του Σωτήρη Μανωλόπουλου (*)
Με έκπληξη και χαρά θαυμάζω, με την αρχαία έννοια, θεωρώ, πιάνομαι στην Παγίδα του Α. Μήτσου. Απίστευτη ειρωνική και λυρική ομορφιά φτιάχνουν οι λέξεις του. Η μούργα κατακάθεται σκοτεινή στον βυθό, και το άγριο σερσέγκι ευτυχώς πετάγεται όταν την αναδύει ο συγγραφέας. Το ίχνος εμπειρίας είναι σωματικό και εγγράφεται, ενκρύπτεται, παγιδεύεται, στον κωδικό μας ασυνείδητης φαντασίωσης, του σεναρίου μιας ιστορίας. Το υλικό είναι πάντα το ίδιο, η βιωμένη εμπειρία και η ασυνείδητη φαντασίωση που την παγιδεύει. Με την γραμματική της, η ασυνείδητη φαντασίωση εξάγει το ορυκτό νόημα που ενυπάρχει στο σώμα, στις αισθήσεις, στις λειτουργίες του. Μεταφέρει τις πρώτες ύλες σε πολλά επίπεδα επεξεργασίας από το ψυχοσωματικό βίωμα μέχρι το συμβολικό νόημα. Συνιστά έναν καθρέφτη της ανθρώπινης φύσης, δεν αντιγράφει, κλέβει, παγιδεύει, ιδιοποιείται την πραγματικότητα, λέει την αλήθεια όταν είναι έγκυρο το συντακτικό της. Στο βλέμμα του συγγραφέα βλέπουμε τον εαυτό μας. Έτσι φτιάχνονται οι ιστορίες. Οι ορμές δεν κοιμούνται ποτέ, ούτε η ποίηση του εαυτού. Οι ιστορίες είναι το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα και ο εαυτός μας. Το θέμα είναι πως να κρατήσουμε τον ύπνο που περιβάλλει τα όνειρα, όχι τον λήθαργο της λήθης, αλλά το σύμπαν όπου η ψυχή μας διαρκώς επεκτείνεται και δεν το ξέρει (Freud).
Είναι αδύνατον να αντέξουμε ένα σύμπαν χωρίς νόημα. Φοβόμαστε όμως με το ταράξουμε. Ο παρατηρητής επιδρά πάνω στα παρατηρούμενα. Το θέμα είναι το νόημα που δημιουργούμε να το βρίσκουμε και στην πραγματικότητα. Τότε οι ιστορίες μάς μιλούν, όπως μιλά το λευκό άγαλμα στον βοσκό, η γίδα στον επισκέπτη του νησιού της αποκάλυψης, ο οικουρός όφις στον θλιμμένο αξιωματικό της χωροφυλακής που πενθεί. Οι ιστορίες έχουν ανταπόκριση στην πραγματικότητα. Ο συγγραφέας είναι ο ανταποκριτής που στέλνει επιστολές στην άλλη άκρη του κόσμου. Όταν φτάνει κάπου αρχίζει η περιπέτεια. Στην Αμφιλοχία, στην Πάτμο, στο ορεινό χωριό, στο χοιριστάσι, στο χοροστάσι. Το ρήμα ικνούμαι, σημαίνει «φτάνω κάπου», «ανοίγω τον δρόμο μου», «ικετεύω», «είμαι ικανός», «επαρκώ», «ταιριάζω». Οι ιστορίες αρχίζουν από κάπου. Πρώτα φτάνουμε κάπου και μετά αρχίζουμε να φτιάχνουμε το παρόν από το παρελθόν και το μέλλον. Χρειάζεται να σταθούμε. Μια θέση. Η οιδιπόδεια θέση (Freud). Η καταθλιπτική θέση (Klein). Ο χωρισμός από την πρωταρχική ένωση και η ανάδυση του υποκειμένου, η τραγική θέση (Winnicott).
Ο συγγραφέας φτάνει κάποια στιγμή, ξένος σε ξένο τόπο. Όταν ξεκινάμε να μάθουμε μια ξένη γλώσσα, ξαναζούμε τα πρώτα βιώματα που είχαμε όταν ξεκινήσαμε να μαθαίνουμε την μητρική γλώσσα. Όταν φτάνουμε σε έναν ξένο τόπο, αρχίζουμε ξανά τα πρώτα βήματα που κάναμε στον γενέθλιο τόπο. Ο ασπροπόταμος του γενέθλιου τόπου κυλά από κάτω, στο ασυνείδητο, ορμητικά ενώ είμαι πιασμένος από ένα καρούλι και οι δύο γονείς με μεταφέρουν πάνω από το χάσμα που με χωρίζει στα δύο –μια αντιδιαλεκτική άμυνα– το ένα αναγνωρίζει και ταυτόχρονα το άλλο διαψεύδει την πραγματικότητα. Με κρατούν να περάσω απέναντι, με βάζουν στο κέντρο της προσοχής τους… κάνουν κάτι μαζί, εγώ είμαι η αιτία, η ποιητική αιτία που κοσμεί τον κόσμο. Το γεφύρι κινείται. Οι ανατροπές των εκφραστικών μέσων αφήνουν το βίωμα του χρόνου να ορίζει μόνο την ροή του. Η ιστορία δεν είναι μια νομοτελειακή γραμμή αιτίων-αποτελεσμάτων, αλλά μια συμβολή περιστάσεων που λαμβάνουν χώρα εκτός υποκειμένου, πάνω σε εναέριους διαδρόμους (Jacobson & Prmoska).
Ο συγγραφέας δεν κάνει μια απολογιστική αυτοβιογραφία, ούτε προσπαθεί να μας συγκινήσει. «Μια ακροβασία κάνει, ανάμεσα στην βιωμένη πραγματικότητα και την υποκειμενική αλήθεια του. Καμία εμπειρία νέα δεν δημιουργείται εν λευκώ» (Μήτσου). Τον κόσμο δεν τον βρίσκουμε, τον ξαναβρίσκουμε. Ποτέ τον ίδιο. Το αρχικό ίχνος του αντικειμένου χάθηκε για πάντα. Και ενώ φτιάχνουμε τον κόσμο, αναδύεται το υποκείμενο και πιάνεται στις ξόβεργες της φαντασίας του. Η αντίληψη που δεν πιάνεται στα δίκτυα της παγίδας περισσεύει, ακατέργαστος βράχος ιστορικής αλήθειας, που όσο περνάει ο καιρός και το ρήγμα βαθαίνει, διχοτομείται σε άπειρα χαλίκια, αλλά δεν μεταλλάσσεται, μένει σε αναζήτηση ενός υποκειμένου να την επενδύσει, ενός αναγνώστη να την αναγνωρίσει, μαζί να την συγγράψουν, να την εντάξουν.
Όταν είσαι μπροστά σε έναν πίνακα, δεν θέλεις κάποιον ξεναγό δίπλα να εξηγεί τι παριστάνει. Στον ξένο τόπο όπου φτάνεις κάθε φορά, επινοείς προσχέδια, αποτυπώματα της ύπαρξής σου, πειστήρια, να ξεγελάσεις τις αρχές, για να πάρεις άδεια παραμονής, πράσινη κάρτα, να συνταιριάξεις τα στοιχεία.
«Σκέφτηκα πόσο τυχερός θα ήμουν αν μπορούσα να θαυμάσω κι εγώ, έστω και για μια στιγμούλα ακόμα, εκείνο τον άγνωστο σ’ εμένα συγγραφέα, αφού μόνο θαυμασμό δεν ένιωθα γι’ αυτόν. Είμαι συγγραφέας όσο γράφω, μετά δεν είμαι» (Α. Μήτσου). Το υποκείμενο είναι της φαντασίωσης και είναι θέμα χρόνου. Χρειάζεται κάποιος να κρατά το καρούλι, την διαδικασία συμβολοποίησης, το έργο με το οποίο δίνω νοήματα στην πραγματικότητα, την μετασχηματίζω. Όταν κάποιος μας αφηγείται ένα γεγονός, μας αποκαλύπτει όχι το γεγονός, αλλά την ασυνείδητη φαντασίωσή του και τον εαυτόν του.
«Τα σοκάκια της Πάτμου είναι φτιαγμένα για ζευγάρια». Κανείς μόνος δεν χωράει. Γεννιόμαστε στο νησί της Αποκάλυψης. Σε μια κατάσταση πρωταρχι-κής μοναχικότητας και εγγύτητας γεννιόμαστε, σε μια αρχέγονη μήτρα διϋπομε-νικότητας. Η αίσθηση του εαυτού πρώτα εγγράφεται ως θαύμα αποκάλυψης, τη στιγμή που το ίχνος μιας εμπειρίας που πραγματοποιείται ως ψευδαίσθηση, παρουσιάζεται επίσης στην πραγματικότητα. Στις στιγμές της πρωταρχικής ταυτότητας, το βρέφος δεν χρειάζεται να αποφασίσει αν κάτι είναι αυτο-δημιουργούμενο ή έρχεται από τον έξω κόσμο. Η μητέρα τού παρουσιάζει τα αντικείμενα του κόσμου την στιγμή που τα δημιουργεί ψυδαισθητικά. Τον κόσμο τον δημιουργούμε και τον βρίσκουμε. Με κάθε ίχνος εμπειρίας που εγγράφουμε, ενσωματώνουμε και τον χρόνο της. Η αναπαράσταση αναπαριστά την ιστορία της δημιουργίας της. Μετά στην καθημερινή ζωή, ο χρόνος αποκτά ξανά το σώμα του όταν η μνήμη αναβιώνει, μεταβιβάζεται, ξετυλίγει την ιστορία της, εκτελείται ακουμπισμένος στο μπαστούνι του που τον κρατά όρθιο ξανά μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα της τελευταίας του παράστασης – performance στο παρόν. Έπεσε στον ενεστώτα. Σώμα… επέστρεφε (Καβάφης).
Οι ακατέργαστες πέτρες, μετεωρίτες, της πραγματικότητας εγκυστώνο-νται, ως ιδιωτικοί θάνατοι, και παίζονται καθημερινά σε ιστορίες απόγνωσης. Πώς να ζήσεις χωρίς να εργάζεσαι, χωρίς να συμβάλλεις κι εσύ κάτι, να αποκαθιστάς την τρύπα του πηγαδιού, του ορυχείου που ανοίγεις στο σώμα της μητέρας με τις ορμές της δίψας και πείνας σου; Ο συγγραφέας μεταφέρει τζιτζίκια, ενσώματες μουσικές, ζώσες μεταφορές που συνδέουν το σώμα με τις αναπαραστάσεις. Το μαύρο σκαθάρι που κρέμεται από τα μαλλιά της κοπέλας στο χείλος του πηγαδιού, είναι η άλλη όψη της χρυσής κλωστής που μας κρατά, της μελωδικής γραμμής που παίρνουμε κάθε βράδυ με μια ιστορία. Αυτή είναι η ΑΝΑΓΚΗ (Freud). Ή θα εγγράψουμε μια μνήμη να ιστορίσουμε ή θα πεθάνουμε.
Έρχεται να κατοικίσει το άδειο σπίτι ο νεοδιορισθείς στο ορεινό χωριό θλιμμένος αστυνόμος. Επιλέγει να περπατήσει μέσα στη νύχτα. Μόνος με τον εαυτό του. Αυτή είναι η τραγική θέση. Μια στιγμή πρωταρχικής μοναχικότητας και εγγύτητας. Το ξ της μοναξιάς ανήκει στην πόλη. Εδώ ανήκει η βουβαμάρα. Η βοή του ανέμου, η βοή του ποταμού, η υποχθόνια βοή. Ο πυρήνας του αληθινού εαυτού μένει σιωπηλός, δεν είναι προς επικοινωνία. Μετά παίζει με τα λ της θηλυκότητας. Πως σ’λεν; Μ’λεν Ιλέν! Οι τρεις χοντροί μαύροι καβαλάρηδες κρατούν την σκεπή, την νύχτα που φέρνει το σούρσιμο του φιδιού μέσα στους τοίχους του σπιτιού. Οι χωριανοί είναι στενοχωρημένοι, διότι ο αστυνόμος τους είναι άρρωστος. Σε στιγμές απώλειας του αντικειμένου της αγάπης, καταφεύγω σε έναν μεταβατικό χώρο μεταξύ ψυχικής και κοινωνικής πραγματικότητας, σε έναν παρηγορητικό, συμπονετικό χρόνο. Οικουρώ, μένω σπίτι, δεν πάω στον πόλεμο, θέλω ιδιωτικότητα. Φορώ τα ρούχα της γυναίκας που έχασα, ταυτίζομαι μαζί της, είμαι ασθενής, κάνω οικιακές δουλειές. Πενθώ, χορεύοντας με τον οικουρό όφι. Στα Ασκληπιεία έπρεπε να ονειρευθεί την επίσκεψη του θεού ο άρρωστος, με την μορφή του φιδιού, για να γίνει καλά. Οι χωριανοί κομμάτια-σαν τον οικουρό Οικουρό Όφι, ο δεύτερος θάνατος είναι τελετουργικός, το πένθος είναι δημόσια υπόθεση. Ο αστυνόμος ήλθε σε επαφή με την απώλειά του, και άφησε τον χείμαρρο των δακρύων του… Αν δεν περάσω μέσα από την εργασία του πένθους, η ομίχλη δεν ξαστερώνει, η ψυχική πραγματικότητα δεν γίνεται πραγματική και η ζωή κυλά εκτός χρόνου, εκτός τόπου, εκτός θέματος. Η πραγματικότητα γίνεται πραγματική όταν την αναπαριστώ, την ιστορώ. Τίποτα δεν περνά αν δεν περάσει μέσα από τις λέξεις (Ευριπίδης). Δεν είναι ταξίδι, πέρασμα είναι. Πάνω από ορμητικά ρεύματα.
Η ιστορία δημιουργεί γεγονότα, πρόσωπα και πράγματα, για να έχει ρυθμό ο χρόνος, να περνά, για να υπάρχει. Το πιο οδυνηρό είναι το τραύμα της απώλειας όταν ακόμα το βρέφος δεν έχει απαρτιωθεί στον χρόνο και στο χώρο και η οδύνη του βιώνεται ως άπειρη, ανείπωτη αγωνία χωρίς τέλος (Rousillon).
Ποια είναι η αρρώστια; «Ποιος θεός σε καταράστηκε»… Βγες έξω να παίξεις, μου έλεγε η μητέρα μου, θα τρελαθείς, ενώ εγώ έγραφα… ξανά και ξανά, άγρυπνος, ξενυχτούσα, για να βρω τις λέξεις μου!! Δεν φοβάται την πραγματικότητα, τις ασυνείδητες φαντασιώσεις μου φοβάται η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Οι φαντασιώσεις μου, οι ιστορίες μου δεν είναι τρόποι έκφρασης, δεν είναι περιεχόμενα, είναι συστατικά της σκέψης μου. Όταν αλλάζουν δεν είναι αστείο, διακυβεύεται η ικανότητά μου να σκέφτομαι, αλλάζει ο ρυθμός του κόσμου, αλλάζει η αρχιτεκτονική του εγκεφάλου και η ιστορία και τίθενται θέματα ασφάλειας και νομιμοποίησης του εαυτού. Όμως δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Γίνομαι συγγραφέας, υποκείμενο των φαντασιώσε-ών μου για να σκεφθώ, και να διατυπώσω την απόγνωση, την οδύνη της απώλειας, τον τρόπο του ανείπωτου. Χρειάζομαι κάποιος να αποκριθεί, να αναγνώσει, να αναγνωρίσει την επένδυσή μου. Θέλω να αφήσω κι εγώ ένα αποτύπωμα, για να έχει νόημα ότι πέρασα από τον κόσμο, να εγγραφώ, στα μαθητικά μητρώα. Το βλέμμα του συγγραφέα, ερωτευμένο με τον κόσμο, εποφθαλμιά την πραγματικότητα, με τις ιστορίες του, της αποσπά τις πρώτες ύλες και μετά αγωνίζεται να την αποκαταστήσει, την αντανακλά, την κρατά μετέωρη, ξανά και ξανά, αντέχει, δεν προσκρούει, δεν σπάει από το ακατέργα-στο της πέτρας, δεν καταρρέει, δεν εκδικείται, επιβιώνει, γίνεται όλο και πιο αντικειμενικός καθρέφτης.
(*) O Σωτήρης Μανωλόπουλος είναι αναλυτής της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας
Ανδρέας Μήτσου, Η Παγίδα, Βίωμα και Γραφή, Εκδόσεις Καστανιώτη
Βρες το εδώ