Βενετία Αποστολίδου (*)
Η κριτική της λογοτεχνίας, όπως και η κριτική των άλλων τεχνών, είναι μια θεμελιώδης παράμετρος του λογοτεχνικού πεδίου ή του λογοτεχνικού συστήματος και έχει τη δική της ιστορία σε κάθε χώρα. Προσωπικά θεωρώ την ιστορία αυτή πολύ ενδιαφέροντα κλάδο της φιλολογικής έρευνας διότι ακριβώς μας αποκαλύπτει πώς λειτουργεί το λογοτεχνικό σύστημα σε κάθε εποχή και μας γειώνει, έτσι ώστε να αντιλαμβανόμαστε το λογοτεχνικό φαινόμενο πιο σφαιρικά, όχι μόνο από την πλευρά του συγγραφέα και του κειμένου αλλά και από την πλευρά της διάδοσης, της πρόσληψης, της αξιολόγησης και τελικά της καθιέρωσης ή κανονικοποίησης της λογοτεχνίας. Η ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα άρχισε να μελετάται συστηματικά από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και υπάρχουν πολλά ακόμη να γίνουν. Τελευταία υποστηρίχθηκε στο Τμήμα Φιλολογίας της Θεσσαλονίκης η διδακτορική διατριβή της Ελένης Κατσαβέλη για τη λογοτεχνική κριτική της αριστεράς στην πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης 1974-1989. Από τη μελέτη της ιστορίας της κριτικής αντλώ λοιπόν όσα θα πω παρακάτω. Και βέβαια θεωρώ τη μελέτη της κριτικής συνυφασμένη με την κριτική της κριτικής. Μελετούμε και κρίνουμε ταυτόχρονα.
Η πρώτη προϋπόθεση επομένως είναι ακριβώς η ιστορικοποίηση του ζητήματος. Η κριτική, όπως και η ίδια η λογοτεχνία, δεν είναι πάντα ή μόνο ζήτημα ταλέντου, έμπνευσης, καλής ή κακής πρόθεσης του κριτικού, επιείκειας ή αυστηρότητας του χαρακτήρα του, αγάπης ή όχι για τη λογοτεχνία, συμμόρφωσης ή αντίστασης στο «σύστημα». Είναι στενά συνυφασμένη τόσο με τα ευρύτερα πολιτικά διακυβεύματα μιας εποχής όσο και με τα λογοτεχνικά. Όταν λ.χ. εμφανίζεται μια νέα λογοτεχνική γενιά, στους κόλπους της αναπτύσσεται και μια κριτική η οποία εμφορείται από παρόμοιες καλλιτεχνικές αξίες τις οποίες διακρίνει και αναδεικνύει στα έργα αλλά, για να προλάβω τον αντίλογο, τούτο δεν σημαίνει πως ταυτίζεται με αυτά‧ κριτική σημαίνει κυρίως αποστασιοποίηση από το έργο τέχνης.
Το τελικό προϊόν της κριτικής, που είναι το κριτικό κείμενο, είναι αποτέλεσμα μιας μεγάλης ποικιλίας παραγόντων που το έχουν καθορίσει μέχρι τη δημοσίευσή του: πρώτα πρώτα το μέσον στο οποίο γίνεται η δημοσίευση, συνήθως εφημερίδα ή περιοδικό, σήμερα πιθανόν ηλεκτρονικό περιοδικό ή ιστότοπος, θέτει ορατά και αόρατα όρια. Από τον αριθμό των λέξεων μέχρι την γειτνίαση με άλλα κριτικά κείμενα, τα οποία μπορεί να επηρεάζουν λ.χ. την επιλογή των βιβλίων προς κρίση, μέσα σε ένα είδος καταμερισμού εργασίας, αλλά και πιο ουσιαστικά όρια που έχουν να κάνουν με το ύφος του εντύπου, την ιδεολογική του τοποθέτηση, τη γενική ατμόσφαιρα που επικρατεί σε αυτό. Γι αυτό και ένα μέρος της ιστορίας της κριτικής μελετά έντυπα ως σύνολα, λ.χ. τους Νέους Πρωτοπόρους, στον μεσοπόλεμο, τα Νέα Γράμματα της γενιάς του ΄30, την Επιθεώρηση Τέχνης και την Κριτική στη μεταπολεμική εποχή, τις Εποχές στη δεκαετία του ’60. Και παρουσιάζεται το φαινόμενο ο ίδιος κριτικός να γράφει κάπως διαφορετικά στο περιοδικό Κριτική του Μανόλη Αναγνωστάκη λ.χ. και στις Εποχές, ένα αστικό αλλά συμπεριληπτικό περιοδικό του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη.
΄Αλλος παράγοντας που πρέπει να ληφθεί υπόψη στην εκτίμηση ενός κριτικού κειμένου είναι η ιστορία του ίδιου του κριτικού. Θέλω να πω πως κριτικός δεν λογίζεται αυτός ο οποίος σποραδικά γράφει κριτικά κείμενα για λογοτεχνικά έργα. Η κριτική δεν είναι σπριντ, είναι μαραθώνιος. Ένα κριτικό έργο κτίζεται σιγά σιγά, μέσα σε ένα διάστημα πολλών ετών και ο κριτικός εργάζεται καθημερινά, δηλαδή παρακολουθεί μια λογοτεχνική παραγωγή, την ελληνική εν προκειμένω, βήμα το βήμα, διαβάζοντας χιλιάδες βιβλία, κακά, μέτρια και καλά. Γράφει, αν όχι για όλα, γιατί αυτό είναι ανθρωπίνως αδύνατο, πάντως για πάρα πολλά, όχι φυσικά μόνον γι αυτά που αργότερα θα αναγνωριστούν ως αριστουργήματα. Άρα πώς κρίνεται; Με βάση δυο τρεις μεγάλες στιγμές του όπως λ.χ. λέμε για τον Παλαμά ότι ανακάλυψε τον Κάλβο ή για τον Ξενόπουλο ότι πρώτος επαίνεσε τον Καβάφη; Γνωρίζουμε δα για πόσα ασήμαντα έργα, ασήμαντα κριτικά κείμενα έχουν γράψει και οι δύο. Νομίζω λοιπόν ότι ο κριτικός κρίνεται με βάση το συνολικό έργο του, το οποίο ασφαλώς διακρίνεται από δεσπόζουσες, από συνέχειες και ασυνέχειες στα κριτήριά του, από «ανακαλύψεις» αλλά και από άτυχες στιγμές. Σίγουρα δεν κρίνεται με βάση κριτήρια του τύπου «υποταγή στο σύστημα» ή «αντίσταση» στο σύστημα. Ακόμη και εάν έχουμε μια περίπτωση ενός, ας τον ονομάσουμε για τη συζήτηση, αντισυμβατικού κριτικού, ο χαρακτηρισμός αυτός δεν μπορεί να εφαρμοστεί για όλη τη διάρκεια του κριτικού του βίου. Συνήθως αποδίδεται για μια ορισμένη περίοδο, συνδεόμενη πιθανόν με κάποια έντυπα, με κάποιους λογοτεχνικούς κύκλους κ.ο.κ. Η κριτική δραστηριότητα είναι μια δραστηριότητα συστημική από τη φύση της, όπως σημείωσα και στην αρχή.
Μια άλλη προϋπόθεση της εκτίμησης ενός κριτικού κειμένου είναι ο διάλογος μέσα στον οποίο εντάσσεται. Η κριτική είναι δηλαδή μια διαλογική δραστηριότητα. Ακριβώς επειδή πρόκειται για λογοτεχνικό σύστημα, δηλαδή ένα πλέγμα λόγων γύρω από τη λογοτεχνία, ο κριτικός δεν είναι μόνος με το βιβλίο που κρίνει. ΄Εχει διαβάσει πιθανόν άλλες κριτικές, έχει ακούσει γι αυτό, μπορεί ακόμη να γνωρίζει και τον συγγραφέα και να του έχει μιλήσει ο ίδιος. Το κάθε κριτικό κείμενο, συνήθως χωρίς να το αναφέρει, πιθανόν και χωρίς να το συνειδητοποιεί ο κριτικός την ώρα που το γράφει, απαντά, διαλέγεται με όσα έχουν ειπωθεί στη δημόσια σφαίρα είτε για τον συγγραφέα, είτε για το κείμενο, είτε για το θέμα, το λογοτεχνικό είδος ή τα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά. Αν ισχύει αυτό, σημαίνει πως η κριτική συνολικά ανθίζει, όσο περισσότερο η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι μια ατμόσφαιρα διαλόγου, ακόμη και αντιπαραθέσεων. Ο κάθε μεμονωμένος κριτικός μπορεί να ενταχθεί σε έναν διάλογο, να πάρει θέση, δεν μπορεί όμως να προκαλέσει μόνος του έναν διάλογο ή μια αντιπαράθεση. Υπάρχουν φυσικά περιπτώσεις που μεγάλες αντιπαραθέσεις ξεκινούν από ένα κριτικό κείμενο (παραδείγματα άφθονα, για τη μαύρη λογοτεχνία, για την ποίηση της ήττας για την Ορθοκωστά) αλλά όλες είναι κριτικές αντιπαραθέσεις που έχουν το αντίστοιχό τους σε μείζονες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Άρα όταν μιλούμε για την κριτική θα πρέπει να έχουμε στο νου μας και το τι συμβαίνει γενικά με τον πολιτικό δημόσιο διάλογο. Δεν μπορούμε να ζητούμε από την κριτική να ξεπεράσει κοινωνικές και πολιτικές παθογένειες. Δεν έχει τέτοια δύναμη.
Ελπίζω τα παραπάνω να μην οδηγούν σε συμπέρασμα του τύπου: μην πυροβολείτε την κριτική! Αντίθετα, πιστεύω ότι ο λόγος περί κριτικής, που πρέπει να είναι, και συνήθως είναι, ένας κριτικός λόγος, είναι πολύ ωφέλιμος για ολόκληρο το λογοτεχνικό σύστημα διότι ακριβώς μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τα χαρακτηριστικά του και συνακόλουθα, τα χαρακτηριστικά της εποχής στην οποία ζούμε. Μπορεί ακόμη και να επηρεάσει με κάποιο τρόπο την ίδια την εξέλιξή της. Ωστόσο μια κριτική της κριτικής η οποία ξεκινά από το τι εμείς νομίζουμε ότι θα έπρεπε αυτή να κάνει είναι κατά τη γνώμη μου άγονη και ανιστόρητη και προκαλεί το εύλογο ερώτημα: πού στεκόμαστε εμείς που νομίζουμε το ένα ή το β μέσα στο λογοτεχνικό σύστημα;
(*) Η Βενετία Αποστολίδου είναι Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Λογοτεχνικής Εκπαίδευσης στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ