της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη
«Ο New Yorker, επί μια δεκαετία. μου έστελνε ωραία, ανεπίσημα, πάντα ανυπόγραφα σημειώματα απόρριψης , γραμμένα στο χέρι με μολύβι. Δεν ήταν πάντως και πολύ ενθαρρυντικοί. Ακόμη θυμάμαι ένα από αυτά: « Η γραφή είναι πολύ ωραία, το θέμα όμως είναι πολυφορεμένο.» Alice Munro- Nobel Λογοτεχνίας 2013
«Δεν υπήρχε περίπτωση να το βάλω κάτω, μέχρι να απορρίψει το βιβλίο μου και ο τελευταίος εκδοτικός οίκος της Αγγλίας. Αυτό που με τρόμαζε όμως ήταν πως έτσι πως πήγαιναν τα πράγματα, αυτό ήταν που θα συνέβαινε σε λίγο.» J. K Rowling
«Έχω στο γραφείο μου μερικές εκατοντάδες σημειωμάτων απόρριψης δεμένα με λάστιχο και τα χρησιμοποιώ για τις πρόχειρες σημειώσεις μου.» Kurt Vonnegut
«Δεν πρόκειται να ξαναγράψω θεατρικό.» Anton Chekhov, μετά τη χλιαρήγ πρεμιέρα του «Γλάρου» και πριν γράψει τις « Τρεις Αδελφές» και τον «Βυσσινόκηπο»
Την 1η Νοεμβρίου 1797 ένας κληρικός έστειλε ένα χειρόγραφο τριών τόμων γραμμένο από την κόρη του στον λονδρέζικο εκδοτικό οίκο Cadell & Davies διερευνώντας το κόστος της αυτοέκδοσης και δειλά προτείνοντας πως ίσως θα ήθελαν να δώσουν μια «προκαταβολή για να το αποκτήσουν, αν ρίχνοντας μια ματιά το ενέκριναν». Οι εκδότες έστειλαν εσπευσμένα με το επόμενο ταχυδρομείο την απόρριψη τους, αρνούμενοι να απαντήσουν στις ερωτήσεις του ιερέα ή έστω να διαβάσουν το χειρόγραφο. Η κόρη του κληρικού ήταν η Jane Austen και το βιβλίο που απορρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες το «Περηφάνια και Προκατάληψη». Η Austen συνέχισε να γράφει και το 1803 κατάφερε να πουλήσει ένα αλλο μυθιστόρημα, το “Susan” στον εκδοτικό οίκο Crosby. Μη βιαστείτε να ανασάνετε με ανακούφιση γιατί ο εκδοτικός οίκος αγόρασε μεν το βιβλίο, δεν είχε όμως καμία πρόθεση να το κάνει κάτι και δεν το εξέδωσε ποτέ. Το 1805, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα της, η Jane Austen σταμάτησε να γράφει εντελώς για μερικά χρόνια.
Η απόρριψη πάντα πονάει, ακόμη και αν δεν είμαστε η Jane Austen, αλλά επειδή δεν ζούμε στον 19ο αιώνα υπάρχει λύση που λέγεται “Rejection Therapy”.
Όπως κάθε καινοτόμος ιδέα, μας ήρθε από την απέναντι μεριά του Ατλαντικού, και όπως κάθε εντελώς ξενέρωτη έννοια, γεννήθηκε στον Καναδά, στο μυαλό του επιχειρηματία Jason Comely. Η θεωρία της “Rejection Therapy” είναι απλή: αντί να προφυλάσσεσαι αναζήτησε την απόρριψη μέχρι να τη συνηθίσεις και να μάθεις από αυτήν. Όπως πάντα υπάρχει και το αντίστοιχο σόκιν ανέκδοτο με το γιατρό ενός ασθενή να συστήνει αμμόλουτρα για μια ανίατη ασθένεια «για να συνηθίσει η μούρη του στο χώμα».
Σε μια κουλτούρα πορωμένη με την επιτυχία και την ευλαβική επίτευξη στόχων, η απόρριψη πονάει και όλοι προσπαθούμε να την αποφύγουμε. Σύμφωνα με τη μελέτη της κοινωνικής ψυχολόγου Naomi Eisenberger και του συναδέλφου της στο UCLA, Matthew Lieberman, το αίσθημα της μη-αποδοχής ενεργοποιεί ακριβώς τις ίδιες περιοχές του εγκεφάλου με τον φυσικό πόνο. Στο πείραμα του UCLA,οι εθελοντές που συμμετείχαν έμπαιναν στον μαγνητικό τομογράφο και έπαιζαν ένα εικονικό παιχνίδι (Cyberball) στο οποίο βίωναν, εν αγνοία τους, την απόρριψη: πετούσαν τη μπάλα σε άλλους δυο παίκτες, που όμως δεν ήταν πραγματικοί αλλά άβαταρ προγραμματισμένα να τους αφήνουν εκτός παιχνιδιού μετά από λίγο. «Υπάρχει λόγος που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν εκφράσεις της σωματικής εμπερίας όπως «πόνος», «πληγώνομαι» για να περιγράψουν την κοινωνική απόρριψη» εξηγεί στην Guardian η Eisenberger. «Είμαστε θηλαστικά, που γεννιούνται ανώριμα και για να επιβιώσουν πρέπει να μείνουν κοντά στον φροντιστή τους για την εξασφάλιση της ζεστασιάς, της τροφής και της ασφάλειας- οπότε είναι εξελικτικά χρήσιμο να αναστατωνόμαστε και να πονάμε μακρυά από τον φροντιστή μας». Κάποια στιγμή αυτή η «υποδομή» εξελίχθηκε για να συμπεριλαμβάνει και τους φίλους, την οικογένεια και τις κοινωνικές μας ομάδες. «Έχει κάποιου είδους ομορφιά όλο αυτό» συμπληρώνει η Eisenberger «δείχνει πόσο ουσιώδεις είναι οι κοινωνικές μας σχέσεις. Τόσο σημαντικές που συνδέονται με ένα πρωτόγονο σύστημα, το σύστημα του πόνου, για να διασφαλιστεί η επαφή μας με του άλλους.»
Η ιδέα του Comely είναι απλή- τι θα γινόταν αν αντί να αποφεύγουμε την απόρριψη, την επιδιώξουμε εκουσίως; Θα μάθουμε πράγματα για τον εαυτό μας, για τους άλλους ανθρώπους και για το πώς θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε το πρώτο αυτό εμπόδιο για ένα, ίσως, πιο πετυχημένο αποτέλεσμα στην επόμενη προσπάθεια. Η πρόκληση “Rejection Challenge” έθετε ως στόχο για 30 μέρες, ο προπονούμενος loser να υποβάλει τον εαυτό του σε μια κατάσταση όπου η απόρριψη ήταν το μόνο πιθανό αποτέλεσμα.
Ο νεαρός μαθητευόμενος επιχειρηματίας Jia Jiang, αποφάσισε να θέσει τον εαυτό του, ως σύγχρονος Ηρακλής της απόρριψης, όχι σε 12 αλλά σε 100 εξευτελιστικούς άθλους και να καταγράψει τα αποτελέσματα σε ένα blog και στο youtube. Την πρώτη μέρα, ζήτησε από έναν άγνωστο να του δανείσει 100 δολάρια. Ο άγνωστος του απάντησε φυσικά «Όχι» και τον ρώτησε «γιατί» τα ήθελε. Ταπεινωμένος ο Jiang το έβαλε στα πόδια, όμως αφού ξεπέρασε το πρώτο σοκ συνειδητοποίησε πως ο ξένος είχε την καλοσύνη να τον ρωτήσει «γιατί» και ίσως ο λόγος που δεν του τα δάνεισε να μην είχε να κάνει με τον Jiang αλλά με τον ίδιο. Αποφάσισε έτσι την επόμενη φορά να μην το βάλει κάτω αλλά να προσπαθήσει να συνεχίσει λίγο την κουβέντα. Την δεύτερη μέρα ζήτησε σε ένα ταχυφαγείο να του ξαναγεμίσουν το πιάτο του με burger όπως έκαναν με τα αναψυκτικά. Του απάντησαν «όχι» και αυτός τους έπιασε κουβέντα μέχρι που είπαν πως δεν θα ήταν κακή ιδέα και θα το συζητούσαν με τον manager, προφανώς για να τον ξεφορτωθούν.
Την τρίτη μερα όμως έγινε κάτι σοκαριστικό. Ο Jiang επισκέφθηκε ένα κατάστημα με ντόνατς και ζήτησε το σήμα των Ολυμπιακών Αγώνων φτιαγμένο από ντόνατς. Η πωλήτρια το μόνο που τον ρώτησε ήταν το τι χρώμα έχουν οι Ολυμπιακοί κύκλου και επέστρεψε μετά από 15’ με ένα κουτί ντόνατς κομμένα και ενωμένα όπως το σήμα των Ολυμπιακών Αγώνων. Το συγκεκριμένο βιντεάκι είχε 5 εκ. θεάσεις στο youtube και έκανε εν μια νυκτί τον Jiang φίρμα.
Συνέχισε τη θεραπεία απόρριψης και μερικές φορές είχε εξωφρενική αποδοχή- όπως όταν ένας άγνωστος του επέτρεψε να πιλοτάρει το ιδιωτικό αεροπλάνο του ή ένας αστυνομικός να κάνει τεστ ντράιβ στο περιπολικό του. Προκειμένου να διασφαλίσει την εξάσκηση στην απόρριψη, αφού κάποιες παράλογες απαιτήσεις του γίνονταν αποδεκτές , στράφηκε στο πλέον σίγουρο σύστημα κατακρεούργησης της αυτοπεποίθησης, τον κόσμο των βιβλίων. Επισκέφθηκε έναν βιβλιοπωλείο της αλυσίδας Barnes & Noble και ζήτησε να του δανείσουν ένα βιβλίο, σα να ήταν δανειστική βιβλιοθήκη. Δεν δεχόταν να φύγει και δυο διαφορετικά άτομα του εξήγησαν πως δεν γινόταν, θα μπορούσε όμως να το αγοράσει και να το επιστρέψει σε καλή κατάσταση ή να το διαβάσει στο καφέ του βιβλιοπωλείου.
Στη συζήτηση που έχει ξεκινήσει για τη νεοελληνική λογοτεχνία θα ήθελα να τσοντάρω αυτό- χρειαζόμαστε περισσότερο rejection therapy από τους εκδότες μας, από τις λογοτεχνικές κλίκες, από τους πιστούς μας αναγνώστες, ακόμη και από τον εαυτό μας αν πάμε να γράψουμε μια από τα ίδια-ωραία είναι τα ευπώλητα, σε ποιον άλλο κλάδο όμως καυχιούνται τα προϊόντα για τον όγκο πωλήσεων σε τόσο μικρή πίτα; Μήπως είναι το ίδιο με τις εταιρίες προφυλακτικών να κονταροχτυπιούνται για το ποια πουλάει τα περιιισσότερα σε μια ανέραστη χώρα που μαστίζεται ταυτόχρονα και από ανευθυνότητα και από υπογεννητικότητα; Τα βιβλία είναι σαν τα προφυλακτικά, με την έννοια πως η μόνη λειτουργία και των δυο είναι να προωθούν την ανθρώπινη επαφή. Όχι για τις πωλήσεις, όχι για την κριτική αποδοχή, σίγουρα όχι για τους σολιψιστικούς πειραματισμούς με τη φόρμα αλλά μόνο για την επικοινωνία με τον αναγνώστη. Θα έπρεπε να αναζητάμε μόνο την απόρριψη μέχρι να καταφέρουμε να μιλήσουμε σε έναν άλλον άνθρωπο μέσω των γραπτών μας. Γιατί το κόστος στην αντίθετη περίπτωση είναι πολύ μεγάλο και το πληρώνουμε ήδη.