιών», αλλά αναμένουν από τον έρωτα την ίαση και την παραμυθία, έτσι και οι εικόνες του Ψυχοπαίδη. Ολόκληρο τον  κόσμο του Πατρίκιου βρίσκει, εν τέλει, εκεί κανείς, μέσα σ’ αυτά τα  περιβάλλοντα, μέσα σ’ αυτές τις εικόνες, όπου ο έρωτας δείχνει να μην είναι ποτέ ανεμπόδιστος. Τις εξορίες, τους εγκλεισμούς, τον θάνατο που παραμονεύει, τον ξενιτεμό, την οδυνηρή αναζήτηση του νόστου που τον πραγματώνει στο τέλος μια γυναίκα, η οποία, ως «γέφυρα μετάγουσα», φέρνει πίσω, την πατρώα γη, τη θάλασσα, τη γλώσσα.

 

Έφερες ξανά τη γλώσσα μου.

Λέξεις παλιές, θαμμένες

σ’ ερείπια και στάχτες

βγαίνουνε τώρα στο φως

κι αστράφτει η μέρα

όπως όταν πρωτόγινε ο κόσμος[3]

 

Εκεί, μέσα στις εικόνες του Ψυχοπαίδη, κρύβεται και η επιλογή της ποίησης ως στάσης ζωής και, φυσικά, ο έρωτας που αντιστέκεται και διεκδικεί. Όλα είναι εκεί.

Τι άλλο άραγε να σημαίνουν τα επαναλαμβανόμενα συρματοπλέγματα, τα τσακισμένα έπιπλα, οι αναποδογυρισμένες καρέκλες, τα γερμένα ποτήρια με τα χυμένα κρασιά, τα πεταμένα λουλούδια, οι γυμνές λάμπες, οι περίκλειστοι νυχτερινοί ουρανοί, οι ασθενικοί ήλιοι και τα άσπρα φεγγάρια, οι  καθρέφτες, ένα σημαίνον σύμβολο στον Πατρίκιο; Τι άλλο μπορεί τελικά να σημαίνουν, εκτός από έναν ύμνο στην ποίηση, στάσεις και χειρονομίες που παραπέμπουν στο εξαίσιο ποίημα του Πατρίκιου «Ρόδα αειθαλή», το οποίο διατηρεί ανέπαφη στον χρόνο την ομορφιά των γυναικών, όπως την είδαν τα μάτια που τις αγάπησαν;

 

Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας

βαθύτερα κι’ από εκατό επαναστάσεις

δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια

όσο κι αν φθείρονται οι φυσιογνωμίες

όσο κι αν αλλοιώνονται τα σώματα.

Μένει στις επιθυμίες που κάποτε προκάλεσαν

στα λόγια που έφτασαν έστω αργά

στην εξερεύνηση δίχως ασφάλεια της σάρκας

στα δράματα που δεν έγιναν δημόσια

στα καθρεφτίσματα χωρισμών, στις ολικές ταυτίσεις.

Η ομορφιά των γυναικών που αλλάζουν τη ζωή

μένει στα ποιήματα που γράφτηκαν γι’ αυτές

ρόδα αειθαλή αναδίδοντας το ίδιο άρωμά τους

ρόδα αειθαλή, όπως αιώνες τώρα λένε οι ποιητές.[4]

 

Ύστερα έρχονται οι μορφές. Οι δυσδιάκριτες, αλλά όχι για τούτο λιγότερο απειλητικές μορφές που περιβάλλουν τους εραστές, όπως η μορφή του στρατιώτη με το κράνος και το όπλο επ’ ώμου.

Υπάρχουν και άλλες δυσοίωνες μορφές μέσα στις εικόνες και άλλα  εργαλεία θανάτου, σαν αυτό το όπλο. Υπάρχουν, όμως,  και εκείνα τα άλλα αντικείμενα που με επιμονή επανέρχονται και αντισταθμίζουν.  Σαν εκείνο το γυναικείο γοβάκι, ας πούμε, που κυριαρχεί με συντριπτική παρουσία. Μέτρησα δεκατέσσερα γοβάκια στις 24 εικόνες, ένα, αναντίρρητα, εμβληματικό εξάρτημα της γυναικείας οντότητας. Άλλοτε φορεμένο, άλλοτε αφόρετο και πεταμένο, είναι, νομίζω, η διαρκής υπόμνηση της γυναικείας παρουσίας που την τονίζει η αντίθεση με το ένα και μοναδικό, αν δεν κάνω λάθος, ανδρικό παπούτσι, μέσα στις 24 εικόνες.

Τώρα, αν μετά από αυτά που είπα ανακύπτει ακόμα το ερώτημα, αν ο Ψυχοπαίδης σε αυτά τα ζωγραφικά έργα εικονογραφεί τα ποιήματα του Πατρίκιου, η  απάντηση είναι: κατηγορηματικά όχι.

Μια απολύτως επαρκή απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα, δίνει ο ίδιος ο Πατρίκιος, στο προλογικό του κείμενο στο βιβλίο του Ψυχοπαίδη με τίτλο Άνθη της πέτρας που κυκλοφόρησε το 2000 με εικόνες πάνω στην ποίηση του Σεφέρη. Παραθέτω ένα απόσπασμα του κειμένου αυτού, θεωρώντας ότι όσα έγραφε τότε ο Πατρίκιος, επαναβεβαιώνονται εμφαντικά και τώρα που ο Ψυχοπαίδης συνομιλεί με το δικό του έργο, Διαβάζω:

«Αυτή η διασταύρωση δεν καταργεί την αυτοδυναμία της κάθε καλλιτεχνικής έκφρασης, δεν υποτάσσει τον ένα τεχνίτη στον άλλο. Αντίθετα δυναμώνει την εμβέλεια της κάθε χωριστής τέχνης, πλουτίζει τον κάθε χωριστό τεχνίτη, κάνει τα χωριστά έργα όχι μόνο να πλησιάζουν περισσότερους ανθρώπους, αλλά και να προσφέρουν στον κάθε άνθρωπο καινούργιες, μέσα από τη συνάντησή τους όψεις του.

[Οι] εικόνες […] δεν είναι ένας εικονογραφικός σχολιασμός στίχων του ποιητή. Αποτελούν έκφραση  της ζωγραφικής του Γιάννη Ψυχοπαίδη, αλλά μιαν  έκφραση σε διάλογο με την έκφραση του Γιώργου Σεφέρη».[5]

Αυτό που έχουμε να κάνουμε, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι  απλώς να αντικαταστήσουμε το όνομα του Γιώργου Σεφέρη με το όνομα  Τίτος Πατρίκιος.

Έχουμε όμως και την ποιητική μετατροπή αυτής της σκέψης και δεν νομίζω να είναι τυχαία η επιλογή του Ψυχοπαίδη να ανθολογήσει πρώτο το ποίημα του Πατρίκιου με τίτλο «Πολλαπλοί κόσμοι». Λέει ο Πατρίκιος

 

Δεν φτάνει μια μόνο γλώσσα

για να χειρίζεσαι τα πράγματα

και πιο πολύ δεν φτάνει

για να κρατήσεις, να χάσεις έναν άνθρωπο.

Προπάντων δεν φτάνει μοναχή της

η γλώσσα του κορμιού στον έρωτα

χρειάζονται δυο και τρεις και παραπάνω

γλώσσες με λόγια, με σχέδια,

με χρώματα, με μουσική.

Γνωρίζουμε, ψηλαφούμε,

μέσα σε κόσμους πολλαπλών γλωσσών. [6]

 

Αυτή τη γλώσσα με τα σχέδια και τα χρώματα κατέχει ο καλλιτέχνης και έρχεται να συνδράμει, μεταμορφώνοντας τον κόσμο του ποιητή «σε κάτι γήινο, σε απτή ύλη, σε χώμα, σε πέτρα, σε φεγγάρι, σε θάλασσα». Δεν είναι δικά μου, είναι δικά του αυτά τα τελευταία λόγια, από το προλογικό του κείμενο στο βιβλίο που παρουσιάζουμε απόψε.

Περνάμε τώρα στα  πρόσωπα της ποίησης που συγκατοικούν με τον Πατρίκιο και στο βιβλίο και στην έκθεση. Μακάρι να είχα τον χρόνο να τα μελετήσω ένα-ένα, όπως τους αξίζει. Επειδή κάτι τέτοιο ήταν ασφαλώς ανέφικτο, θα περιοριστώ σε κάποιες γενικές διαπιστώσεις και κάποιες δειγματοληπτικές παρατηρήσεις.

Αυτά τα τόσο αναγνωρίσιμα πορτρέτα μιας σειράς σπουδαίων πνευματικών ανθρώπων, Ελλήνων και ξένων που επηρέασαν ολονών μας τη ζωή, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, ακόμα κι αν δεν τους ξέρουμε, ακόμα κι αν δεν τους διαβάσαμε, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι ο Ψυχοπαίδης τα αναρτά εδώ, ή τα δημοσιεύει αντιστοίχως στο βιβλίο, εν είδει βιογραφικού.

Δεν το σκέφτηκα μόνη μου αυτό. Κατέληξα εδώ, διαβάζοντάς τον ή ακούγοντάς τον να μιλά γι’ αυτά τα πορτρέτα. Πώς δηλαδή τον διαμόρφωσαν ως προσωπικότητα και ως καλλιτέχνη τα διαβάσματά του, η επαφή δηλαδή με τη σκέψη αυτών των ανθρώπων που απεικόνισε και τους κόσμους που δημιούργησαν.

Με αυτά ως κρατούμενο επιστρέφω στα πορτρέτα για πω πως η πρώτη εντύπωση, όταν τα αντικρίσει κανείς, είναι η μαστορική του Ψυχοπαίδη. Δηλαδή, το πόσο μεγάλος μάστορας είναι και πόσο κατέχει τους κανόνες και τα μυστικά της τέχνης του.

Πραγματικά είναι έτσι. Μόνο που ταυτόχρονα μας κλείνει και το μάτι, καθώς μέσα στα περιγράμματα, αυτής της σχεδόν φωτογραφικής, ρεαλιστικής αποτύπωσης, καραδοκεί ένας αριθμός αντικειμένων και αινιγματικών συμβόλων, που φτάνουν κάποτε και στα όρια του σουρεαλισμού, καλώντας μας να λύσουμε τους γρίφους και να φτιάξουμε μόνοι μας, το παζλ αυτής της παράλληλης, παράδοξης, αφήγησης που είναι παιγνιωδώς κρυμμένη μέσα στις εικόνες. Μέρος της βιογραφίας του είναι και αυτή η αφήγηση που δεν είναι μόνο δική του, αλλά και δική μας, εν τέλει.

Στην ερμηνεία αυτών των συμβόλων, πιστεύω, πως ο Σεφέρης, ένας ποιητής που παραστέκει πολλά χρόνια στον Ψυχοπαίδη, θα μπορούσε πολλά να μας εξηγήσει. Όπως, ας πούμε, για τα  αρχαιοελληνικά αγάλματα που περιβάλλουν πολλά από τα πορτρέτα, ο στίχος  της σεφερικής Κίχλης: «…γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμια, είμαστε εμείς», να είναι, ίσως, δηλωτικός μιας ταυτότητας αναλλοίωτης και αδιαμφισβήτητης, σε αντιδιαστολή με ό,τι καλούμε ταυτότητα στον καθ’ ημέραν βίο μας, στοιχεία της οποίας, ουδόλως τυχαίως, αναγνωρίζονται σε κάποια από τα πορτρέτα..

Δυο μόνο ακόμα επισημάνσεις. Βλέπω, ας πούμε τον εκδικητικό Μινώταυρο πλάι στον Λόρκα και πάει αμέσως ο νους μου στο βιβλίο του Ψυχοπαίδη για τον Λόρκα και το πολυεπίπεδο και πολυσήμαντο ποίημα που έγραψε  για τον φίλο του συγγραφέα και ταυρομάχο Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας. Και μετά πάει στην Γκερνίκα του συμπατριώτη του Πάμπλο Πικάσσο, με όλες τις συνδηλώσεις της. Και μετά στον δικό μας τον Μινώταυρο, με σημείο σύνδεσής τους,  την αναφορά στη βία και την άλογη δύναμη που οδηγεί, με μαθηματική ακρίβεια, στην ανθρώπινη τραγωδία και τον θάνατο.

Βλέπω τον Έλιοτ και δίπλα του κάποια σύμβολα νοηματικής γλώσσας. Και μου έρχεται στο μυαλό ένα  πολύ ενδιαφέρον άρθρο  για τη νοηματική γλώσσα με τον προκλητικό τίτλο, «Παίζουν τον Έλιοτ στα δάχτυλα» που είχα διαβάσει, πριν πολλά χρόνια, σε ένα βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο. Λέω μέσα μου: «Αυτό δεν μπορεί να είναι σύμπτωση». Να, όμως, που ήταν. Γιατί όταν ρώτησα τον Γιάννη Ψυχοπαίδη, μου απάντησε ότι δεν είχε υπόψη του αυτό το κείμενο. Απόρησα. Αλλά μετά σκέφτηκα πως δεν πειράζει. Πως εμένα μου αρκεί που με έκανε να το θυμηθώ και να νιώσω την ίδια ευφρόσυνη διάθεση που είχα νιώσει και τότε και να θέλω να ξαναγυρίσω και στον Έλιοτ και στον Έκο. Είπαμε! Δεν είναι μόνο δική του βιογραφία αυτά τα πορτρέτα. Είναι και δική μας.

Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, στο προλογικό του κείμενο στο βιβλίο του Ψυχοπαίδη: Επάγγελμα ποιητής. Εικόνες πάνω στο πρόσωπο και την ποίηση του Καβάφη[7], γράφει: «Ανήσυχος ζωγράφος μα και εμμανής αναγνώστης της σύγχρονης ποίησης ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, αναδεικνύεται πλέον και συστηματικός προσωπογράφος συγγραφέων και ποιητών. Τα έργα  που εκπόνησε και μας παρουσιάζει σήμερα ως ενιαίο σύνολο φαίνεται να υπακούουν στη θεμελιώδη αρχή που είχε διατυπώσει ο Γιάννης Κεφαλληνός: ‘Ο ρόλος του πορτρετίστα δεν είναι να διορθώνει την αλήθεια, αλλά να την αισθάνεται και να την αποδίδει’».

Αυτήν την αλήθεια νομίζω πως μας την μεταδίδει ο Γιάννης Ψυχοπαίδης ούτως ή άλλως, όχι μόνο στα πορτρέτα, αλλά και στη ζωγραφική του γενικότερα.

Άλλωστε και ο ίδιος ο Ψυχοπαίδης, τα πορτρέτα  αυτά  στο νέο βιβλίο του,  σαν «μια φανταστική πινακοθήκη επώνυμων χαρακτήρων» τα παρουσιάζει, «μια σειρά επετειακών γραμματοσήμων για να μπορέσει να συσταθεί και να λειτουργήσει μια νοητή αλληλογραφία ανάμεσα στον αποστολέα και τον παραλήπτη της ποίησης».  Ανάμεσα στον αποστολέα και τον παραλήπτη κάθε μορφής τέχνης, θα συμπλήρωνα.

Α! Και μην παραξενευτείτε που σ’ αυτόν τον ποιητικό τόπο, ανάμεσα στους κατ’ εξοχήν ποιητές, κατοικούν και κάποιοι που θεωρούνται ως πεζογράφοι, κυρίως. Ο Καζαντζάκης ας πούμε, ή ο Τσίρκας, ή ο Προυστ και άλλοι. Ας έχουμε κατά νου, ότι η ποιητικότητα πρέπει να είναι αυτονόητο γνώρισμα της ποίησης, αλλά δεν είναι αποκλειστικό της γνώρισμα. Αυτό το εφαρμόζει στην πράξη και ο ίδιος ο Ψυχοπαίδης, όπως θα μπορέσετε να διαπιστώσετε, και στα κείμενα που υπογράφει στο νέο του βιβλίο.

Και κάτι ακόμα. Όλα αυτά τα πρόσωπα που εικονίζονται στα πορτρέτα, του Πατρίκιου συμπεριλαμβανομένου, εννοείται πως δεν συνομιλούν μόνο με τον ζωγράφο, αλλά και μεταξύ τους, συνυφαίνοντας έναν πυκνό ιστό διακειμενικότητας, άκρως συναρπαστικό και άκρως ενδιαφέροντα.

Κλείνοντας, ξαναγυρίζω στον Τίτο Πατρίκιο που είναι, πιστεύω, το κέντρο βάρους και της έκθεσης και του νέου βιβλίου του Γιάννη Ψυχοπαίδη.

Ο Τίτος Πατρίκιος ανδρώθηκε στα δύσκολα χρόνια του Πολέμου, της Κατοχής, της Αντίστασης, του Εμφύλιου. Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης ενηλικιώνεται σε μια εποχή, στην οποία εκβάλλουν και τη σημαδεύουν ακόμα αυτά τα γεγονότα, με επιστέγασμα τη Δικτατορία.

Σπουδαίοι στην τέχνη τους και οι δύο μπορούν και μετατρέπουν αυτά τα βιώματα, ό ένας σε ποιήματα, ο άλλος σε εικόνες. Η σημασία είναι πως ακόμα κι αν πρέπει να ιστορίσουν έναν κατακερματισμένο κόσμο, έχουν τα εργαλεία και τη δωρεά να τον επανασυνθέσουν και να τον ξαναπλάσουν μέσα στο πραγματωμένο έργο τους. Αυτή είναι η δύναμη της αληθινής  τέχνης. Να παίρνει συντρίμια και να φτιάχνει ποιήματα, τραγούδια, εικόνες. Να μπορεί δηλαδή να ξανακτίσει τον κόσμο από την αρχή για λογαριασμό μας.

Ως κατακλείδα, θα ήθελα να συμπληρώσω και τούτο για την αξία του βιβλίου για το οποίο γίνεται λόγος. Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης μας έχει συνηθίσει  να βλέπουμε στις εκθέσεις  το έργο του σε μεγάλες ενότητες.  Φρονώ μάλιστα,  ότι η λέξη «συνοχή», θα μπορούσε να είναι μια λέξη-κλειδί για το έργο του. Ακόμα όμως και για τους καλλιτέχνες που επιλέγουν την αυτοτέλεια του ενός έργου, μια έκθεση δημιουργεί, ούτως ή άλλως, την  αίσθηση μιας ολότητας που μοιραία σβήνει, όταν η έκθεση τελειώσει. Τότε έρχεται, ως πολύτιμη ανάμνηση και σημείο αναφοράς, το βιβλίο που την αποτυπώνει.

 

Γιάννης Ψυχοπαίδης, έρως  πόλεμος, 24 εικόνες πάνω στην ποίηση του Τίτου Πατρίκιου, Πατάκης

 

Βρες το εδώ

 

 

 

 

Σημ.: Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Ψυχοπαίδη έρως πόλεμος και τα εγκαίνια της ομότιτλης έκθεσης που πραγματοποιήθηκαν στο Σπίτι της Κύπρου στις 25 Μαΐου 2022.

[1] Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα Β΄/ 1959-2017, Η αντίσταση των γεγονότων, «Η κατοικία της μνήμης», Κίχλη, Αθήνα 2018, σ. 341.

[2] Τίτος Πατρίκιος, Λυσιμελής πόθοε, «Αυτοτέλεια του σώματος», Καστανιώτης & Διάττων, Αθήνα 2008, σ. 112

[3] Ό. π.  Λυσιμελής πόθος, «Γυναίκκα II», σ. 98.

[4] Ό. π. Λυσιμελής πόθος, «Ρόδα αειθαλή», σ.128.

[5] Ψυχοπαίδης, Άνθη της πέτρας / Εικόνες πάνω στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, Μεταίχμιο, Αθήνα 2013.

[6] Ό. π.  Λυσιμελής πόθος, «Πολλαπλοί κόσμοι», σ. 121.

[7] Γιάννης Ψυχοπαίδης, Επάγγελμα ποιητής, Εικόνες πάνω στο πρόσωπο και την ποίηση του Καβάφη. Κείμενο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Μεταίχμιο, Αθήνα 2013.

Προηγούμενο άρθροΕίδε, συμπάσχει, κατανοεί κι απέρχεται αποφασισμένος να ζήσει (της Γεωργίας Κακούρου Χρόνη)
Επόμενο άρθροΟ Αναγνώστης στο Φεστιβάλ Φιλίππων: Γραφή, μνήμη, δημιουργία – Οι συγγραφείς και το 1922

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ