Που πηγαίνει η δημοκρατία;

0
647

 

 

Του Αντώνη Παπαρίζου (*).

 

Ένα βιβλίο που εμπεριέχει οκτώ πραγματικά αξιόλογες μελέτες και πάρα πολλές υποθέσεις, από τις οποίες οι περισσότερες ίσως να αποτελούν και τις σημαντικότερες δυνατές ερωτήσεις και απαντήσεις, που διαπερνούν το ζήτημα και την ιστορία της “δημοκρατίας”.

Είναι αδύνατο να το διαβάσει κανείς “εν τάχη”, ενώ ο αναγνώστης θα αδικούσε τόσο  τις μελέτες όσο και τον εαυτό του, εάν αναζητούσε μόνον τα ερωτήματα “που θα τον ενδιέφεραν”, προσπερνώντας ενδεχόμενα τα άλλα ή ίσως αυτά που θα θεωρούσε “δευτερεύοντα(;). Όλα τα ερωτήματα που τίθενται, λοιπόν, είναι θεμελιώδη, ενώ ο τρόπος που αναπτύσσονται δεν επιτρέπει ένα κάποιο “ξεφύλλισμα”.

Τι αποκρύπτεται από τον λόγο για την δημοκρατία σήμερα, ρωτά ο Giorgio Agamben στο εισαγωγικό του σημείωμα; Μία μορφή ορθολογικότητας και ένα πολίτευμα ή ένας τρόπος νομιμοποίησης της ασκούμενης εξουσίας και ένας τρόπος διακυβέρνησης; Ή, μήπως όλα ταυτόχρονα, θα απαντούσε ρωτώντας ο αναγνώστης;  Δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε, μαζί με τον συγγραφέα,  μία κάποια σύγχυση ανάμεσα στην δημοκρατία ως πολίτευμα και την δημοκρατία ως διαδικασίες ήδη από την αρχαία Ελλάδα, από την στιγμή, δηλαδή, κατά την οποία ο Δήμος ανέλαβε την άσκηση όλων των πιθανών μορφών εξουσίας, που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε μία αυτόνομη πολιτική κοινωνία.

Η δημοκρατία ως έμβλημα είναι το θέμα του Αlain Badiou, στην οποία, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, κυριαρχεί πλέον η ανάγκη ικανοποίησης των επιθυμιών, με πρώτη την επιθυμία της αιώνιας νεότητας. Η ισχυρά βιωμένη φαντασίωση της αιώνιας νεότητας, στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες, θα του απαντούσα, η οποία και αντικατέστησε το αίτημα της αισθητικής και πολιτικής αρετής της ελληνικής αρχαιότητας, δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από την ολοκληρωτική κατανάλωση της ζωής και του ανθρώπινου εαυτού, ως εάν να ήταν τα υπέρτατα καταναλωτικά αγαθά.

Ο άνθρωπος ως αυτό- καταναλωνόμενο αγαθό ή ως πυροτέχνημα, θα πρόσθετα, δεν είναι αίτημα της δημοκρατίας, αλλά της υπέρ- καταναλωτικής κοινωνίας. Η επιθυμία της αιώνιας νεότητας δεν προκύπτει από την ενόρμηση του θανάτου, ούτε σημαίνει κάποια μορφή ακινητοποίησης του χρόνου, όπως προσεγγίζει το ζήτημα ο Α. Badiou, αλλά αποτελεί τον σύγχρονο τρόπο φυγής του ανθρώπου από την αγωνία του πολύ- κατακερματισμού του. Δεν αποτελεί, μία απ’ ευθείας μετατροπή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αλλά αποτέλεσμα του γεγονότος ότι ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος απεκδύθηκε την ιδιότητα του πολίτη σιωπηλά, επειδή έλυσε σ’ έναν κάποιο βαθμό τα ζητήματα της επιβίωσης. Ως εάν η δημοκρατία είχε αποκλειστικό και μόνον στόχο την ικανοποιητική μη καταπιεστική επιβίωση. Η εθελοδουλία, δυστυχώς, θα πρόσθετα, αποτέλεσε, όπως όλα δείχνουν, τον παράπλευρο δρόμο του Διαφωτισμού. Οι αναφορές του στον Πλάτωνα δεν του χρειάζονταν, τουλάχιστον για τις αναλύσεις του στο πολύ ενδιαφέρον κατά τα άλλα κείμενό του. Μάλλον αποτελούν για τον ίδιο μία βαθύτερη παιδεία κατανόησης της σύγχρονης πραγματικότητας.

Οι φιλελεύθερες κυρίαρχες ομάδες χρειάζονται την δημοκρατία για να αποκρύπτουν την δεσποτεία τους, αυτό είναι το “διαρκές σκάνδαλο” της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας” ισχυρίζεται ο Daniel Bensaid. Ο κομμουνισμός προσπερνά την πρόταση της δημοκρατίας, διότι αποσκοπεί στην αυτό- κατάργηση του κράτους και συνεπώς της πολιτικής. Ο αυτό- μαρασμός όχι μόνον του κράτους, αλλά και της πολιτικής, αποτελεί το κύριο ερώτημα της μελέτης αυτής. Η πολιτική θα  αυτό- απορροφηθεί από την “πολιτική αυτορύθμιση του κοινωνικού” ή από την “ιδεώδη συρρίκνωση του πολιτικού μέσω του κοινωνικού”, ισχυρίζεται.  Το πολιτικό και το κοινωνικό όμως δεν αποτελούν αφηρημένες κατηγορίες, αλλά αποτελούνται από ανθρώπους, εξίσου δημιουργικούς και καταστροφικούς.

Πάντα με  γοήτευαν οι θρησκευτικές ανατάσεις των θεωρητικών της πολιτικής, πολύ περισσότερο όταν ξεχνούν ότι το φάντασμα του πολιτικού μεσσιανισμού τους περιμένει στην γωνία, για να τους χλευάσει. Μία καλή μελέτη της ιστορίας των θρησκειών θα χαμήλωνε τους τόνους των θεωρητικών της αυτοκατάργησης της πολιτικής. Δεν υπάρχουν στην ιστορία της ανθρωπότητας πιο μακρόχρονα πετυχημένες πολιτικές θεωρίες από τις θρησκείες, και οι θεοί ήταν πάντα οι καλύτεροι διαχειριστές των εξουσιών. Παρ’ όλα αυτά, οι θεωρητικές λεπτολόγες αναζητήσεις του Bensaid διατηρούν την δροσιά του οραματιστή. Είναι ένα εξαιρετικό δείγμα θεωρητικής σκακιστικής τέχνης. Μόνον που η ιστορία δεν είναι σκακιέρα, αλλά μία μεγάλη συλλογική κοιλιά που γεννά τέρατα και θηρία, ακριβώς μάλιστα όταν τίποτε δεν τα προαναγγέλλει.

Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι οι μαζικοποιημένες κοινωνίες είναι δυνατόν να ακολουθήσουν μια επανάσταση σε κάποια ιστορική στιγμή κρίσης: μόνον δυνατόν και ποτέ βέβαιο. Είναι όμως εξίσου δυνατόν, να ενδώσουν αμέσως μετά και στην μαζικοποίηση του ολοκληρωτισμού. Η κριτική και πολιτική αφύπνιση των πολλών, βέβαια, είναι πραγματικά δύσκολη υπόθεση, πολύ περισσότερο μάλιστα όταν έχουμε πλέον διαπιστώσει, ότι ο άνθρωπος έλκεται από την εθελοδουλία τουλάχιστον εξίσου, εάν όχι και περισσότερο, από ότι από την ελευθερία. Γι αυτό και η διά των συναισθηματικών συνθημάτων μαζικοποίηση είναι συνήθως εύκολη υπόθεση τόσο για τους επαναστάτες όσο και για τους δικτάτορες.

Η ορθολογικότητα, το Κράτος, η “δημοκρατία της αγοράς”, οι φιλελεύθερες αναζητήσεις των πολλών, η αυτοκυβέρνηση των λαών, η συμμετοχή των πολλών στην άσκηση των εξουσιών, και η “αδύνατη ελευθερία”, αποτελούν κάποια από τα ερωτήματα του Wendy Brown, στην επόμενη μελέτη. “Θέλουμε όμως να είμαστε ελεύθεροι;” ρωτά. Η ελευθερία είναι αποτέλεσμα της αυτοκυβέρνησης του λαού, της άσκησης δηλαδή των εξουσιών από κοινού και από τον λαό, προς όφελος του κοινού συμφέροντος.

Ο Brown, όμως, τελειώνει τον προβληματισμό του θέτοντας ως συμπέρασμα την ερώτηση στην οποία επιχείρησε να απαντήσει από την αρχή του κειμένου του, και η οποία έμεινε αναπάντητη. Διαπιστώνω, μ’ άλλα λόγια ως αναγνώστης και μόνον, ότι το στοίχημα του Ρουσσώ που επιχείρησε να μελετήσει, ο συγγραφέας, μέσω της μελέτης της ιστορίας, παρέμεινε αναπάντητο: “παραιτούμαστε από την δίχως κανόνες ατομική ελευθερία για μια συλλογική πολιτική εξουσία, προκειμένου να πραγματοποιήσουμε την ατομική μας ελευθερία.” Ο Brown, παρά τις πολύ ενδιαφέρουσες αναλύσεις του, δεν το απάντησε. Διότι το στοίχημα του Ρουσσώ, θα έλεγα προσωπικά, είναι εντελώς λάθος. Και τούτο, διότι δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει καμία ατομική ελευθερία δίχως κανόνες. Ενώ η συλλογική πολιτική εξουσία δεν μπορεί να ασκηθεί αυτόματα και αυτονόητα από όλους, αλλά από κάποιους….ποιους, όμως;;…

Πολύ θα ήθελα να είχα χώρο για να συζητήσω εκτενώς της προτάσεις του Jan- Luc Nancy, αλλά ο χώρος δεν μου το επιτρέπει. Η σημασιακή κενότητα της δημοκρατίας, το δισυπόστατο της πολιτικής, ο πολιτικός δρόμος της αισθητικής, ο θεός, ο μύθος, ο λόγος, η σχέση της θρησκείας και της πολιτικής, το μόνιμο παράδειγμα της αρχαίας πόλης, είναι κάποια και μόνον από τα θεμελιώδη ερωτήματα που θέτει.

Το ίδιο ισχύει και για τα ζητήματα που εγείρει η Kristin Ross: της ισορροπίας ανάμεσα στην πλειονότητα και την μειονότητα, την πλειοψηφία και την μειοψηφία, και της δημοκρατικής διακυβέρνησης, αξίζουν να μελετηθούν. Ενώ ο Zizek, από την άλλη πλευρά, αφού ρωτήσει ποια είναι η σχέση μεταξύ εξουσίας και γνώσης, ποια είναι η επαναστατική ή αυταρχική δύναμη της συλλογικής οργής, και ποιες είναι οι αιτίες που θα επέτρεπαν στην εργατική τάξη να αποτελέσει ένα επιτυχημένο ή ένα αποτυχημένο υποκείμενο της ιστορίας, θέτει το ερώτημα της πολιτικής βίας.

Εκκινώντας από την ¨θεϊκή βία”, που τοποθετείται “ανάμεσα στο καλό και στο κακό”, όπως την αποκαλεί ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, και εκλαμβάνοντάς την ως βία που τίθεται “σε ένα σημείο πολιτικό -θρησκευτικής αναστολής της ηθικής”, ο Zizek, θα μελετήσει την σχέση της επαναστατικής βίας με την εκδικητική βία. Στην συνέχεια, θα αναγνωρίσει ότι η “δικτατορία του προλεταριάτου” αποτελεί για τον λαό μία μορφή πολιτικής δύναμης ανάλογη, όπως υποστηρίζει, με την δύναμη που δίνει στην κυβέρνηση των κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων το “περίσσευμα της αντιπροσώπευσης”. Θα υποστηρίξει, έτσι, ότι “υπάρχει μία στιγμή αλήθειας στον ολοκληρωτισμό”, η οποία οφείλεται στο “περίσσευμα της δύναμης” του λαού. Ποιος, όμως, διαχειρίστηκε και δικαιούται να διαχειριστεί ιστορικά το “περίσσευμα” αυτό, εάν βέβαια οι αναλύσεις του Zizek σχετικά με τα “περισσεύματα εξουσίας και δύναμης” είναι ορθές; Το κόμμα και η άκαμπτη γραφειοκρατική νομενκλατούρα; Μήπως την “θεϊκή βία”, την οποία επικαλείται ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και η οποία τοποθετείται “ανάμεσα στο καλό και το κακό”, δεν δικαιούται να την χρησιμοποιήσει ούτε ο ίδιος ο θεός, διότι δεν αποτελεί παρά μία ιδεολογική φαντασίωση; Ξέφυγα, όμως, ως προς τον αριθμό των λέξεων που μου επιτρέπει να χρησιμοποιήσω ο διαχειριστής της ιστοσελίδας και θα πρέπει να σταματήσω, παρ’ όλον ότι δεν πρόλαβα να αρθρώσω ούτε μία λέξη σχετικά με το ενδιαφέρον κείμενο του J Rancière. Άλλωστε οκτώ ενδιαφέρουσες μελέτες, πώς να τις συνοψίσει κανείς με χίλιες λέξεις; Η σκυτάλη στον αναγνώστη. Η γλώσσα των μεταφραστών είναι πραγματικά καλή.

(*) O Αντώνης Παπαρίζος είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πάντειο  Πανεπιστήμιο

 

 

 

INFO: Giorgio Agamben, Alain Badiou, κ, ά,..

”Πού πηγαίνει η δημοκρατία;”, Αθήνα, Πατάκη, 2013, 213 σελ.

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ ποίηση σήμερα
Επόμενο άρθροΓυμνοί Έλληνες στο Βρετανικό Μουσείο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ