Του Νίκου Κουρμουλή .
Στο αόρατο σύνορο της ηθογραφίας με την αλληγορία, ακροπατά το νέο έργο του έμπειρου μεταφραστή και συγγραφέα Μιχάλη Μακρόπουλου. Το κρισιακό μεταίχμιο της μακράς περιόδου που διανύουμε, προφανώς δεν είναι παροδικό. Όσο κι αν χρειάζεται η απαιτούμενη αποστασιοποίηση για τον συλλογισμό των πεπραγμένων, τα σημάδια της ενδόρηξης εκτός από ορατά, αντέχουν στον χρόνο, μεταλλάσσονται και έτσι στρέφουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τους συγγραφείς να τοποθετηθούν απέναντι τους. Ο Μακρόπουλος το κάνει έμμεσα, λοξά. Αναμετράται με χίμαιρες και όχι με ρεπορτάζ.
Αυτός ο αντικριστός χορός του θανάτου, έρχεται κατευθείαν από τα βάθη της λογοτεχνικής συνείδησης. Μόνο που τώρα έχει αποκτήσει μια έντονη αίσθηση κοινωνικής συμμετοχής. Ο Ηλίας είναι ένας καθημερινός τύπος που μένει άνεργος και γυρίζει πίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα του: Το Πωγώνι της Ηπείρου. Οι ορεινοί όγκοι της περιοχής σε συνδυασμό με την δυσανεξία της προσαρμογής και των καχύποπτων ντόπιων, προσφέρουν στον ήρωα ένα δυνατό μείγμα νοσταλγίας και απώθησης.
Ο Ηλίας δεν περιθωριωποιείται ακριβώς, αφού παρ’όλες τις αναποδιές αισθάνεται για πρώτη φορά ότι ανήκει κάπου. Έχει αφήσει πίσω του την οικογένεια και κυρίως τις κόρες του που υπεραγαπά. Υπόσχεται ότι θα τις φέρει κοντά του, ξέροντας ότι αυτό είναι ψέμα, αν όχι σχεδόν αδύνατο. Στο σκληρό περιβάλλον, η προσαρμογή κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Τα κρυφόλογα στο καφενείο για τον «ξένο», δεν τον κάνουν να αισθάνεται άνετα. Αν και ο αστυνόμος της περιοχής τον υποδέχεται με την εγκαρδιότητα του παλιού φίλου, εντούτοις κι εκείνος με τη σειρά του δεν παύει να τον βλέπει εμμέσως σαν έναν αξιοπερίεργο επισκέπτη.
Η αφήγηση αποδίδεται σε μIνιμαλιστικούς τόνους. O Ηλίας πρώτα εξερευνά το έδαφος των συναισθημάτων της προσωπικής πτώσης και της μετέπειτα μετακίνησης, που αποτυπώνονται ανάγλυφα στο γύρω βουνίσιο τοπίο. Εν συνεχεία προσπαθεί να ενσωματωθεί στους συμπεριφορικούς κώδικες του χωριού. Να βρει το «βάθρο» πάνω στο οποίο θα σταθεί. Η τοξικότητα της καθημαγμένης μητρόπολης τον ακολουθεί. Του είναι δύσκολο να διαισθανθεί αρχικά τις όψεις στην μικροκοινωνία την οποία ζει. Όντας όμως ανένταχτος, μπορεί να αντιληφθεί αμέσως το μυστικό το οποίο κρύβει μια τυχαία συνάντηση.
Ο περιορισμός της κοινότητας, απελευθερώνει ηθικά τα μέλη της. Τα οποία αντίθετα από ότι δυνάμεθα να φανταστούμε, ζουν κάτω από το χλωμό φως του εξισωτισμού. Ο καθένας στον ρόλο του. Μια κοινωνία τυπωμένη με σκληρό κοντράστ. Άσπρο-μαύρο. Όταν το θανάσιμο μυστικό αποκαλύπτεται, η πραγματικότητα συναντά το όνειρο. Μια αγνώστων στοιχείων νεαρή κοπέλα έχει σκοτωθεί. Ο Ηλίας ταυτίζει το πεθαμένο κορίτσι, με την κόρη του. Μια μετάθεση ρόλων μέσα από την υποτιθέμενη ομοιότητα. Ή όχι; Ακολουθεί ένας κατακλυσμός γεγονότων, που θα εγκλωβίσουν φαινομενικά τον ήρωα σε μια θανάσιμη παγίδα. Μάλλον όμως θα τον απελευθερώσουν από τις τύψεις και σίγουρα θα τον εντάξουν σε μια κοινότητα, που ξέρει να κρύβει τα…φανερωμένα.
Η γραφή του Μακρόπουλου εκτός από δωρική, διακατέχεται και από μια απαλή τονικότητα. Σχεδόν λυρική. Η επιθυμία για ανασχεδιασμό της ζωής, προσκρούει πάνω στα αρχέγονα ένστικτα για βία και εκμετάλλευση. Η εκδίκηση της λογικής, παραμένει σχήμα λόγου. Ο ήρωας για να στεριώσει, περνά από τελετή μύησης στα λασπωμένα αινίγματα της ανθρώπινης ψυχής. Μια νουβέλα που χρειαζόταν μια πιο σύντομη πρώτη πράξη, που όμως ξέρει πως να σε αρπάξει από τον λαιμό και να σε φέρει απελπιστικά κοντά στο παγωμένο άγγιγμα της.
Ο Ηλίας θα ανταλλάξει την αθωότητα του, με την υπεράσπιση της καινούργιας του ταυτότητας. Ίσως έτσι χάνει την αυτονομία του, αλλά μια εντελώς νέα υπόσταση τον περιμένει. Το ότι σκόνταψε πάνω στο πτώμα της κοπέλας, κάθε άλλο παρά ατύχημα είναι. Ανοίγει τις πύλες της κάθαρσης. Από τι; Ίσως από τις ταλαντώσεις της απομόνωσης λόγω φτωχοποίησης που κουβαλούν αρκετοί πολίτες στη πλάτη τους. Μπορεί να ανήκουμε και εμείς σ’αυτούς και καμωνόμαστε ότι δεν το γνωρίζουμε.
ΙΝΦΟ:
Μιχάλης Μακρόπουλος
«Το δέντρο του Ιούδα»
εκδ: Κίχλη
σελ: 120