του Γεράσιμου Δενδρινού
Από τη γιορτή του Αγίου Στεφάνου η γιαγιά είχε τηλεφωνήσει στο κέντρο «Αρτζεντίνα» για ρεζερβέ τραπέζι το βράδυ της Πρωτοχρονιάς, όπου ο πατέρας και η μοδίστρα της, η Τζένη, θα αντάλλαζαν δαχτυλίδια. Αν και δεν έβλεπε με καλό μάτι την ξυλογκάνα – εξάλλου, πότε ήθελε γυναίκες να μπερδεύονται στα πόδια της; – ούτε τη μητέρα μου, τη νύφη της, δεν ήθελε, που, όταν πέθανε απ’ την κακιά αρρώστια, σαν να ημέρωσε το πρόσωπό της, κι ας συνέχιζε να φοράει τα μαύρα για ένα εξάμηνο.
Ο πατέρας φόρεσε το γαμπριάτικό του κουστούμι που του έπλεε απ’ την αδυναμία, κι εγώ, όπως πάντα, το ίδιο μπλε σακάκι και γκρίζο παντελόνι, που μου έπεφτε λίγο κοντό. Η γιαγιά φόρεσε το καφέ μαντό που είχε για να πηγαίνει κάπου επίσημα κι έδειχνε κατά πολύ νεότερη και με μαύρο κορακί μαλλί.
Το σπίτι της Τζένης ήτανε παλιό με μεγάλη αυλή, ελάχιστα φωτισμένη από ένα λαμπιόνι, στηριγμένο στα κεραμίδια. Ένα δωματιάκι με μπουρί της σόμπας, όρθιο πλάι στη στέγη από ελενίτ, είχε χτιστεί δίπλα στη καγκελόπορτα.
Το καλοραμμένο ταγιέρ της μοδίστρας, η τσάντα με τη χρυσή αλυσίδα για λουρί και γενικά η εμφάνισή της λόγω της μέρας έδιναν αντίθεση στην παρακμή του σπιτιού.
«Τέτοιο ταγιέρ ποτέ δεν μας έραψες για να ευχαριστηθεί κι εμάς η ψυχούλα μας», παραπονέθηκε η γιαγιά.
«Έτοιμο, κυρα-Βαγγελία, πρετ α πορτέ, απ’ του “Κεντικελένη”…» απάντησε αυτή, αφού κάθισε πλάι στον πατέρα.
«Μωρέ, μπράβο προόδους ο “Κεντικελένης”!… Από νυχτικάδικο-σαβούρα και με τις εργάτριες κακοπληρωμένες, πέρασαν στο φιγουρίνι».
Το κέντρο «Αρτζεντίνα», χτισμένο πλάι σε αραιούς καλαμιώνες, βρισκόταν κοντά στο Καλιμπάκι, όπου χύνεται ο Σαρανταπόταμος, ο Ελευσίνιος Κηφισός της αρχαιότητας, ανάμεσα στο παλιό εργοστάσιο χρωμάτων και βερνικιών «IRIS» και στο οινοπνευματοποιείο «Κρόνος». Στην καμινάδα του πρώτου, που λες και είχε ξεφυτρώσει μέσα από τα γερτά κλαδιά των φοινίκων της αυλής, υπήρχε αναρτημένη η επιγραφή με χρυσά μπλε και μοβ γράμματα «Ευτυχισμένο το 1968». Στην είσοδο, ο πατέρας, για να περάσουμε, έδωσε το όνομά μας στον πορτιέρη, σ’ έναν πανύψηλο άντρα που είχε διακριτικά στους ώμους του μπουφάν του. Μέσα, η αίθουσα, βαμμένη στο απαλό ροζ με έντονη διακόσμηση, ήταν ήδη γεμάτη από ανθρώπους μέσης και μεγαλύτερης ηλικίας.
Καθίσαμε δίπλα σε παράθυρο. Στο βάθος του κέντρου, η ορχήστρα έπαιζε το ινστρουμένταλ του τραγουδιού «Francoise» των Βίκινγκς, την επιτυχία της χρονιάς. Οι μουσικοί φορούσαν άσπρα σακάκια και μόνο ο ντραμίστας είχε αφήσει το δικό του στη ράχη μιας καρέκλας δίπλα του. Τα γκαρσόνια σέρβιραν πρώτα τα ορεκτικά και μετά τις σαλάτες και τα ψητά.
Δεν είχα καμία όρεξη – άσε που σιχαινόμουν να βλέπω τη γιαγιά να τρώει – πάντα η τροφή κάλυπτε την πάνω σιαγόνα της μασέλας, που απ’ το μάσημα όλο και της έπεφτε καλύπτοντας το κάτω χείλος.
Ο παρουσιαστής, ένας αδύνατος γύρω στα σαράντα με τις φαβορίτες ίσαμε τα μάγουλα, ανάγγειλε στο μικρόφωνο το τραγούδι του Ιταλού Τόνι Πινέλι «Ανάμνηση», ο οποίος έκανε τότε καριέρα στη χώρα μας. Εμφανίστηκε ένας συμπαθής νεαρός με φουλάρι, που δεμένο πρόχειρα στον λαιμό φάνταζε σαν χαλαρή θηλιά.
Η πίστα γέμισε από ζευγάρια. Το τραγούδι ήταν το αγαπημένο της Τζένης, γι’ αυτό και τη σήκωσε ο πατέρας για να το χορέψουν. Την είχε αγκαλιάσει σφιχτά, ενώ αυτή είχε στηρίξει χαλαρά τα χέρια στη μέση του. Η φωνή του τραγουδιστή ήταν απόλυτη μίμηση του Πινέλι με τη χαρακτηριστική ιταλική προφορά των ελληνικών:
Το καλοκαίρι μαζί πηγκαίναμε στην αμμουντιά
κέρι με κέρι και μ’ ένα αστέρι γκια συντροφιά
Η γιαγιά, ενώ συνεχιζόταν το τραγούδι, κοίταζε προς την πίστα. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ξεχώριζε ανάμεσα σ’ αυτούς που χόρευαν το ζευγαράκι της Παρασκευής, όπως αποκαλούσε τον πατέρα και τη μοδίστρα. Σκούπισε τη μύτη της μ’ ένα μαντίλι που έβγαλε από τη τσάντα της κι ύστερα το πέταξε μέσα, αφού πίεσε με δύναμη το χρυσό της κούμπωμα.
Μόλις τελείωσαν τραγούδι και χορός, στο κέντρο απότομα έπεσε συσκότιση. «Μόλις σβήνουνε τα φώτα, τότε τα χέρια μακραίνουν και ψάχνουν για πορτοφόλια», σχολίασε αφού άρπαξε την τσάντα της και την έβαλε στα γόνατά της.
Στον κόλπο της Ελευσίνας, κι ακόμα πιο μακριά, άρχιζαν να σφυρίζουν τα καράβια. Στα παράθυρα του κέντρου αντιφέγγιζαν βεγγαλικά. Ο παρουσιαστής, συνοδεία του κόσμου που επαναλάμβανε δυνατά, μέχρι να μπει ο καινούργιος χρόνος άρχισε ν’ απαριθμεί αντίστροφα ένα-ένα τα δευτερόλεπτα από το δέκα ίσαμε το ένα, έχοντας τον ντραμίστα να δίνει ρυθμό στο πιατίνι «τς! τς!».
Όταν ξανάναψαν τα φώτα, στην αίθουσα αντήχησε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα. Τα γκαρσόνια έκοψαν τρεις μεγάλες βασιλόπιτες και ανέλαβαν το μοίρασμά τους στους πελάτες, κι όσο για το φλουρί, αυτό έπεσε στον πορτιέρη, που είχε στο μεταξύ περάσει μέσα και μας αγνάντευε με χαμόγελο.
Πάνω στην ώρα, εμφανίστηκε και ο φωτογράφος της Ελευσίνας, ο Μισέλ, για ν’ απαθανατίσει κάθε πρωτοχρονιάτικο στιγμιότυπο των πελατών, προτείνοντάς τους μάλιστα να ποζάρουν χαμογελαστοί κοιτώντας απευθείας στον φακό.
Ο πατέρας έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα κουτάκι δεμένο με άσπρη κορδέλα. Ήταν τα δαχτυλίδια του αρραβώνα.
«Άντε, να σας χαρώ!» φώναξε ενθουσιασμένη η γιαγιά.
Πέρασε τη βέρα στο μεσαίο δάχτυλο του αριστερού χεριού της Τζένης, και αυτή έκανε το ίδιο στο δικό του. Φιλήθηκαν, και η γιαγιά τους αγκάλιασε. Με νεύμα προς τον Μισέλ που έκανε ο πατέρας, βγήκαν τότε και οι πέντε πετυχημένες φωτογραφίες που διατηρούμε από τότε στο οικογενειακό άλμπουμ, σαφώς καλύτερες από εκείνες του γάμου του πατέρα με τη μητέρα.
Η ορχήστρα έπαιζε ένα γνωστό ορχηστρικό, όταν ο πατέρας έβγαλε από ένα μακρόστενο κουτί και χάρισε στην Τζένη ένα πρασινωπό φουλάρι με ενσωματωμένο κόσμημα-γούρι του νέου έτους, κι εκείνη του έδωσε ένα ζευγάρι επίχρυσα μανικετόκουμπα. Η ασημένια ταυτότητα με το όνομα «Μάκης» προοριζόταν από τη μοδίστρα για μένα, ενώ στη γιαγιά, που της χάρισε μια πουντριέρα με καθρέφτη, δώρισε μια ασημένια καρφίτσα, ομοίωμα λουλουδιού γαρδένιας με αστραφτερές πέτρες.
«Η καρφίτσα του γάμου μου είναι πια καπνικαρέα, ενώ αυτή εδώ θα ’ναι σίγουρα ζαλάδα για τις φίλες μου!… Και τα μανικετόκουμπα που μας χάρισες τα βρίσκω έκτακτα», πρόσθεσε.
«Κυρίες και κύριοι, είμαι σίγουρος πως θα θυμάστε τον Χοσελίτο, το παιδί-αηδόνι της Ισπανίας», ακούστηκε η φωνή του παρουσιαστή απ’ το μικρόφωνο, «που θαυμάσαμε πριν κάποια χρόνια στην ταινία “Χοσελίτο, ακούστε το τραγούδι μου”… Σας διαβεβαιώ πως έχουμε κι εμείς Χοσελίτο και ζει ανάμεσά μας, εδώ, στην Ελευσίνα! Κυρίες και κύριοι, Ντίνος Καβάγιος!»
Μείναμε άφωνοι όταν είδαμε ένα μελαχρινό παιδί της ηλικίας μου, χοντρούτσικο κάπως με κάτασπρο σακάκι, παπιγιόν κόκκινο και μαύρα λουστρίνια. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει το τραγούδι του Γιάννη Βογιατζή «Ένας ουρανός μ’ αστέρια» από τη γνωστή ταινία, Ραντεβού στον αέρα.
Ένας ουρανός μ’ αστέρια
είναι η αγάπη η δική μας…
Μας έκανε μεγάλη εντύπωση η ωραία φωνή του και η σοβαρότητά του – ούτε χαμόγελα, ούτε λίκνισμα που απαιτούσε ο ρυθμός. Ο κόσμος είχε προσηλωθεί πάνω του χωρίς καμία διάθεση για χορό.
«Κάπου τον ξέρω αυτόν τον μπόμπιρα…» αναρωτήθηκε η γιαγιά. «Από φωνή τα πάει καλύτερα από κάτι παρακατιανούς, που μπορεί να γαβγίζουν, αλλά τους ξέρει όλος ο ντουνιάς».
Ήταν από τις λίγες φορές που είχε ξεστομίσει κάτι καλό για κάποιον μπροστά σε άλλους.
Ένας ουρανός
πάντα φωτεινός
ένας ουρανός μ’ αστέρια…
Στην «Αρτζεντίνα» ξέσπασε επίμονο και ενθουσιώδες χειροκρότημα. Μερικοί πελάτες σηκώθηκαν όρθιοι. «Μπράβο! Μπράβο!» έλεγαν. Ο Ντίνος έκανε ελαφριά υπόκλιση και χάθηκε.
«Αφού λοιπόν σας άρεσε», είπε ο παρουσιαστής, «προτείνω να τον ξανακούσουμε. Τώρα όμως να μου επιτρέψετε να σας παρουσιάσω τα μέλη της ορχήστρα μας…»
Μια ψηλή ξανθιά με πολύχρωμο φόρεμα, πλούσιο μπούστο και κότσο μπανάνα, δεμένο πίσω με μια μεγάλη φουρκέτα, πλησίασε το τραπέζι μας.
«Βρε, το Σοφάκι!» έκανε η γιαγιά.
Ήταν η κομμώτρια της. Μας τη σύστησε. Εκείνη ευχήθηκε η ώρα η καλή, κι ο πατέρας έριχνε, θυμάμαι, φευγαλέες ματιές στο στήθος της.
«Α!» αναφώνησε έκπληκτη η γιαγιά, «και διόρθωσέ με αν κάνω λάθος. Ο γιος σου δεν είναι, μωρέ, ο Ντίνος; Δεν τραγουδάει σε χορωδία;»
«Σωστά, κυρα-Βαγγελία μου. Πήρε μαθήματα τραγουδιού απ’ την ξαδέλφη μου, τη Νότα, στο ωδείο της στον Ασπρόπυργο… Κάποια μέρα, ενώ επιστρέφανε τα παιδιά της χορωδίας με το πούλμαν από εκδρομή στον Άγιο Μερκούριο, άρχισαν να λένε στο μικρόφωνο μοντέρνα τραγούδια. Ο Ντίνος είπε τον “Τρόπο” των Ολύμπιανς, κι αυτό ήταν… Την ιδέα για το κέντρο η εξαδέλφη μού την πρότεινε… Ξεκινήσαμε από το κέντρο “Βιολέτα” στο Αιγάλεω το Πάσχα, το καλοκαίρι τραγούδησε στο αναψυκτήριο “Σαγιονάρα” στο Μεγάλο Πεύκο και τώρα εδώ στην Ελευσίνα…».
«Μα είναι σπουδαίο ταλέντο!» σχολίασε η Τζένη. «Φαντάσου να μεγαλώσει!»
«Εμείς θέλουμε να τον μάθει πρώτα ο κόσμος. Η καριέρα, ξέρετε, δεν θέλει άλματα… Τι να κάνουμε; Από τότε που μας άφησε ο άντρας μου, συνδυάζουμε το κομμωτήριο με το τραγούδι… Φέτος συνεργαστήκαμε μ’ ένα συγκρότημα απ’ το Χαϊδάρι, υπάρχει κι ένας ραδιοπειρατής, απ’ τον Σκαραμαγκά, ο Τζερόνιμο Γιάνκα, που βάζει και τα τραγούδια του. Δεν ξέρω αν τον έχετε ακούσει. Κάνει κι αφιερώσεις….»
«Εγώ κατεργαρέους μυρίζομαι!» της είπε η γιαγιά. «Τεντιμπόηδες απ’ τη μια και ιδιοκτήτες των κέντρων απ’ την άλλη, έμεινα ρέστος στον παρά και ζητάω και αγκάλη».
«Και δεν μου λες, κυρία Σόφη, εγώ, ας πούμε, που θέλω να αγοράσω τον δίσκο, πού θα τον βρω; Κυκλοφορεί στο εμπόριο;»
Η ερώτησή του έμεινε χωρίς απάντηση, αφού αυτή μας άφησε μόλις είδε τον παρουσιαστή να παίρνει το μικρόφωνο:
«Και τώρα, ας δεχτούμε ακόμη μια φορά το ταλέντο της πόλης μας, σε μια πολύ γνωστή επιτυχία των Τσαρμς “Η γλυκιά αγαπημένη”. Ο Ντίνος εφέτος στον πρώτο μεγάλο δίσκο του συγκροτήματος των Τινέιτζερς “Αγαπημένες διασκευές”, λέει τρία τραγούδια, ένα του Τέρρυ Χρυσού, ένα του Δάκη κι ένα του Τζορντανέλλι… Όσοι θέλουν να τον αγοράσουν, θα περάσει σε λίγο μια κοπέλα από τα τραπέζια σας…»
Η γλυκιά αγαπημένη
απόψε προσμένει
στο γνώριμο στενό…
Η πίστα γέμισε από κόσμο, που χόρευε όπως του ’ρχότανε, χωρίς να ξέρει αν ο ρυθμός ήταν για σέικ ή για γιάνκα. Μια κοπέλα πέρασε από όλα τα τραπέζια κρατώντας ψηλά το LP των Τινέιτζερς. Στη μία πλευρά υπήρχε φωτογραφία του συγκροτήματος που πόζαραν φορώντας τζιν πλάι σε μια μοτοσικλέτα και στην άλλη ο Νίνο που κρατούσε μια κιθάρα. Από μας μόνο η Τζένη προσφέρθηκε να αγοράσει τον δίσκο.
Μέσ’ τα νιάτα, στη φύση,
η αγάπη θα ζήσει,
θα ζεσταίνει τις καρδιές
Στην προτροπή του Ντίνου «Όλοι μαζί!», που ο κόσμος όλος επαναλάμβανε την πρώτη στροφή και όσοι είχαν μείνει στα τραπέζια χειροκροτούσαν, η γιαγιά νευρίασε:
«Δεν πας, γιέ μου, να τους πληρώσεις τον λογαριασμό; Δεν κοιτάνε την ηλικία τους, μου θέλουνε και αμπεμπαμπλόν κουτσό!»
Αφού άφησε δίπλα στο πιάτο της πέντε δραχμές για φιλοδώρημα, συμπλήρωσε αναστενάζοντας:
«Άντε, καλά ως εδώ… Η ώρα η καλή λοιπόν, και μετά τον γάμο στο σπιτικό σας…»
Μόλις βγήκαμε, ψιλόβρεχε. Η γιαγιά με την Τζένη έβαλαν στο κεφάλι τις τσάντες τους να προστατευθούν απ’ τη βροχή. Ο πατέρας, για ν’ αποφύγει τις λάσπες, έκανε πολλές μανούβρες. Ξαφνικά, πίσω από τις καλαμιές πρόβαλαν κάτι τσιγγανάκια άρχισαν τα χειροκροτήματα και τα σφυρίγματα.
Ίσαμε να βγούμε στην Ιερά οδό, όπου ο πατέρας, όποτε κατέβαινε στην Ελευσίνα, έβαζε σημάδι τη μεγάλη διαφήμιση με τα ψυγεία και τις κουζίνες της «Eskimo» κανείς μας δεν μιλούσε. Λίγο μετά τον καλοκαιρινό κινηματογράφο «Ρεξ» η μηχανή απότομα έσβησε.
Ο πατέρας μας είπε να κατεβούμε. Με την πόρτα ανοιχτή και με το χέρι στο τιμόνι, έσπρωχνε το αμάξι για να πάρει μπρος.
Εμείς είχαμε σταθεί μπροστά στον συρμάτινο φράχτη ενός χωραφιού. Η βροχή είχε σταματήσει και τώρα έπνεε δυνατός αέρας με λιγοστές σταγόνες. Πάνω στην ταμπέλα του «Ρεξ» ένα μεγάλο μέρος της αφίσας της ταινίας, Οι γ [….] οι του Μπρανκαλεόνε, με τα πρόσωπα του Βιτόριο Γκάσμαν και του Τζιαν Μαρία Βολοντέ είχε ξεκολλήσει και παράδερνε στον αέρα. Όταν με τον νου μου σχημάτισα τα γράμματα που έλειπαν [ ενναί ], άκουσα τη γιαγιά να λέει:
«Τι να σου κάνουν κι αυτά τα έρμα τα τσιγγανάκια… Μια ζωή στο κυνηγητό είναι… Για δες τη ζωή απ’ τη μεριά τους. Ενώ εμείς, όλο ψάχνουμε να βρούμε το σωστό, που για τους άλλους μπορεί να είναι λάθος».