Πρώιμος Νίτσε (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

1
1091

 

 

του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

 

Τα τρία κείμενα του Νίτσε που συμπεριλαμβάνονται στον τόμο Διόνυσος κατά Εσταυρωμένου δεν είναι άγνωστα στα καθ’ ημάς: κυκλοφόρησαν το 2009 από τις εκδόσεις Κατάρτι, αλλά ξανατυπωμένα τώρα στη διευρυμένη και αναθεωρημένη έκδοση του Gutenberg, με τη γνωστή του αγάπη για την άρτια βιβλιοδεσία και την άψογη τυπογραφική εμφάνιση, αποκτούν πλέον μια καινούργια διάσταση. Η έκδοση  κυκλοφόρησε λίγο πριν από την άρση των περιοριστικών μέτρων για τον κορονοϊό, σε μετάφραση Βαγγέλη Δουβαλέρη και επιμέλεια Ήρκου Ρ. Αποστολίδη, που ήταν υπεύθυνοι και για το προ δεκαετίας εγχείρημα, και μας δίνει την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τον πρώιμο Νίτσε, διαπιστώνοντας από πόσο νωρίς άρχισε να αρθρώνεται ο τρόπος της σκέψης του – τρόπος που τον κατέστησε πηγή για τη διαμόρφωση της νεότερης δυτικής φιλοσοφίας.

«Αρχαίο μουσικό δράμα», «Σωκράτης και τραγωδία» και «Διονυσιακή κοσμοθεώρηση»: και τα τρία κείμενα είναι γραμμένα το 1870, όταν ο Νίτσε είναι μόνο 26 ετών (τα δύο πρώτα  αποτελούν διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, όπου ήταν καθηγητής στην έδρα της Κλασικής Φιλολογίας). Και τα τρία δοκίμια προκάλεσαν σύσσωμες τις αντιδράσεις των κλασικών γερμανών φιλολόγων, που είδαν τις βεβαιότητες της επιστήμης τους να ρίχνονται στο βάραθρο μιας πρωτόγνωρης αμφισβήτησης. Χωρίς παραπομπές και σημειώσεις, χωρίς αναδίφηση της βιβλιογραφίας, χωρίς το ξεφύλλισμα πολύτιμων και εμβριθών έργων, ο Νίτσε θα τινάξει στον αέρα όλη τη σωκρατική και τη μετασωκρατική παράδοση: τον ίδιο τον Σωκράτη καταρχάς, αλλά και τον Πλάτωνα, τον Ευριπίδη, εν μέρει ακόμα και τον Σοφοκλή. Όλοι τους παραμέρισαν την ουσία της αρχαίας τραγωδίας και το διονυσιακό της στοιχείο: την έλλειψη θρησκευτικής πίστης και το παράλογο ή το σκοτεινό του ανθρώπινου βίου ενόσω συγκλονίζεται μπροστά στο κενό το οποίο τον περικυκλώνει από παντού. Οι σωκρατικοι και οι μετασωκρατικοί τραγωδοί και φιλόσοφοι (μείζων εξαίρεση, ο Αισχύλος) θα αντιτείνουν στο χάος του Διονύσου ένα σωτήριο αντίδοτο: τη γεωμετρία και την αρμονία του Απόλλωνα – αντί για τη μουσική, τον χορό και την όρχηση (και ιδού αίφνης τα ίχνη του Βάγκνερ και του Σοπενχάουερ) θα υμνήσουν την ηθική, τον ορθό λόγο και τον καθημερινό άνθρωπο. Αντί για τη ζωή και την ακατάσχετη ορμή της τραγωδίας, η κυριαρχία της εννοιολογικής σκέψης και της συνείδησης, αντί για τη συγκίνηση της τέχνης, η παγωνιά του αφηρημένου στοχασμού, αντί για τη γενναία αποδοχή της μηδαμινότητας της ύπαρξης, το χριστιανικό δράμα της ταπεινοφροσυνης και ο σταυρικός θάνατος, αντί για τη μοναδιαία αλήθεια, οι άπειρες εκβλαστήσεις και εκδοχές της.

Σήμερα ξέρουμε ότι ο Νίτσε δεν ήταν φιλόλογος – επομένως αυτές καθ’ εαυτές οι παρατηρήσεις του για το αρχαίο δράμα δεν έχουν φιλολογική και ιστορικο-κριτικο-θεατρική σημασία. Ο Νίτσε είναι πριν και πάνω απ’ όλα φιλόσοφος και το μόνο που βαραίνει σε ένα τέτοιο πλαίσιο είναι να δούμε το σχήμα της φιλοσοφικής του γενεαλογίας. Και αυτό ακριβώς υπηρετούν τα σχόλια και ο υπομνηματισμός του Ήρκου Αποστολίδη, που ως γνήσιος τέκνο του νιτσεϊκού του πατρός, του Ρένου, σπεύδει, μεταξύ άλλων, να συνδέσει τα πρώιμα κείμενα με όλο το κατοπινό νιτσεϊκό έργο: από τη Γέννηση της τραγωδίας και τη Γέννηση της φιλοσοφίας στα χρόνια της αρχαίας τραγωδίας (θυμάμαι πάντα τη μετάφραση του Αιμίλιου Χουρμούζιου όταν ήμουν έφηβος), ή τη Φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαίας τραγωδίας (κατά την υστερότερη μετάφραση του Β. Δουβαλέρη), μέχρι το Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο και το Τάδε έφη Ζαρατούστρα.

Η επαυξημένη για την έκδοση του Gutenberg επιλογή από τα νιτσεϊκά Σημειωματάρια (1869-1872) αποκαλύπτει, πέραν όλων των προηγουμένων, και ένα εκρηκτικό πεδίο γραφής, βαθιά και απ’ άκρου εις άκρον αυτοϋπονομευμένο: αποσπασματικός, εσωστρεφής, κρυπτικός (ποτέ, όμως, ακατάληπτος ή ασυνάρτητος), καθώς και θυμωμένος, υψιπετής και απεγνωσμένος, ο Νίτσε δεν παύει να είναι ένας καλλιτέχνης που αναζητεί αγωνιωδώς την έκφρασή του – έκφραση που άλλαξε συθέμελα τη μοίρα όχι μόνο της φιλοσοφίας, αλλά και του κόσμου.

 

info: Νίτσε, Διόνυσος κατά Εσταυρωμένου, μετάφραση Βαγγέλης Δουβαλέρης, επιμέλεια Ήρκος Ρ. Αποστολίδης, Gutenberg

Προηγούμενο άρθροΓερμανικό νουάρ (του Μάρκου Κρητικού)
Επόμενο άρθροΜέρα νύχτα, πέντε φορές (του Γιώργου Βέη)

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ