Προδίδοντας τους άλλους – προδίδοντας τον εαυτό μας (της Ελένης Γεωργοστάθη)

0
339

 

της Ελένης Γεωργοστάθη

 

Η Αμερικανολιθουανή συγγραφέας Ruta Sepetys έγινε γνωστή στη χώρα μας από τη μετάφραση του πρώτου της βιβλίου, Παγωμένες σκιές (μτφρ. Κώστια Κοντολέων, Εκδόσεις Ψυχογιός, εξαντλημένο πλέον στα ελληνικά), ενός νεανικού ιστορικού μυθιστορήματος εμπνευσμένου από τη σοβιετική εισβολή στη Λιθουανία και τα δεινά των Λιθουανών που εκτοπίστηκαν στη Σιβηρία. Ακολούθησαν τα Out of the Easy, Salt to the Sea, The Fountains of Silence, όλα αμετάφραστα στα ελληνικά, και το I Must Betray You, Πρέπει να σε προδώσω, όπως κυκλοφορεί στη γλώσσα μας από τις Εκδόσεις Διόπτρα.

Με την εξαίρεση του Out of the Easy, όλα τα προηγούμενα μυθιστορήματα της Sepetys εκτυλίσσονται στην Ευρώπη (Λιθουανία-Σιβηρία, ανατολική Πρωσία, φρανκική Ισπανία). Το Πρέπει να σε προδώσω διαδραματίζεται και αυτό στη Γηραιά Ήπειρο, και πιο συγκεκριμένα στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Είναι 1989 και ο δεκαεφτάχρονος μαθητής Κρίστιαν Φλορέσκου, αφηγητής της ιστορίας, ζει με την οικογένειά του σε μια πολυκατοικία στο Βουκουρέστι. Οι συνθήκες δύσκολες, το φαγητό λιγοστό και άθλιο, η πρόσβαση στην ενημέρωση αλλά και σε αναγνώσματα, τραγούδια και ταινίες από το εξωτερικό περιορισμένη, ο φόβος για τους πληροφοριοδότες του καθεστώτος που καραδοκούν παντού, στη γειτονιά, στο σχολείο, μεταξύ των φίλων, ακόμα και ενδεχομένως μέσα στην ίδια σου την οικογένεια, μεγάλος. Μόνες διέξοδοι για τον πρωταγωνιστή του βιβλίου οι κουβέντες με τον ασυμβίβαστο αντικαθεστωτικό παππού του, οι απαγορευμένοι ξένοι σταθμοί στο ραδιόφωνο, οι μυστικές προβολές πειρατικών ξένων ταινιών, τα κρυφά γραψίματά του και η επαφή του με έναν συνομήλικό του Αμερικανό, γιο διπλωμάτη το σπίτι του οποίου καθαρίζει η μητέρα του Κρίστιαν. Τη φιλία με αυτόν τον τελευταίο θα εκμεταλλευτεί το καθεστώς ζητώντας από τον Κρίστιαν να μεταφέρει πληροφορίες που θα αντλήσει από την επαφή με τον Αμερικανό φίλο του. Διχασμένος ανάμεσα στις ενοχές για την πράξη του και στην αδυναμία του να πει όχι, αφού τότε δε θα μπορέσει να εξασφαλίσει φάρμακα για τον άρρωστο παππού του, ο Κρίστιαν θα αναζητήσει την καλύτερη δυνατή διέξοδο από την κατάσταση στην οποία έχει βρεθεί.

Είναι όμως εκείνος ο μόνος πληροφοριοδότης στο περιβάλλον του; Τι ρόλο παίζει, για παράδειγμα, ο καλύτερός του φίλος ο Λούκα; Η κοπέλα του η Λιλιάνα; Ο αδερφός της; Ακόμα και η Τσίτσι, η μεγάλη αδερφή του Κρίστιαν; Μήπως και οι ίδιοι οι πληροφοριοδότες παρακολουθούνται από κάποιους άλλους; Και πώς αντιδρά το πανταχού παρόν καθεστώς απέναντι σε έναν πληροφοριοδότη που δεν του είναι πια χρήσιμος; Ο Κρίστιαν βεβαίως δε γνωρίζει ότι η παντοκρατορία των Τσαουσέσκου πνέει τα λοίσθια, ότι η εξέγερση των φοιτητών που θα ξεσπάσει τον Δεκέμβρη του 1989 στην Τιμισοάρα σύντομα θα σαρώσει και το Βουκουρέστι, οδηγώντας τον ίδιο και τους κοντινούς του ανθρώπους σε μια νέα δίνη περιπετειών αλλά και συγκλονιστικών αποκαλύψεων. Ποιος είναι ο προδότης και ποιος ο προδομένος; Μήπως προδίδοντας τους άλλους προδίδουμε τελικά και τον ίδιο τον εαυτό μας; Ποιος θα επιβιώσει και ποιος θα χαθεί; Πόση αλήθεια και πόση δικαιοσύνη αρκεί για να ισοφαρίσει τον πόνο, τα βασανιστήρια, την απώλεια, την ψυχική και σωματική αναπηρία; Αλλά κι η ίδια η λογοτεχνία, αυτή στην οποία αναζητά καταφυγή κι ελπίδα ο Κρίστιαν γράφοντας την ιστορία του, πόσες απαντήσεις μπορεί να δώσει, πόσες πληγές να απαλύνει, πόσες αλήθειες να φωτίσει;

Η Sepetys είναι μια συγγραφέας που ερευνά εξαντλητικά το θέμα για το οποίο έχει επιλέξει να γράψει. Είχα την τύχη να την παρακολουθήσω το 2019 στην Έκθεση της Μπολόνια να περιγράφει διεξοδικά τη μεθοδολογία της στο κοινό της. Το διαπίστωσα και διαβάζοντας το σημείωμά της και τις πηγές που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου της. Πηγές όχι μόνο γραπτές αλλά και προφορικές, αφού η συγγραφέας αναζητά και μιλάει με τους ίδιους τους ανθρώπους που έζησαν τα γεγονότα, πρωταγωνιστές ή μη, όχι φυσικά για να αναπαραγάγει αυστηρά πραγματικές ιστορίες, αλλά για να δημιουργήσει μια μυθοπλασία που θα πατάει στο στέρεο έδαφος της ιστορικής μνήμης. Και είναι εντυπωσιακό το ότι, έχοντας τόσο μεθοδικά δουλέψει, κατορθώνει να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα χωρίς ραφές, χωρίς κατεβατά πληροφοριακού υλικού που θα διατάρασσαν τον ρυθμό και την αμεσότητα της αφήγησής της, χωρίς το άγχος της ιστορικής ακρίβειας να αποδυναμώνει τη συναισθηματική ένταση με την οποία βιώνει τα γεγονότα ο αφηγητής της. Χαρακτηριστικές οι σκηνές από το κολαστήριο της Τζιλάβα και της φυλακής ανηλίκων, βασισμένες σε πραγματικές μαρτυρίες αλλά τόσο καλά χωνεμένες στην αφήγηση ώστε η έντασή τους να συνοδεύει τον αναγνώστη και αφού έχει αφήσει το βιβλίο από τα χέρια του.

Οπωσδήποτε η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, απλωμένης σε ογδόντα και ένα μικρά κεφάλαια κι έναν επίλογο και διακοπτόμενης μόνο από τις σύντομες επίσημες αναφορές του πληροφοριοδότη που παρακολουθεί τον πρωταγωνιστή, συμβάλλει σε αυτό το βελούδινο πέρασμα από το ιστορικό γεγονός στη μυθοπλασία. Μέσω αυτής η συγγραφέας εισάγει με το καλημέρα τον αναγνώστη στην καθημερινότητα του νεαρού ήρωά της. Στις κοφτές του περιγραφές, στους διαλόγους του με φίλους και οικογένεια, με συμμαθητές και καθηγητές, αποτυπώνονται όχι μόνο οι σχέσεις του αλλά κι όλη η αγωνία μιας καταπιεσμένης εφηβείας που θέλει να επαναστατήσει απέναντι στην πείνα, στη στέρηση και στην ανελευθερία, που διψά να δημιουργήσει και να ερωτευτεί χωρίς η έμπνευση και τα αισθήματά της να θαμπώνουν από τον φόβο και την καχυποψία. Μέσα από το μικρό, το καθημερινό, το προσωπικό, η Sepetys κατορθώνει να αναδείξει τον ζόφο ενός ανάλγητου καθεστώτος, τη δυστυχία ενός ολόκληρου λαού που τρέμει ακόμα και να ανασάνει, να σκεφτεί, να ονειρευτεί ελεύθερα. Κι είναι εξαιρετικά επιτυχημένη αυτή της η επιλογή αν αναλογιστεί κανείς ότι στο μικρό και στο καθημερινό θεμελίωσε την παντοδυναμία του το καθεστώς Τσαουσέσκου, καταργώντας την ιδιωτικότητα, επιδιδόμενο στην αδιάκριτη θέαση των πιο προσωπικών στιγμών των πολιτών με στόχο την παγίδευση και κατατρομοκράτησή τους.

Αλλά κι οι διαρκείς ανατροπές στην πλοκή, και μάλιστα μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου, ανατροπές που, εκτός από τον αφηγητή, δημιουργούν και στον αναγνώστη του το αγωνιώδες συναίσθημα ότι πασχίζει να βαδίσει σε κινούμενη άμμο, εξυπηρετούν εξίσου πετυχημένα τη δημιουργία ενός συναρπαστικού αναγνώσματος που θα κρατήσει σε εγρήγορση το κοινό του και ταυτόχρονα την επιθυμία της συγγραφέα να αποδώσει τη ρευστότητα και ασάφεια μιας ιστορικής περιόδου που ακόμα και μετά το πέρας της δεν κατέστη δυνατόν να φωτιστεί στον βαθμό που θα έπρεπε. Αφήνοντας πίσω της αναπάντητα ερωτήματα και χαίνουσες πληγές.

«Το Πρέπει να σε προδώσω είναι ένα βιβλίο ιστορικής μυθοπλασίας», τονίζει η Sepetys στο σημείωμά της στο τέλος του βιβλίου. Η ίδια υπηρετεί εξαιρετικά το κομμάτι της μυθοπλασίας – μεταξύ άλλων εμφανίζοντας και ένα πρόσωπο από προηγούμενο βιβλίο της που παίζει κομβικό ρόλο και σε αυτό εδώ το βαλκανικό της μυθιστόρημα. Ταυτόχρονα ξυπνά μνήμες όσων από μας ζήσαμε από τις τηλεοράσεις μας την εξέγερση των φοιτητών στην Τιμοσοάρα και την πτώση των Τσαουσέσκου τον μακρινό Δεκέμβρη του 1989 και δίνει αφορμή στους νεότερους αναγνώστες να διαβάσουν, να αναζητήσουν, να μάθουν για ιστορικά γεγονότα που άλλαξαν άρδην τον κόσμο όπως υπήρχε στα κεφάλια των έφηβων τότε γονιών τους.

Τον ρυθμό, την ένταση, το συναίσθημα της αφήγησης αποδίδει εξαιρετικά η μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου.

 

 

Ruta Sepetys,  Πρέπει να σε προδώσω, Mτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος,Εκδόσεις Διόπτρα, Αθήνα 2022.

Προηγούμενο άρθροΠροβελέγγιος και «Ραμπαγάς» : Ο Φιλόσοφος και ο Τραγουδιστής (γράφει ο Αλκιβ. Ν. Λεμπέσης)
Επόμενο άρθροΛένα Καλλέργη, ο κλονισμός της ανθρώπινης οπτικής (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ