του Δάνη Κουμασίδη (*)
Εμφανίζεται σιγά σιγά εκδοτικά μια νέα φουρνιά (αποφεύγω τον όρο γενιά για επιστημολογικούς λόγους) συγγραφέων η οποία αποφοίτησε από τα μεταπτυχιακά πανεπιστημιακά προγράμματα Δημιουργικής Γραφής: συγκεκριμένα από τα προγράμματα του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας και του Ε.Α.Π. μετρώ ήδη άνω των είκοσι αξιόλογων βιβλίων, βιβλίων που προφανώς θα βρισκόταν σε κατώτερο επίπεδο εάν δεν είχε προηγηθεί η φοίτηση των συγγραφικών τους υποκειμένων στα προγράμματα. Συνυπολογίζοντας και τους απόφοιτους των πλείστων εργαστηριών, αρκετά εξ αυτών αξιόλογα, οι νέοι συγγραφείς με θετικό αποτύπωμα πολλαπλασιάζονται. Ωστόσο, επειδή δεν είναι αυτό το θέμα μας επί της παρούσης,[1] εστιάζω στο Τι δεν έχει πεθάνει της πρωτοεμφανιζόμενης Άρτεμης Ψιλοπούλου.
Η πρώτη, παιγνιώδης απάντηση στο ερώτημα του τίτλου του βιβλίου, στο «τι δεν έχει πεθάνει» είναι: «μάλλον ο συγγραφέας», ως έμμεση αναφορά στο διασημότερο ίσως ερώτημα της θεωρίας της λογοτεχνίας κατά τον 20ο αιώνα (χάριν του Ρολάν Μπαρτ). Έχουμε να κάνουμε με είκοσι αφηγήματα, υπό την «ψευδο-μορφή» διηγημάτων με αφήγηση ασθματική, με άλλα λόγια μια αφήγηση που τρέχει με τα χίλια για ν’ αφεθεί στη συνέχεια σε παύσεις-φορείς μιας υποκρυπτόμενης ρομαντικής διάθεσης. Υπάρχουν ασφαλώς κι ορισμένες δευτερεύουσες αφηγηματικές δομές, όπως λόγου χάρη οι συχνές θεατρικίζουσες εξάρσεις, καλά καμουφλαρισμένες μέσα στην πρόζαˑ οσμίζομαι ότι θα οδηγήσουν πιθανώς τη συγγραφέα σύντομα στην άσκηση της θεατρικής γραφής.
Συνάμα, διακρίνουμε στα αφηγήματα μια εσάνς μαγικού ρεαλισμού, όχι τόσο ώστε να καταταγεί σε αυτόν ούτε ως πρόσθετο αισθητικό στολίδι αλλά κυρίως επειδή η πλοκή προχωρά πάντα από κάτι αλλόκοτο, ανεξήγητο, σχεδόν υπερφυσικό που πράττουν οι χαρακτήρες. Η συγγραφέας κάπως παραπλανητικά οδηγεί τον αναγνώστη να πιστέψει ότι οι χαρακτήρες ανά αφήγημα αλλάζουν, ωστόσο εκείνο που σίγουρα παραμένει σταθερό είναι οι χώροι. Οι χώροι σε όλα τα αφηγήματα δεν αποτελούν απλώς τοπία, λειτουργούν ως ενός είδους αφηγητές, οδηγώντας το βιβλίο ειδολογικά προς το σπονδυλωτό, οπωσδήποτε την αφήγηση προς μια καλειδοσκοπική μανιέρα. Οι χαρακτήρες πράττουν αλλόκοτα, οι χώροι (αυτό)αφηγούνται: αρκετά καλή συγγραφική ιδέα, ειδικά για πρωτοεμφανιζόμενο.
Θεματολογικά, το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων: είναι ο θάνατος το κεντρικό θέμα του βιβλίου; Μολονότι ο θάνατος ως λογοτεχνικό θέμα κατά τη γνώμη μου επιτελεί έναν ρόλο χαλασμένου πασπαρτού, δηλαδή μπορεί να χρησιμοποιηθεί σχεδόν παντού, αλλά δεν μας βοηθά σχεδόν πουθενά. Από καταβολής κόσμου, λεν σύσσωμοι οι μεγάλοι θεωρητικοί, τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας (και της τέχνης, ευρύτερα) είναι σταθερά: έρωτας, θάνατος, μίσος, εξουσία, απληστία κ.ο.κ. Κατά τη γνώμη μου, το θέμα στο εν λόγω βιβλίο είναι η μοναξιά (ή, η μοναχικότητα σ’ ορισμένες παραλλαγές), το περίφημο ανέφικτο της επικοινωνίας, μεταμφιεσμένο σε ενός είδους θάνατο, ή, καλύτερα, στους μικρούς θανάτους της αβάσταχτης καθημερινότητας.
Εν συνόψει, η συγγραφέας στρέφοντας την προσοχή της λίγο ακόμη περισσότερο στην πλοκή και ελαττώνοντας τον γλωσσοκεντρισμό, θα μας έχει σε αναμονή για το δεύτερο, πάντοτε δυσκολότερο, βήμα της.
(*) Ο Ιορδάνης Κουμασίδης διδάσκει στο ΕΚΠΑ
[1] Έχω αναφερθεί σχετικά σε ξεχωριστό άρθρο στο περιοδικό Μανδραγόρας, τ. 66, 2021, «Δημιουργική γραφή και σύγχρονη εν Ελλάδι λογοτεχνική πραγματικότητα».
Άρτεμις Ψιλοπούλου, Τι δεν έχει πεθάνει, Εκδόσεις Loggia, 2022, σελ. 112.