Κυριακή Μπεϊόγλου
Έξι ώρες οδηγούσε μα τις τελευταίες σαράντα ένιωθε πως ήταν διαρκώς σε κίνηση αφού κοιμόταν πολύ λίγο και ακόμα και τότε ένιωθε πως το μυαλό του ήταν σε εγρήγορση. Στο πρώτο φως της αυγής έμπαινε στην πόλη που ξυπνούσε ομιχλώδης και ασχημάτιστη ακόμα από ζωή, από φωνή, από ανθρώπους. Έφτασε στο σπίτι που ήταν πνιγμένο στους θάμνους και τα αγριόχορτα. Με ένα κλικ και ένα βραχνό τρίξιμο η καγκελόπορτα άνοιξε. Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά της μονοκατοικίας και ξεκλείδωσε την πόρτα. Μπήκε στα τυφλά, το χέρι ψηλάφησε τον τοίχο, βρήκε τον διακόπτη κι ένα κίτρινο φως από τη λάμπα του χωλ ανέδειξε ένα μεγάλο σαλόνι στο βάθος, την πόρτα της κουζίνας, μια σκάλα που έβγαζε πάνω στα υπνοδωμάτια. Έβγαλε τα κρέπια από τα έπιπλα και άνοιξε τα παντζούρια και τα παράθυρα. Ο κρύος βόρειος άνεμος σάρωσε το σπίτι. Έβαλε σε λειτουργία τις ηλεκτρικές συσκευές και έπειτα ξεφόρτωσε όσα ψώνια είχε φέρει. Έκλεισε τα παράθυρα. Άναψε την σόμπα της κουζίνας και το τζάκι του σαλονιού. Ανέβηκε στα υπνοδωμάτια. Άνοιξε τις πόρτες των δωματίων. Μπήκε μόνο στο παιδικό δωμάτιο. Ξάπλωσε στο κρεβάτι και κοιμήθηκε. Όχι πάνω από δυο ώρες. Κατέβηκε κάτω. Νίφτηκε στον νεροχύτη της κουζίνας. Έβαλε τα πρώτα φαγητά να μαγειρεύονται. Ένα χοιρινό με κάστανα στην κατσαρόλα. Κατσικάκι με πατάτες στον φούρνο. Έφτιαξε καφέ. Βρήκε τις σακούλες με τα γλυκά. Τα πήρε και πήγε στο σαλόνι. Άναψε τον πολυέλαιο. Έβγαλε από τη σερβαντα τους πορσελάνινους δίσκους. Τακτοποίησε πάνω τους τα μελομακάρονα, τους κουραμπιέδες, τις δίπλες, τα σοκολατάκια πορτοκάλι. Και πτιφούρ με μαρμελάδα που άρεσαν στους γονείς του. Στο ένα ντουλάπι της σερβάντας ήταν τα καλοσιδερωμένα τραπεζομάντηλα με τις ταιριαστές πετσέτες τους. Διάλεξε ένα λευκό. Και το έστρωσε πάνω στο μαονένιο τραπέζι. Έστρωσε πάνω τις πετσέτες, τα πιάτα, τα μαχαιροπίρουνα. Έξι. Η οικογένεια όλη. Ακούμπησε πάνω τους δίσκους με τα γλυκά να γυαλίζουν από το φως του πολυέλαιου, λαχταριστά και λιμπιστικά. Το σπίτι είχε πια ζεσταθεί. Έκανε μερικά τηλεφωνήματα. Έδωσε και πήρε ευχές. Σκάλισε λίγο την παλιά βιβλιοθήκη, κοίτα να δεις τι θησαυρούς είχε εδώ!Άνοιξε το ραδιόφωνο. Συντονισμένο ακόμα στους 98,6 , «το Ράδιο-Θεσσαλονίκη εύχεται στους ακροατές του χρόνια πολλά κι ευτυχισμένο το 2020», η μουσική γέμισε τον χώρο. Από παλιά λαϊκά μέχρι Μπόμπ Ντύλαν. Η ώρα περνούσε κι οι μυρωδιές από την κουζίνα ξυπνούσαν και πεθαμένους. Δοκίμαζε λίγο την σάλτσα στην κατσαρόλα, ανακάτευε τις πατάτες στο ταψί. Κατά το απόγευμα έβαλε μπρος και την κοτόσουπα. Στο τέλος την αυγόκοψε και όλα τέλεια.
Ήρθε και πάλι ο ύπνος, στον καναπέ πλάι στο τζάκι. Ξύπνησε με τρομάρα μήπως και πέρασε η ώρα και άλλαξε ο χρόνος… Αλλά όχι, ήταν ακόμη 11μμ. Σέρβιρε τα φαγητά στο τραπέζι, άνοιξε το κόκκινο κρασί, κάθησε και τους προσκάλεσε να καθίσουν. Όλοι οι δικοί του ήταν απέναντι. Ρώτησε: Πως είναι εκεί; Έχει κρύο; Μάλλον θα σας έρθω σύντομα, θα μπορούμε να μιλάμε; Θα θυμόμαστε πως σε αυτό τραπέζι τέτοια μέρα η μάνα μάλωνε τον πατέρα γιατί είχε πιει ήδη το μισό μπουκάλι κρασί, πως ο αδερφός πείραζε την αδερφή για τα φλερτ της εφηβείας της, για το ότι η γιαγιά δεν άντεχε πήγαινε κοιμόταν κι έλεγε αύριο εγώ έχω πρωτοχρονιά; Θα θυμόμαστε ο ένας τον άλλον;
Έξω από τα παράθυρα ο βόρειος άνεμος δεν μπορούσε να διακρίνει, αν ήταν γιος, αν ήταν κόρη, αν ήταν άνδρας ή γυναίκα, που κινούταν μέσα στο συνήθως σκοτεινό σπίτι. Ήταν απλώς άνθρωπος. Άνθρωπος που είχε επιστρέψει για μια πρωτοχρονιά με την οικογένεια. Την πρωτοχρονιά του 2020.