Πρωτοπόροι Ιταλοί Ποιητές (της Ιωάννας Αβραμίδου)

0
455

 

 

της Ιωάννας Αβραμίδου

Μέγας σε δέμας ο καρπός της πολύχρονης δουλειάς της Ευαγγελίας Πολύμου, που φέρει τον τίτλο Πρωτοπόροι Ιταλοί ποιητές Οι απαρχές του μοντερνισμού (1906-1956). Ανοίγοντας και ξεφυλλίζοντάς το, ο αναγνώστης βλέπει ότι η μεταφράστρια ανθολογεί, δρέπει και διασώζει τα άνθη των πλέον σημαντικών ποιητών του εικοστού αιώνα της Ιταλίας. Η ανά χείρας ανθολογία έχει τη σημασία που είχε στους αρχαίους χρόνους, για παράδειγμα στο έργο του Διονυσίου του Αλικαρνασσέως De Lysia, Περί των αρχαίων ρητόρων υπομνηματισμοί, τουτέστιν, «ανθίζουσα την λέξιν χάρις». Οι δεκαπέντε ποιητές και οι πέντε ποιήτριες που περιλαμβάνονται στην άρτια αυτή δίγλωσση έκδοση, χαράζουν ένα μεταίχμιο ανάμεσα στις παραδοσιακές και πρωτοποριακές μορφές της ποίησης. Η ανθολογία παρουσιάζει τους ποιητές, όχι κατά αξιολογική κλίμακα, όχι με αισθητικά κριτήρια αλλά χρονολογικά, ξεκινώντας από την γεννηθείσα το 1860 και αποθανούσα το 1960 Σιμπίλλα Αλεράμο και τελειώνοντας με τον Αντόνιο Πόρτα ο οποίος γεννήθηκε το 1935 και πέθανε το 1989.

Ομολογώ ότι εκτός από τον Ουνγκαρέττι, τον οποίο πρωτογνώρισα τη δεκαετία του ’80 από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του προς τα γερμανικά από τον μεγάλο γερμανόφωνο Εβραίο ποιητή Πάουλ Τσέλαν, τους νομπελίστες Εουτζένιο Μοντάλε και Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, φυσικά τον Τσέζαρε Παβέζε, τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, τον Σάντρο Πέννα, τον Βιττόριο Σερένι -πάλι σε μετάφραση της Ευαγγελίας Πολύμου- και την Άλντα Μερίνι, τους υπόλοιπους, όπως τον Αλφόνσο Γκάττο, τον Τζόρτζιο Καπρόνι, την Αντόνια Πότσι, την Αμέλια Ροσέλι, τον Αντόνιο Πόρτα, τον Αντρέα Τζαντζόττο, τη Μαρία Λουίζα Σπατσιάνι και λοιπούς, τους γνώρισα τώρα με αφορμή την πρόσφατη έκδοση. Δεν είμαι κριτικός λογοτεχνίας και βρίσκομαι εντελώς εκτός της γλωσσικής περιοχής όπου γράφτηκαν τα ποιήματα, ούτε έχω μελετήσει ποτέ σε βάθος το ποιητικό πανόραμα της Ιταλίας. Γι’ αυτό και θα αναφερθώ εν συντομία στην εποχή κατά την οποία γράφτηκαν και στους, κατά τη γνώμη μου, σημαντικότερους ποιητές οι οποίοι επηρέασαν τους μεταγενέστερους, όπως επίσης και στα χαρακτηριστικά του κινήματος του ερμητισμού και στους κύριους εκπροσώπους του στο οποίο τους κατατάσσει η ιστορία της λογοτεχνίας, αν και διαπιστώνω κι εκεί διαφορές από ιστορικό σε ιστορικό. Εξάλλου, ο πρόλογος του καθηγητή Σταύρου Δεληγιώργη στην ανθολογία είναι λίαν κατατοπιστικός και περιεκτικός και για τους είκοσι ποιητές, όπως επίσης και τα επίμετρα της Πολύμου, που περιέχουν βιογραφικά και πραγματολογικά στοιχεία.

Κοινό σημείο, εξαιρουμένης της Άλντα Μερίνι, της Σπατσιάνι, του όψιμου Παζολίνι, του Τζαντζόττο, του Αντόνιο Πόρτα, της Ροσέλι, είναι ότι γράφουν σε περιόδους αναβρασμού, πριν τον Μεγάλο Πόλεμο, κατά τον μεσοπόλεμο και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο που άφησε πίσω του μεγάλα αδιέξοδα με τον ραγδαίο μετασχηματισμό των σύγχρονων κοινωνιών, η εικοσαετία του μεσοπολέμου χαρακτηρίζεται κυρίως από τη γέννηση των ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη, και στην Ιταλία από την ίδρυση του «Φασιστικού Κόμματος» από τον Μουσολίνι. Μεταξύ των δύο αυτών πολέμων, υπήρξαν μεγάλες επιστημονικές και τεχνολογικές ανακαλύψεις και εξελίξεις που ήταν αδύνατον να αφήσουν ανεπηρέαστους τους διανοούμενους, τους καλλιτέχνες και γενικώς όλον τον πνευματικό κόσμο στην Ιταλία όπως και παντού στην Ευρώπη. Το αίτημα των πνευματικών δυνάμεων για ένα βαθύ ρήγμα με την παράδοση και μια νέα ποιητική έκφραση που να συμβαδίζει με τη δυσαρμονία της εποχής, όπως επίσης και η ανάγκη τους να αντισταθούν στο φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, μεταμορφώνει εντελώς την ιταλική λογοτεχνία, παρά την υφιστάμενη λογοκρισία. Τα έργα των νέων ποιητών με την ελλειπτικότητα και την πολυπρισματικότητά τους, την πυκνότητα, τη σκοτεινότητα και την εξαρθρωμένη γλώσσα, αντικατοπτρίζουν τον κατακερματισμένο άνθρωπο που μετεωρίζεται μεταξύ της παλιάς τάξης πραγμάτων -η οποία έχει εκπνεύσει ανεπιστρεπτί- και της νέας η οποία όμως αφήνει το άτομο σε έναν πολύπλοκο κόσμο, ψυχικά δίχως θεμέλιο και δίχως Θεό, έρμαιο των προσωπικών του ανησυχιών και αδιεξόδων.

Οι πολιτικές διαμάχες και οι πολεμικές συρράξεις που συντάραξαν στην Ευρώπη στο τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, καθορίζουν τον οπτικό και αντιληπτικό ορίζοντα των ποιητών και εγγράφονται στην Τέχνη τους η οποία, με τους χαμηλούς της τόνους, δεν επιδιώκει να ανταγωνιστεί την παλιά, αλλά να εκφράσει τη δυσφορία και την απέλπιδα προσπάθεια των ποιητών να τείνουν προς μια αντιρητορική κατεύθυνση. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γεννιέται στην Ιταλία καταρχάς ο κρεπουσκουλαρισμός και ο φουτουρισμός και στη συνέχεια κάνει την εμφάνισή της η λεγόμενη Ερμητική σχολή. Στη Φλωρεντία, στο απόγειο της δικτατορικής λογοκρισίας του Μουσολίνι, συγκεντρώθηκαν γύρω από τα περιοδικά Solaria (1926-1936), Letteratura (1937) και Ronda, συγγραφείς κάθε προέλευσης που, αντί για Σχολή, δημιούργησαν για πρώτη φορά μια αυθεντική ιταλική λογοτεχνική εταιρεία ευρωπαϊκού προσανατολισμού, δηλώνοντας την αντίθεσή τους και διεκδικώντας την στράτευσή τους εναντίον του φασιστικού καθεστώτος. Σε αυτό το πλαίσιο εμφανίστηκαν και τα πρώτα γραπτά των Παβέζε, Σάμπα και Μοντάλε, σ’ αυτό το πλαίσιο γεννήθηκε και ο «ερμητισμός», ένα κίνημα στο οποίο συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων και οι ποιητές Μάριο Λούτσι, Βιττόριο Σερένι, Φράνκο Φορτίνι και Αλφόνσο Γκάττο, για να αναφέρουμε αυτούς που μετέφρασε η Πολύμου.

Τι είναι ο ερμητισμός και ποια τα χαρακτηριστικά του: Για να εντείνει την υποβλητικότητα του ποιήματος, ο «ερμητισμός» χρησιμοποιεί μια συμπυκνωμένη και σκοτεινή γλώσσα, εξαλείφει τους παραδοσιακούς λογικούς συνειρμούς και δημιουργεί μια λεπτή ποιητική, φτιαγμένη από μνήμες, εντυπώσεις και συναισθήματα. Το ύφος είναι στεγνό, κομψό, στακάτο, ολοζώντανο. Η επικοινωνία με τον άλλον είναι δύσκολη και εκφράζεται μόνο μέσα από την άρνηση «ό,τι δεν είμαστε, ό,τι δεν θέλουμε» όπως λέει ο Μοντάλε, ή με την, ελπίδα ίσως, μιας συμβολικής θυσίας: τη διαφυγή από τους άλλους και την απομόνωση. Η γλώσσα είναι ελλειπτική, υπαινικτική, διφορούμενη, χρησιμοποιεί σύμβολα και αμφισημίες, για να αμυνθεί από το σκοτάδι του πολέμου και του φασισμού. Επομένως, το κείμενο καθιερώνει μια άρρητη συμφωνία μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη, σύμφωνα με την οποία ο τελευταίος παίζει ενεργό ρόλο στην επεξεργασία του νοήματος. Να πούμε ότι αυτός που πρωτοχρησιμοποιεί τον όρο, αλλά υποτιμητικά, για να αναφερθεί στην ομάδα των ποιητών που εμπνεύστηκαν και επηρεάστηκαν από τον γαλλικό συμβολισμό του Μαλλαρμέ και του Βαλερύ και στον Ουνγκαρέττι, είναι ο κριτικός λογοτεχνίας Φραντσέσκο Φλόρα το 1936 στο κείμενό του με τον τίτλο Η Ερμητική Ποίηση. Ο Φλόρα θεωρεί ιδρυτή της σχολής του ερμητισμού τον Ουνγκαρέττι, στον οποίο προσάπτει ότι είναι σκοπίμως σκοτεινός, ανεξήγητος και ερμητικός.

Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από ορισμούς και σχολές, η τριάδα που εγκαινιάζει  και μεταμορφώνει εντελώς τη νέα ιταλική ποίηση του εικοστού αιώνα, είναι ο Ουνγκαρέττι, που πρώτος έκανε χρήση του ελεύθερου στίχου, και οι νομπελίστες Εουτζένιο Μοντάλε και Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, οι οποίοι θα ανοίξουν μια μετωπική σύγκρουση με τον παραδοσιακό ρητορισμό και τον άκρατο βερμπαλισμό, περισσότερο του Ντ’ Αννούντσιο και λιγότερο του Λεοπάρντι. Αν και ζουν και γράφουν μέσα στις ίδιες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, οι θέσεις τους και οι αντιλήψεις τους για την πραγματικότητα διαφέρουν. Κύρια χαρακτηριστικά της ποίησης του Ουνγκαρέττι ο οποίος επηρεάστηκε από τον συμβολισμό και εντάχθηκε  για λίγο και στο κίνημα του φουτουρισμού, είναι η νοσταλγική διάθεση και η μεταφυσική αγωνία. Με την κρυπτική του γλώσσα και την ακραία έκφραση του αισθήματος της εξορίας, ο Ουνγκαρέττι στοχάζεται την ανθρώπινη κατάσταση και τη σχέση του ανθρώπου με την πραγματικότητα την οποία βιώνει. Με τα ολιγόστιχα  ποιήματα και τους ολιγόλεκτους στίχους που σχεδόν καταλήγουν σε σιωπή, καταφέρνει να πει πολλά και να στοχαστεί σε βάθος την ανθρώπινη κατάσταση. Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από γονείς Ιταλούς μετανάστες, το αίσθημα της εξορίας που νιώθει, βρίσκεται στη βάση της αναζήτησής του για το νόημα της ζωής και τη θέση και την ευθύνη του συγγραφέα. Μόνιμα μοτίβα της ποίησής του είναι η αγάπη, ο θάνατος, ο έρωτας, το αιώνιο και το εφήμερο, η έρημος και ο χρόνος που φθείρει τα πάντα: Το ποίημα «Αστέρι», εκφράζει την αγωνία του και την απελπισία του για το εφήμερο της ύπαρξής του σε σχέση με το αιώνιο φως του αστεριού (Πρωτοπόροι Ιταλοί Ποιητές, σελ.137):

 

«Αστέρι, μοναδικό μου αστέρι,

στη φτώχεια της νύχτας, μονάχο εσύ,

για μένα, τον μονάχο, λάμπεις,

στη μοναξιά μου λάμπεις·

όμως, για μένα, αστέρι

που δεν θα πάψεις ποτέ σου να φέγγεις,

ελάχιστος ο χρόνος που σου δόθηκε,

μου απλώνεις ένα φως

που την απελπισία μέσα μου

άλλο δεν κάνει παρά να την επιδεινώνει».

 

Στο ποίημα «Δεν είναι πια ο έρωτας εκείνη η καταιγίδα» ακούμε την πικρία του για τη φθορά του χρόνου και την αδυναμία της σάρκας του ηλικιωμένου πια ποιητή να αντιμετωπίσει την καταιγίδα του έρωτα (σελ. 135):

 

«Δεν είναι πια ο έρωτας εκείνη η καταιγίδα

που στο θάμπος της νύχτας

μ’ αιχμαλώτιζε μέχρι πρότινος

μεταξύ αϋπνίας και λαγνείας

 

αργοσβήνει ένας φάρος

προς τον οποίο βαδίζει ατάραχος

ένας γέρος καπετάνιος».

 

Ο έτερος της τριάδας, ο γεννημένος στη Σικελία με ελληνικές ρίζες, αυτοδίδακτος και μεταφραστής των μεγάλων έργων της Ελληνικής Αρχαιότητας από τους λυρικούς έως τους τραγικούς, αλλά και του Σαίξπηρ, είναι ο Κουαζίμοντο. Στα πρώτα του βήματα ο Κουαζίμοντο είναι ορφικός και δύσκολος, γράφει για λίγους μυημένους, στη συνέχεια όμως περισσότερο διαφανής και επίκαιρος, στρέφεται προς το συλλογικό εγώ. Αν και δεν κονιορτοποίησε την ιταλική ποιητική γλώσσα όπως ο Μοντάλε, συνέβαλε τα μέγιστα στην αναγέννησή της με τις καινοτομίες του και την αναζήτηση μιας νέας γλωσσικής έκφρασης. Η πρώτη συλλογή Aqua e Terre (1930), εστιάζει στο θέμα της πατρίδας του, της Σικελίας, την οποία ο συγγραφέας εγκατέλειψε ήδη το 1919: το νησί γίνεται το έμβλημα μιας χαμένης ευτυχίας που έρχεται σε αντίθεση με τη σκληρότητα της εξορίας που αναγκάζεται να βιώσει ο ποιητής. «Το σοκάκι» (σελ. 177):

 

«Κάποιες φορές με ξανακαλεί η φωνή σου

και δεν ξέρω πώς αφυπνίζονται

εντός μου νερά και ουρανοί:

το δίχτυ του ήλιου ξεφτίζει

στους τοίχους σου, που πάνω τους τη νύχτα

ταλαντεύονται οι λυχνίες

των αργοπορημένων μαγαζιών

γεμάτες από άνεμο και θλίψη.

 

Άλλους καιρούς ο αργαλειός χτυπούσε στην αυλή

και τη νύχτα ακουγότανε το κλάμα

μωρών και κουταβιών.

 

Σοκάκι: σπίτια σταυροστημένα

και που το ένα σιγομιλάει με τ’ άλλο,

τα σπίτια δεν ξέρουν ότι είν’ επίφοβο

να μένουν μόνα στο σκοτάδι».

 

Από την ανασύσταση του παρελθόντος, συχνά αναδύεται ένα υπαρξιακό άγχος που γίνεται αισθητό σε όλη του τη διάσταση. Αυτή η κατάσταση αβάσταχτου πόνου είναι ιδιαίτερα σημαντική όταν η μνήμη συνδέεται με μια γυναικεία φιγούρα, όπως στο ποίημα «Και το φόρεμά σου είναι λευκό» (σελ.179):

 

«Έχεις σκυμμένο το κεφάλι και με κοιτάς·

και το φόρεμά σου είναι λευκό

και το ένα σου στήθος λουλουδίζει

μέσ’ απ’ τη χαλαρή δαντέλα

στον αριστερό σου ώμο».

[…]

 

ή όταν συμπλέκεται με αρχαίους ρυθμούς και μοτίβα. Αναζητά την εσωτερική γαλήνη στο θείο με το οποίο αναπτύσσει μια βασανιστική σχέση, ενώ η ίδια η Σικελία ως χώρα του μύθου, ως θεματοφύλακας του ελληνικού πολιτισμού στην ποίησή του δεν είναι τυχαία, διότι το 1940 ο ποιητής μεταφράζει αρχαίους Έλληνες λυρικούς και η Ελλάδα του τίτλου της συλλογής του είναι η Απαράμιλλη Πατρίδα.

Στα πρώιμα ποιήματά του μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως το πρόταγμα του ερμητισμού, με την κατάργηση των λογικών δεσμών μεταξύ των λέξεων: παρατηρούμε τη χρήση του λευκού χώρου, ο οποίος φαίνεται να παραπέμπει συνεχώς σε μια σειρά από κρυμμένα νοήματα που δεν μπορούν να βρουν την πλήρη τους έκφραση και γι’ αυτό εκφράζονται με έναν τραυλό, σκοτεινό και ελλειπτικό λόγο όπως στο ποίημα «Και αμέσως βραδιάζει» (σελ. 185): «Καθένας μένει μόνος πάνω στην καρδιά της γης / κι αμέσως βραδιάζει» όπου μεταξύ του δίστιχου και του καταληκτικού στίχου μεσολαβεί ένας κενός χώρος.

Στη δεύτερη περίοδο αποτολμά μια καμπή κατά την οποία, επηρεασμένος από τον πόλεμο και τα ιστορικά γεγονότα, ανοίγεται στον πόνο και τη χαρά των ανθρώπων, προσδίδοντας στην ποίησή του τον κοινωνικό της χαρακτήρα. Τα μεταγενέστερα έργα του Κουαζίμοντο δείχνουν αυτή τη στροφή του από το ατομικό στο κοινωνικό και διατρανώνουν τα θετικά χαρακτηριστικά της ζωής, ακόμη και σε έναν κόσμο όπου ο θάνατος είναι διάχυτος και προκαλεί τρόμο. Ο Σικελός-Έλληνας ποιητής, θεωρεί την Ελλάδα την «Απαράμιλλη Πατρίδα / La Terra Impareggiabile» (1958), στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το ποίημα «Μαραθώνας» (σελ. 193). Ομολογεί ότι μεταφράζοντας Σαπφώ… ξύπνησε αυτό που είναι ελληνικό στο αίμα του κι ότι μέσα από τους Έλληνες λυρικούς κατάφερε να ξαναβρεί την ποιητική φωνή του.

Ο Κουαζίμοντο μπορούμε να πούμε ότι είναι στις απαρχές του ερμητικός με την μπωντλαιρική έννοια του χαμένου παραδείσου και της χρυσής εποχής που είναι θαμμένα κάτω από ένα μυθικό παρελθόν, στη συνέχεια όμως αναπτύσσει στην ποίησή του έναν έντονο κοινωνικό προβληματισμό.

Ο ίδιος ο Μοντάλε ορίζει την ποίησή του ως εξής: «Το επιχείρημα της ποίησής μου […] είναι η ανθρώπινη κατάσταση αυτή καθαυτή και όχι το τάδε ή δείνα ιστορικό γεγονός. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παίρνουμε αποστάσεις από αυτό που συμβαίνει στον κόσμο, σημαίνει μόνο επίγνωση και θέληση να μην ανταλλάξουμε το ουσιώδες με το παροδικό […]. Έχοντας νιώσει από τη γέννησή μου μια πλήρη δυσαρμονία με την πραγματικότητα που με περιέβαλλε, το θέμα της έμπνευσής μου δεν θα μπορούσε παρά να είναι αυτή η δυσαρμονία».

Ο Μοντάλε κλόνισε τα θεμέλια της ποίησης δηλώνοντας πως ο ποιητής δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις για τα μυστήρια του κόσμου, μπορεί μόνο να λειτουργήσει ως ανασχετικός παράγοντας της νέας βαρβαρότητας. Ως απαισιόδοξος και μελαγχολικός ποιητής, γνωρίζει ότι η ποίηση δεν έχει μέλλον, ο ποιητής δεν είναι πια «προφήτης» και η ποίησή του είναι φτιαγμένη από «λίγες στραβές και στεγνές σαν κλαδιά συλλαβές».

Έχοντας επίγνωση ότι η ανθρώπινη γνώση δεν μπορεί να φτάσει στο απόλυτο, ούτε χάρη στην ποίηση, στην οποία τείνουμε να εμπιστευόμαστε τον ρόλο της κατεξοχήν πηγής πνευματικής εξύψωσης (όπως, για παράδειγμα συμβαίνει με τον Τζιουζέππε Ουνγκαρέττι), ο Μοντάλε βλέπει την ποίηση ως ένα μέσον διερεύνησης της υπαρξιακής κατάστασης του ανθρώπου του 20ού αιώνα. Σε αντίθεση με την υπαινικτική γλώσσα του Ουνγκαρέττι, χρησιμοποιεί αυτό που έχει οριστεί από τον T. S. Eliot ως «αντικειμενικό σύστοιχο»: ακόμη και τα πιο ασαφή αντικείμενα, οι ιδέες, τα συναισθήματα και οι αισθήσεις βρίσκουν τις αναλογίες τους σε συγκεκριμένα αντικείμενα. Ο Μοντάλε αναζητά μια συμβολική λύση στην οποία η πραγματικότητα της εμπειρίας να λειτουργεί ως μαρτυρία ζωής. Η «ασθένεια της ζωής», για παράδειγμα, στο ποίημα «Συχνά την κακοδαιμονία της ζωής αντάμωσα» (σελ. 147) από τα Κόκκαλα Σουπιάς ορίζεται ως ένα «στενεμένο ρυάκι», ένα «ζάρωμα του ξεραμένου φύλλου», ένα «άλογο σωριασμένο καταγής». Η ξηρότητα του φύλλου συμβολίζει την υπαρξιακή αρνητικότητα που βιώνει ο βασανισμένος άνθρωπος του 20ου αιώνα που καταστράφηκε από τα ιστορικά γεγονότα. Με τη μετρική-ρυθμική της μορφή, ανεπαίσθητα ανανεωμένη και χωρίς ποτέ να σπάσει, η ποίηση του Μοντάλε -μετά από αυτή του Πάσκολι- εναρμονίζεται πλήρως με τα μεγάλα ρεύματα του 20ού αιώνα.

Αναζητά δίχως τέλος έναν τρόπο να νοηματοδοτήσει τη ζωή του, η οποία όπως λέει στο ποίημα από το Τετράδιο Τεσσάρων Χρόνων, «ταλαντεύεται ανάμεσα στο ύψιστο και στο χυδαίο με κάποια κλίση προς το δεύτερο». Διαποτισμένη από την υπαρξιστική φιλοσοφία η ποίησή του μιλά για μια ζωή από τη φύση της άπιαστη, αλλά με μια δημιουργική δύναμη που βρίσκεται ακριβώς μέσα σ’ αυτή την ίδια τη ρευστότητά, μια αχαλίνωτη δύναμη που τολμά να γονιμοποιήσει τα πιο άγονα εδάφη. Όταν η απαισιοδοξία του δεν μπορεί παρά να αποδεχτεί την ανθρώπινη ευθραυστότητα και την εφήμερη φύση της ομορφιάς, παραμερίζεται για να δώσει τη θέση της στην αποκάλυψη. Είναι μια κοσμική, εσωτερική αποκάλυψη που ζωντανεύει μόνο σε εκείνες τις σπάνιες στιγμές που η αντίληψή μας ευθυγραμμίζεται με τον έξω κόσμο, ή καλύτερα, ευθυγραμμίζεται με ένα από τα θραύσματά του. Η απλότητα γίνεται τότε ελπίδα φωτός στα μάτια του ποιητή. Το πρώτο μέρος του ποιήματος «Έχω τόση πίστη σε σένα», στις πρώτες δύο του στροφές μοιάζει κυνικό αλλά στις δύο τελευταίες είναι γεμάτο ελπίδα (σελ. 167):

 

«Έχω τόση πίστη σ’ εμένα

και την ξανάναψες εσύ δίχως να το θέλεις

δίχως να το ξέρεις αφού σε κάθε συντρίμμι

της εδώ ζωής υπάρχει ένα παραπόρτι

για το οποίο δεν έχουμε ιδέα και που ίσως

πρόσμενε από μας τους σαστισμένους κι ανίκανους

να του δώσουμε κάποιο νόημα.

 

Έχω τόση πίστη που με κατακαίει· σίγουρα

όποιος με βλέπει λέει είν’ ένας άνθρωπος σταχτένιος

χωρίς να του περνά απ’ το μυαλό

                                         πως εγώ είμαι ξαναγεννημένος».

 

Από τους ποιητές που δεν γνώριζα αλλά τον ανακάλυψα τώρα, είναι η ξεχωριστή περίπτωση του Αντρέα Τζαντζόττο, το έργο του οποίου αποτελεί το απόγειο της σύγχρονης ποιητικής νεωτερικότητας στην Ιταλία, στο βαθμό που πειραματίστηκε με όλους τους ποιητικούς εκφραστικούς τρόπους. Θα είχα να πω πολλά, μεταξύ άλλων για το πόσο δύσκολος είναι στη μετάφρασή του με την ιδιόλεκτο που επινοεί, μια σχεδόν παιδική αλλά ταυτοχρόνως εξόχως δουλεμένη γλώσσα, το πέτεν, του οποίου τα φωνήματα μιμούνται την γλώσσα με την οποία απευθύνονται οι μητέρες στα μικρά παιδιά τους, αλλά δεν θα ήθελα να σας κουράσω, σας αφήνω να τον ανακαλύψετε μόνοι σας.

Όσοι γνωρίζουν σε βάθος την ποιητική ζωή του 20ού αιώνα και ειδικότερα τους ερμητικούς ποιητές της Ιταλίας, καταλαβαίνουν πόσο δύσκολη είναι η μεταφορά σε άλλη γλώσσα τόσο πλούσιων σε νοήματα ποιητικών κειμένων. Διότι πίσω από τις λέξεις και τη δηλωτική τους λειτουργία, υπάρχουν τα καλυμμένα νοήματα, τα κενά, η σιωπή, οι αποσιωπήσεις, η άλως του κειμένου, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Η γερμανική λέξη για την ποίηση είναι Dichtung, δηλαδή συμπύκνωση η οποία, λειτουργώντας σε σημασιολογικό επίπεδο, συμπιέζει πολλά νοήματα ή πολλά στρώματα νοημάτων σε μια ολιγόστιχη δήλωση. Τα ποιητικά κείμενα ανθίστανται στη μετάφραση, αλλά είναι μεταφράσιμα αν έχουν την τύχη και πέσουν σε χέρια δεινών τεχνιτών του λόγου οι οποίοι, με τη γλωσσική τους επάρκεια, την ευρηματικότητα, την ευαισθησία και την ενσυναίσθηση, τον χρόνο και τον μόχθο που αφιερώνουν στη δουλειά τους και την απαιτούμενη πειθαρχία, συνεχίζουν να καταπιάνονται με την αδύνατη τέχνη της μετάφρασης, μετακενώνοντας ένα ξένο ποιητικό σώμα στο σώμα της δικής μας γλώσσας.  Σε αυτούς τους τεχνίτες του λόγου συγκαταλέγω και την Ευαγγελία Πολύμου, η οποία επιμένει εδώ και χρόνια να γνωρίσει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό τους σημαντικότερους ποιητές της Ιταλίας.

Η Ευαγγελία Πολύμου, η οποία διαθέτει την σκευή που απαιτείται για ένα τόσο σημαντικό έργο, αποδεικνύεται με τη δουλειά της άξια των ποιητών που μεταφράζει, γνωρίζει σε βάθος τη δομή της ιταλικής και της ελληνικής γλώσσας ώστε να μεταφέρει, όχι μόνο το λεξιλόγιο, το ύφος, τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο κάθε ποιητής, βρίσκοντας ισοδύναμα στη γλώσσα μας, αλλά και την ψυχοσύνθεση των ποιητών, τις συγκινησιακές αποχρώσεις με τις σιωπές, τις αποσιωπήσεις, τη συμπύκνωση των νοημάτων και τις συνδηλώσεις των λέξεων. Να μεταφέρει το συναισθηματικό και το συγκινησιακό τους νόημα, πράγμα που είναι και το δυσκολότερο μέρος στη μετάφραση της ποίησης, να μεταφέρει όσο γίνεται πιο άθικτο το κάλλος και την ευαισθησία τους, τις λεπτές αποχρώσεις των λέξεων, την πολυσημία τους, ορισμένες φορές την ανελαστικότητα και την ακαμψία των λέξεων, να χορέψει στον δικό τους ρυθμό και να παραμένει πιστή στην ποιητική ουσία. Τιτάνιο έργο το οποίο η Πολύμου φέρει επιτυχώς σε πέρας. Προσωπικά, δεν έχω παρά να την ευχαριστήσω για το εξαιρετικό αυτό δώρο που μου το προσφέρει με τόση γενναιοδωρία.

Αυτά ως προς το σημαντικό αυτό βιβλίο που, κατ’ εμέ, εμπλουτίζει τη σύγχρονη ελληνική γραμματεία και θα αποτελέσει οδηγό για άλλους κατοπινούς, επίδοξους μεταφραστές, οι οποίοι θα θελήσουν να ασχοληθούν με τα ιερά τέρατα της ιταλικής ποίησης που συμπεριλαμβάνονται στην ανθολογία Πρωτοπόροι Ιταλοί Ποιητές (εκδ. 24γράμματα, 2022), διότι όπως ξέρουμε, οι μεταφράσεις είναι θνησιγενείς, δεν οικειοποιούνται ποτέ το πρωτότυπο και υπόκεινται στα αισθητικά κριτήρια κάθε εποχής.

Aνθολογία «Πρωτοπόροι Ιταλοί Ποιητές, Οι απαρχές του μοντερνισμού», Επιλογή-Μετάφραση: Ευαγγελία Πολύμου, Εισαγωγή: Σταύρος Δεληγιώργης,Δίγλωσση έκδοση, Εκδόσεις: 24 Γράμματα

Προηγούμενο άρθροΗ βοή του βάθους (του Χρίστου Κυθρεώτη)
Επόμενο άρθροΔιαβάσαμε και προτείνουμε 20 ελληνικά πεζογραφήματα για το καλοκαίρι (των Β. Χατζηβασιλείου και Γ.Ν.Μπασκόζου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ