Προγραμματίζοντας τον Χορό σε μια χώρα «παραδόξως νεωτερική»  (της Κλημεντίνης Βουνελάκη)

0
343
Η Αν Τερέζα ντε Κερσμαέκερ πάνω στις 6 Σουίτες για τσέλο του Μπαχ, με τον Ζαν – Γκυγέν Κεράς( τσέλο) στο Ηρώδειο.

της Κλημεντίνης Βουνελάκη

Διαφορετικές αντιλήψεις για τη σωματικότητα, στερεότυπα και ο «ευρωπαϊκός κανόνας» στο Φεστιβάλ Αθηνών και το Φεστιβάλ Καλαμάτας

Με το τέλος του Ιουλίου πέφτει η αυλαία για το χορευτικό καλοκαίρι στην Ελλάδα και αρχίζουν αποτιμήσεις και απολογισμοί : εκ μέρους των διοργανωτών είθισται να είναι αυτάρεσκοι, αν όχι θριαμβευτικοί, συνεπικουρούμενοι από τις καλές δημόσιες σχέσεις. Σπανίζει στα καθ’ ημάς η ψύχραιμη αποτίμηση( με τα θετικά και τα αρνητικά, τα επιτεύγματα αλλά και τις αστοχίες)  που εννοείται ότι θα έπρεπε  να συνοδεύεται από ένα προϋπολογισμό με τα έξοδα και τον αριθμό εισόδων στις παραστάσεις. Αναφέρομαι σε δυο ιστορικούς θεσμούς  που επιχορηγούνται από το ΥΠΠΟ και που επηρεάζουν καθοριστικά το πολιτιστικό γίγνεσθαι  μέσα από το πρόγραμμα που προτείνουν:  για το Φεστιβάλ Αθηνών τον προγραμματισμό του χορού υπέγραψε η Στεριανή Τσιντζιλώνη, ενώ για την Καλαμάτα αντιστοίχως, η καλλιτεχνική διευθύντρια και προγραμματίστριά του, Λίντα Καπετανέα. Σχεδιασμός προγράμματος λοιπόν, δομή, σύνθεση, στοχεύσεις, θεματικές μαζί με το ερώτημα: πώς, από πού και με ποια κριτήρια προμηθεύονται  τις παραστάσεις για τα φεστιβαλικά μας καλοκαίρια; Αν κάποτε καθόριζαν τα γούστα του κοινού καλλιτεχνικά γραφεία και μεσάζοντες, στα σημερινά συμφραζόμενα της παγκοσμιοποίησης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει αναδυθεί το επάγγελμα του προγραμματιστή. Δίκτυα διανομής του χορευτικού θεάματος και μεγάλα ευρωπαϊκά φεστιβάλ παρεμβαίνουν καθοριστικά μεταξύ καλλιτεχνικής δημιουργίας και  κοινού διαμορφώνοντας αισθητικές αντιλήψεις: θεωρητικοί του χορού, καλλιτέχνες που εφάπτονται με την χορευτική τέχνη καλούνται να μεταβιβάσουν γνώσεις και δεξιότητες σε άλλους λιγότερο ή περισσότερο μυημένους. Ο τρόπος που ορίζεται ένα τέτοιο σύνθετο πεδίο ανταλλαγής αισθητικών αντιλήψεων καθορίζει εν πολλοίς και την επιτυχία του εκάστοτε διαβήματος. Ερμητικές διαδικασίες, στενότητα πνεύματος αλλά και προκαταλήψεις επιδρούν αποφασιστικά σε ότι αποκαλείται «πνεύμα του προγραμματισμού» καθώς ο σημερινός θεατής είναι πολύ καλύτερα πληροφορημένος και αισθάνεται πολύ λιγότερο σαν ανήλικος στο δωμάτιο. Και τι κάνει κάποιον καλό προγραμματιστή; Αρκεί η εξειδίκευση και το διδακτορικό, ή από μόνη της η καλλιτεχνική εμπειρία; Όπως αποδεικνύεται, αναγκαία προϋπόθεση είναι η επαφή με την διεθνή χορευτική σκηνή και μοιάζει αντιδεοντολογικό να μετακαλείς ομάδες που έχεις δει μόνο στα χαρτιά ή στο youtube, για μια τέχνη του ζωντανού θεάματος σαν τον χορό. Και μαζί, το καλλιτεχνικό  ένστικτο – αυτό δεν διδάσκεται- τα κριτήρια, η οξυδέρκεια, η διορατικότητα – ως προαπαιτούμενα για την ανάδειξη νέων δημιουργών, την προώθηση της εγχώριας χορευτικής σκηνής στο εξωτερικό αλλά και την γονιμοποιητική σχέση του κοινού με το καλλιτεχνικό έργο.

Αν ένας προγραμματισμός αντιστοιχεί στον μικρόκοσμο του διοργανωτή και μόνο, πώς θα μπορούσε να απογειώσει τη φεστιβαλική εμπειρία; Αν στις δέκα μετακλήσεις μόνο η μια ανταποκρίνεται στα υψηλά φεστιβαλικά στάνταρ κατά πόσον δικαιούσαι να θριαμβολογείς ;  Αναφέρομαι εδώ στο Φεστιβάλ Αθηνών, τον κορυφαίο πολιτιστικό θεσμό της χώρας και στην παράσταση της Αν Τερέζα ντε Κερσμαέκερ πάνω στις 6 Σουίτες για τσέλο του Μπαχ, με τον Ζαν – Γκυγέν Κεράς( τσέλο) στο Ηρώδειο.

Η απόκλιση λόγων και έργων, η ψαλίδα μεταξύ προθέσεων και αποτελεσμάτων αφορούσε τόσο στον κεντρικό  κορμό του προγράμματος όσο και σε επιμέρους στοχεύσεις: σαν το πολυδιαφημισμένο Άνοιγμα στην Πόλη που λειτούργησε περισσότερο σαν επικοινωνιακό χαρτί με το ευρύ κοινό και πολύ λιγότερο σαν πραγματικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την έννοια της Διαφορετικότητας, αφού δεν κατάφερα να ανιχνεύσω συνάφειες ανάμεσα σε αυτή τη θεματική και στις παραστάσεις χορού. Τέλος, με ποια κριτήρια δίνονται τρεις μέρες για μια παράσταση τελειοφοίτων της Κρατικής Σχολής Χορού, στο βαθμό που κάτι τέτοιο δεν συνέβη ούτε στο θέατρο, ούτε στη μουσική. Σε τελευταία ανάλυση, αν είναι θεμιτή η συνταγή του «όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως», ο δυτικός κανόνας επιβάλλει κάποιες αναλογίες μεταξύ των βασικών συστατικών για ένα ισορροπημένο αποτέλεσμα.

Άκραμ Καν στην Καλαμάτα

Αλλά και η φετινή επετειακή διοργάνωση στην Καλαμάτα, το 25ο Φεστιβάλ Χορού, δυσκολεύτηκε να ισορροπήσει με άνισο ενδιαφέρον στη ροή του: έμφαση σε ένα είδος κίνησης βλέπε street dance, αμφιλεγόμενο άνοιγμα στην πόλη, μικρή αναλογικά αξιοποίηση της κεντρικής σκηνής . Δεν μπορεί σε ένα πρόγραμμα με 22 παραστάσεις να βρίσκεις μόνο ένα όνομα πρώτης γραμμής, εννοώ τον Άκραμ Καν και την ομάδα του- εύλογα θεωρήθηκε η καλύτερη παράσταση για το κοινό του φεστιβάλ. Αν η περυσινή πρώτη χρονιά με την Λίντα Καπετανέα στη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας είχε λειτουργήσει ανανεωτικά, η φετινή -δεύτερη χρονιά- αποκάλυψε εμμονές, επαναλήψεις αφίξεων που μαζί με ατυχείς συμπτώσεις  (βλέπε ακύρωση ομιλίας του Μπέλα Ταρ) σε έβαζαν σε σκέψεις. Ο σύγχρονος χορός έχει πάνω από μισό αιώνα ιστορίας και η θεματική «Χρόνος» δεν αγγίχτηκε καν από τον προγραμματισμό: το πιο προφανές, ο Χρόνος από τη σκοπιά των γεγονότων θα απαιτούσε μια αναφορά άμεση ή έμμεση σε σπουδαίες μορφές που καθόρισαν το κίνημα του σύγχρονου χορού – πολλοί μάλιστα σημάδεψαν με την παρουσία τους την 25χρονη ιστορία του θεσμού- βλέπε Ομάδα Χορού του Μερς Κάνινγχαμ ή Τρίσα Μπράουν. Η ιστορία φυσικά δεν κινείται γραμμικά, οι ασυνέχειες είναι δεδομένες. Υπάρχουν άλματα μπρος τα μπρος: τέτοια ήταν η πρώτη δεκαετία του νεότευκτου τότε, πρότυπου θεσμού που ξεκίνησε από το πουθενά το 1995 με καλλιτεχνική διευθύντρια την Βίκυ Μαραγκοπούλου, για να στήσει γέφυρες  ανάμεσα στην Ελλάδα και το χορευτικό σύμπαν σε Αμερική και Ευρώπη, ως αναγκαία τομή στην κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού. Αρκεί να ειπωθεί πως στις 40 παραστάσεις που φιλοξένησε το φεστιβάλ την πρώτη, χρυσή, δεκαετία, οι 30 ήταν σε πρώτη παρουσίαση στην Ελλάδα(!) 25 χρόνια μετά, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, το μονοθεματικό φεστιβάλ της μεσσηνιακής πρωτεύουσας, το αφιερωμένο στην τέχνη της κίνησης, έχει από το 2013 το δικό του Μέγαρο Χορού με κεντρική σκηνή, παρασκήνια, στούντιο, φουαγιέ και άρτιο τεχνικό εξοπλισμό και μαζί ένα κοινό με προϋπάρχουσες εγγραφές, ανοιχτό σε νέες εμπειρίες. Με συγκριτικό πλεονέκτημα και δυνατό χαρτί για την Λ. Καπετανέα  το γεγονός ότι είναι εξαιρετική χορεύτρια με δυνατή τεχνική, κάνει το εκπαιδευτικό σκέλος του φεστιβάλ σημαντικό ατού. Ο καθαρόαιμος προγραμματισμός ωστόσο χρήζει αναστοχασμού. Να είναι τυχαίο ότι φέτος, μετά από χρόνια νοστάλγησα το Κάστρο;! Κι όταν νοσταλγείς τα περασμένα, αυτό κάτι σημαίνει. Στα θετικά της διοργάνωσης οι ελληνικές ομάδες που συμμετείχαν: από τους νεότευκτους arisandmartha(Άρη Παπαδόπουλο & Μάρθα Πασακοπούλου), ως την τσιρκολάνικη Κι όμΩς κινείται, και μέχρι  το κοσμογυρισμένο σόλο BSTRD της Κατερίνας  Ανδρέου.

 

 

Προηγούμενο άρθρο15 μυθιστορήματα αστυνομικής λογοτεχνίας (του Μάρκου Κρητικού)
Επόμενο άρθροΑλλάζει κάτι; (της Κυριακής Μπεϊόγλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ