Παναγιώτης Ροϊλός.
Για την Άχνα του Στρατή Χαβιαρά (*).
Είναι μεγάλη μου χαρά που συμμετέχω απόψε στην παρουσίαση του καινούριου βιβλίου ενός πολύ εκλεκτού φίλου, του Στρατή Χαβιαρά. Τον Στρατή τον γνώρισα για πρώτη φορά στα μέσα του 1990, περίπου είκοσι χρόνια πριν, όταν, ως μεταπτυχιακός φοιτητής στο Χάρβαρντ, σπουδάζοντας εκεί για το διδακτορικό μου, είχα την ευκαιρία να παρακολουθώ αρκετές από τις ποιητικές αναγνώσεις που οργάνωνε ως διευθυντής των βιβλιοθηκών George Edward Woodberry (Poetry) και Henry Weston Farnsworth στο Χάρβαρντ, όπου είχε επίσης ιδρύσει και με απόλυτη αφοσίωση και μοναδική σοφία και οξυδέρκεια διηύθυνε για είκοσι χρόνια περίπου το Harvard Review, λογοτεχνικό περιοδικό υψηλού επιπέδου, που γρήγορα αναγνωρίστηκε ως ένα από τα πιο έγκυρα και πρωτοποριακά του είδους του όχι μόνο στην Αμερική, αλλά σε όλο τον αγγλόφωνο κόσμο. Αργότερα, όταν ανέλαβα την διεύθυνση του Προγράμματος Ελληνικών Σπουδών ως νεαρός Καθηγητής 15 χρόνια περίπου πριν, είχα την μοναδική ευκαιρία να συνεργαστώ με τον Στρατή στην οργάνωση αντίστοιχων εκδηλώσεων. Η βοήθειά του ήταν πάντοτε αμέριστη και πάντοτε απόλυτα ανιδιοτελής. Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να του εκφράσω και από εδώ τις θερμές μου ευχαριστίες για τα χρόνια της συνεργασίας μας στην αλλοδαπή. Το κενό της φυσικής απουσίας του από το Χάρβαντ είναι οδυνηρά αισθητό σε όλους όσους είχαν ιδίαν πείραν της συμβολής του στα εκεί λογοτεχνικά πράγματα, αλλά η πνευματική του παρουσία παραμένει ισχυρότατη. Το περιοδικό που ίδρυσε συνεχίζει να εκδίδεται και η δουλειά του ως διευθυντή των βιβλιοθηκών Woodberry και Farnsworth έχει αφήσει εποχή.
Όσα αναφέρω στο προοίμιο αυτό για τον Στρατή δεν ανταποκρίνονται στο πρωτόκολλο της ρητορικής ευφράδειας και υπερβολής. Δεν αποτελούν ρητορικούς τόπους. Άλλωστε, όσοι τυχαίνει να με γνωρίζουν, ξέρουν πολύ καλά ότι τίποτε δεν απεχθάνομαι περισσότερο από την εκκωφαντική στειρότητα πομπωδών επαίνων. Έτσι κι αλλιώς η περίπτωση του Στρατή, που έχει γράψει μεγάλη και μακρόχρονη ιστορία διεθνούς εμβέλειας, αποτελεί εξ ορισμού την επικύρωση των λεγομένων μου και δεν μπορεί εύκολα να περικλεισθεί σε τόπους ρητορικής δεινότητας.
Είναι συχνά ενδιαφέρον, όταν διαβάζει κανείς ένα αξιόλογο βιβλίο, να επανέρχεται σ’ αυτό εστιαζόμενος στην αρχή και το τέλος του, αφού τα ακρότατα αυτά σημεία (εκκίνησης και κατακλείδας) του αφηγούμενου λόγου, βοηθούν σε εκ νέου (προληπτικές και αναληπτικές) επισκέψεις των ενδιάμεσων σταθμών του. Η αρχή της Άχνας: «Τι. Άχνα.» Και το αυτοαναιρούμενο τέλος: «Τέλος οὐκ ἔστι». Θυμάμαι, για παράδειγμα, πώς αρχίζει ο Άμλετ. Tο εναρκτήριο ερώτημα “Who’s there” διατρέχει την όλη πλοκή του έργου και την περιβάλλει με την υποβλητική αγωνία της οντολογικής και επιστημολογικής απορίας που ενσασρκώνεται στην φασματική σχέση του Άμλετ με την μορφή του πατέρα, τον κόσμο και εν τέλει τον εαυτό του.
Στο βιβλίο του Χαβιαρά, που μάλλον υπονομευτικά το σχετικό παρακειμενικό σχόλιο στην σελίδα τίτλου και το εξώφυλλο το χαρακτηρίζει ως μυθιστόρημα, η μεταμοντερνιστική αλληγορική ηρωίδα της ιστορίας, που δίνει και τον τίτλο στο έργο, ταυτοποιείται από τις πρώτες δύο του λέξεις ως τι? “Άχνα”.
Πρόκειται βέβαια για έμμεση ταυτοποίηση, αλλά η μεσολάβηση του σημείου στίξης της τελείας ανάμεσα στις δύο λέξεις (“Τι. Άχνα”), με την υπονομευτική και αυτοϋπονομευόμενη απολυτότητά της, συμβάλλει στον καίριο χαρακτηρισμό της ρευστότητας, της πρωτεϊκής ουσίας της ηρωίδας. “Άχνα”, τι?
Κείμενη μεταξύ άρρητου αλλά ενδιάθετου λόγου και γλωσσικής εκφοράς, εκφοράς συνειρμικής, αλλά αριστοτεχνικά, συστηματικά οργανωμένης, όχι αυτόματης, αν και δημιουργικά ανταποκρινόμενης, όπως τα πιο σημαντικά έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας, σε φαντασιακούς και εκφραστικούς τρόπους κληροδοτημένους από το μεγάλο σχολείο του υπερρεαλισμού και από τον δάσκαλο ρεαλιστή εξερευνητή του φαντασιακού στοχασμού Joyce, η Άχνα θα μπορούσε να ειδωθεί σαν την προσωποποίηση, μια πρωτοποριακή πραγματικά αλληγορία της ίδιας της δημιουργικής ανάγκης και έκφρασης, της αφήγησης του συγγραφέα. Η άχνα, πνοή, εισπνοή και εκπνοή, αλλά και δηλωτική της απουσίας ή αναστολής εκφοράς λόγου, σιγής, σιωπής, από την αρχή του βιβλίου, διακριτικά αλλά εύγλωττα, συγκερνά τις έννοιες του θανάτου, του έρωτα, και της δημιουργικής καταγραφής της αγωνίας εξισoρρόπησης και συμφιλίωσης των δύο αυτών αντιθετικών δυνάμεων. Το βιβλίο ξεκινά με μία σύγχρονη Νέκυια, την επαφή του αφηγητή με τον κάτω κόσμο, απ’ όπου σαν άλλος Ορφέας ανασύρει σαν άλλη Ευρυδίκη την Άχνα του (σσ. 5, 8). O ψευδώνυμος αφηγητής Νίκος (σ. 16), προσπαθεί να δώσει σχήμα στην πρωτεϊκή αυτή μορφή (σ. 22). Η άχνα, μια πεταλούδα, ψυχή που γεφυρώνει τον έρωτα και τον θάνατο μέσω της αιθέριας πορείας της ανάμεσα στον λόγο και την αναστολή του, μία anima που συμπληρώνει τον συνειδητό animus του αφηγητή. Σταδιακά η Άχνα-Ευριδίκη, χάρη στην ερωτική της δύναμη, λιβιδώ, κυριεύει, κατά κάποιον τρόπο, κατακτά και κατανικά τον αφηγητή Νίκο και τον παρασύρει στην πολυμορφία της δικής της πρωτεϊκής, αέρινης και αέναα μεταίχμιας ερωτικής ταλάντευσης μεταξύ όλου και τίποτα, λόγου και ά-λογου, πάντα στα όρια της έκφρασης και του άρρητου (σ. 45).
Η Άχνα ενσαρκώνει έτσι ένα πνεύμα, ανακτημένο από το επέκεινα του συνειδητού, χάρη στην μυητική επαφή του αφηγητή με τον κόσμο των νεκρών, που καθορίζει και υπαγορεύει την δημιουργική του δύναμη. Ένας θηλυκός δαίμων, ένα δαιμόνιο που, σαν εκείνο το Σωκρατικό, ωθεί τον Νίκο στην καταγραφή της οντολογικής ειρωνείας της ανθρώπινής του ύπαρξης.
Πριν λίγες ημέρες ξαναδιάβαζα κάποια ενδιαφέροντα δοκίμια του φιλοσόφου Giorgio Agambem, ανάμεσά τους και το «Genius, γενέθλιος δαίμονας». Ο διαυγής σχολιασμός του της αρχαίας περί γενεθλίου δαίμονος ιδέας, καθώς τον ξαναέβλεπα τις παραμονές της σημερινής μας παρουσίασης και έχοντας φρέσκο στο μυαλό μου το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Στρατή, μου δημιούργησε ερμηνευτικούς συνειρμούς που θα αποτολμήσω να μοιραστώ μαζί σας απόψε. Genius για τους Λατίνους ήταν ο γενέθλιος δαίμων, ο οποίος αναλάμβανε την προστασία και καθοδήγηση του ατόμου από την στιγμή της γέννησής και σε όλη την διάρκεια της ζωής του. Η προσωπική, εξατομικευμένη αυτή θεϊκή δύναμη, αντίστοιχο της χριστιανικής μετεξέλιξής πλατωνικών μάλλον ιδεών, αποτελεί ταυτόχρονα, σχολιάζει ο Αγκάμπεν, ό,τι πιο απρόσωπο έχουμε, ό,τι υπερβαίνει την συνειδητή υποκειμενικότητά μας:
“Το να ζεις με τον Genius σημαίνει να βιώνεις μία μύχια σχέση με μια ξένη ύπαρξη, να σχετίζεσαι αδιαλείπτως με μία ζώνη αγνωσίας, με μία περιοχή μη γνώσης… Η οικειότητα με μία ζώνη αγνωσίας συνιστά μία καθημερινή μυστικιστική πρακτική, όπου το Εγώ, στο πλαίσιο κάποιου ειδικού και ευφρόσυνου εσωτερισμού, παρίσταται μειδιώντας στη δική του αποσύνθεση και είτε πρόκειται για την πέψη της τροφής είτε για την έκλαμψη του νου, μαρτυρεί στέκοντας δύσπιστο και επιφυλακτικό τη δική του ατελεύτητη εγκατάλειψη και διάλυση. Ο Genius είναι η ζωή μας, καθότι δεν μας ανήκει. Θα μπορούσαμε λοιπόν να θεωρήσουμε το υποκείμενο ως ένα πεδίο εντάσεων, οι αντιθετικοί πόλοι του οποίου είναι ο Genius και το Εγώ. Το πεδίο διατρέχεται από δύο συνδεδεμένες, αλλά αντίθετες μεταξύ τους δυνάμεις, εκ των οποίων η μία πηγαίνει από το ατομικό στο απρόσωπο και η άλλη από το απρόσωπο στο ατομικό» (Giorgio Agamben, Βεβηλώσεις, μετάφραση Π. Τσιαμούρας, Αθήνα, σσ. 14-15).
Η Άχνα, προτείνω λοιπόν, είναι μία θηλυκή εκδοχή του Genius του ψευδώνυμου αφηγητή, ας τον πούμε κι εμείς Νίκο, ο φύλακας άγγελός του, που καθορίζει την μεταίχμια πορεία του μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου, νεκρών και ζωντανών, θανάτου και έρωτα, επιθυμίας και αγωνίας, που τον οδηγεί και κατευθύνει από την πρώτη στιγμή εισπνοής του άμα τη επιστροφή του από τον άλλον κόσμο, από την οποία η άχνα-πεταλουδα-ψυχή-anima-Genius, αιώνια θα επιστρέφει για να εμπνέει και να διαγράφει την πορεία του δημιουργού σαν σχοινοβατική ακροβασία μεταξύ ρητού και άρρητου, του εδώ και του επέκεινα, πορεία δηλαδή ακραιφνώς ποιητική.
Η Άχνα, το μυθιστόρημα, έχει κατορθώσει να αποτυπώσει αριστουργηματικά την αέναη επιστροφή του genius στην λογοτεχνική δημιουργία και να ενσαρκώσει μία από τις πιο ευφυείς εκφάνσεις του στην ελληνική γλώσσα. «Τέλος» γάρ «οὐκ ἔστι».
* Το κείμενο, που διάβασα στην συζήτηση του συγκεκριμένου βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Ιανός στις 17 Δεκεμβρίου 2014, διατηρεί εμφανή τα στοιχεία της λειτουργίας του ως προφορικής παρουσίασης.