Πόσο αντέχει ο Ντάριο Φο και τι «Συνέβη στο Monterey»; (της Όλγας Σελλά)

0
394

της Όλγας Σελλά

 

Η κωμωδία είναι ένας γοητευτικός και λυτρωτικός τρόπος να θίξεις πολύ δυσάρεστα θέματα. Και η αλήθεια είναι ότι λείπει η καλή κωμωδία από τις θεατρικές σκηνές. Γιατί; Οι απαντήσεις είναι πολλές. Γιατί οι νεότεροι καλλιτέχνες αγγίζουν συχνότερα –είτε με τη μορφή ντοκουμέντου, είτε με τη μορφή νέας δραματουργίας- σύγχρονα κοινωνικά θέματα που ούτε εύκολα είναι ούτε κωμικά. Κάποιες φορές θα έλεγα ότι γοητεύονται περισσότερο από καταστάσεις και θέματα εξόχως δραματικά και δυσάρεστα, που αντλούνται από τη σύγχρονη ιστορία ή επικαιρότητα. Γιατί μάλλον χρειάζεται να επανεφεύρουμε τη γλώσσα με την οποία μπορούμε να γελάσουμε χωρίς να προκαλούμε και χωρίς να υποβαθμίζουμε την έννοια του χιούμορ, μια ισορροπία διόλου εύκολη στους καιρούς μας.

Έτσι  την εβδομάδα που πέρασε ήρθα σε επαφή με δύο κωμωδίες. Η μία καθαρόαιμη, ενός βιρτουόζου του είδους, του νομπελίστα Ντάριο Φο, της Φράνκα Ράμε και του Τζάκοπο Φο, αφού η Σμαράγδα Καρύδη επέλεξε να σκηνοθετήσει (και να πρωταγωνιστήσει) στο έργο τους «Η μαριχουάνα της μαμάς είναι η καλύτερη». Η δεύτερη είναι μια σύγχρονη, καινούργια πικρή κωμωδία του Άκη Δήμου, σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, με τίτλο δανεισμένο κατευθείαν από το τραγούδι του Φρακ Σινάτρα «It happened in Monterey»: «Συνέβη στο Monterey» λοιπόν, με υπότιτλο «Μια κωμωδία ή μήπως όχι;». Ας τα δούμε ένα ένα.

 

Ο Ντάριο Φο στον 21ο αιώνα

Τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ο Ιταλός  θεατρικός συγγραφέας, ηθοποιός, σκηνοθέτης και συνθέτης Ντάριο Φο (1926-2016) είχε την τιμητική του σε πολλές σκηνές και έξω από τα όρια της πατρίδας του, της Ιταλίας.  Ήταν τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια στην Ελλάδα και τα έργα του Ντάριο Φο, με την έντονη πολιτική τους χροιά, τη σάτιρα κοινωνικών και πολιτικών δομών και το ευθύ του χιούμορ είχαν την τιμητική τους σε πολλές σκηνές. Έργα που συνομιλούσαν ευθέως με την Κομέντια ντελ’ Αρτε, με την πολιτική σκηνή της πατρίδας του, με τις συνθήκες της καθημερινότητας, έτσι όπως τις προσέγγιζε και τις σχολίαζε ένας στρατευμένος συγγραφέας, που πλήρωσε ακριβά τις αρχές του και τις ιδέες του μέχρι το Νόμπελ, το 1997, να του ανοίξει διάπλατα τις πόρτες.

«Η μαριχουάνα της μαμάς είναι η καλύτερη» γράφτηκε το 1976 και περιγράφει, με στοιχεία φάρσας, την προσπάθεια μιας οικογένειας, που ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, να επιβιώσει. Αλλά δεν μένει εκεί. Σχολιάζει ανελέητα ό,τι υπάρχει γύρω του, με προσφιλές του θέμα την υποκριτική στάση της Εκκλησίας. Ο Λουίτζι, (Γιώργος Νούσης) χρήστης χασίς, μαριχουάνας και LSD επιστρέφει στο σπίτι όπου ζουν η μητέρα του (Σμαράγδα Καρύδη) και ο παππούς του (Τάκης Παπαματθαίου), το οποίο είχε εγκαταλείψει ύστερα από καβγά, και διαπιστώνει ότι και η μητέρα του και ο παππούς του όχι μόνο καπνίζουν χασίς και μαριχουάνα, αλλά τα καλλιεργούν και τα εμπορεύονται –παράνομα φυσικά. Κι εκεί αρχίζει ένα τρελό μπέρδεμα, με τη φίλη και γειτόνισσα που ψάχνει απεγνωσμένα γαμπρό, με έναν φίλο του Λουίτζι, που διαρκώς ψάχνει τη δόση και είναι έτοιμος για όλα προκειμένου να την αποκτήσει, με τον ανιψιό της μαμάς που είναι μέλος της δίωξης ναρκωτικών και με τον παπά της ενορίας, που δεν είναι τόσο ενάρετος όσο θέλει να δείχνει.

Η Σμαράγδα Καρύδη, στη δεύτερη σκηνοθεσία της, βάδισε στους δρόμους της φάρσας, με πολλά στοιχεία επιθεώρησης και με σκηνική όψη ιταλικού νεορεαλισμού, έτσι όπως τον γνωρίσαμε από τον κινηματογράφο (παρέπεμπε ευθέως σε ηθοποιούς-θρύλους του ιταλικού κινηματογράφου), χάρισε απλόχερα το κωμικό στοιχείο του έργου στο κοινό. Έμπειρη και η ίδια στην κωμωδία, είχε δίπλα της και τον εξαιρετικό Τάκη Παπαματθαίου (που παρέπεμπε ευθέως και εύστοχα στους μεγάλους Έλληνες κωμικούς), κράτησε ρυθμό στην παράσταση, είχε καλή μουσική, κίνηση, φωτισμούς, βίντεο. Καλή και ζωντανή η μετάφραση του Ευδόκιμου Τσολακίδη, ενώ τα σκηνικά της Μαρίας Φιλίππου έντυναν την παράσταση με δάνεια από το ύφος και τα υλικά διαφορετικών σκηνικών επιλογών, αλλά συνομιλούσαν με το ύφος της παράστασης. Αρκούσαν όμως αυτά; Ο Ντάριο Φο ήταν πολλά περισσότερα. Αλλά και πολύ συνυφασμένα με την εποχή του και τις αφορμές της. Έκανε ένα καθαρόαιμο πολιτικό θέατρο, στρατευμένο, με μια άρτια θεατρική δομή στα κείμενά του, η οποία συνεχίζει να είναι θαυμαστή και με ατάκες που λένε πολλά περισσότερα από το προφανές χιούμορ τους: «-Κατά βάθος είμαι μικροαστός», λέει ο Λουίτζι στη μητέρα του. «-Όχι, μην το ξαναπείς. Ό,τι άλλο θέλεις γίνε», απαντά εκείνη.

Όμως για να ελκύσει περισσότερο το σύγχρονο κοινό, ο Ντάριο Φο χρειάζεται παρέμβαση. Ισχυρή παρέμβαση. Άλλωστε, και ο ίδιος πίστευε ότι όποιος σκηνοθέτης ανεβάζει τα έργα του οφείλει να τα προσαρμόζει στην εποχή του –και την πολιτική και την θεατρική υποθέτω. Και το έργο που επέλεξε η Σμαράγδα Καρύδη είχε τεράστια περιθώρια για διασκευή, με τρόπο που το αρχικό του θέμα να αφορά και τη σύγχρονη ζωή. Ναρκωτικά, παραβατικοί νέοι, είναι στοιχεία που «ευδοκιμούν» και στις μέρες μας, με αγριότητα θα έλεγα, και όχι με το διεισδυτικό χιούμορ και τον σαρκασμό του Ντάριο Φο. Τα έργα του Ντάριο Φο χωρίς παρέμβαση μοιάζουν εικόνες μιας άλλης εποχής. Με παρέμβαση, στη διασκευή, στη δραματουργία και στο σκηνικό ύφος μπορούν να είναι διαρκώς επίκαιρα. Τα έργα του Ντάριο Φο δεν σταμάτησαν ν’ ανεβαίνουν, είτε ως εύκολη συνθηματολογία, είτε, όπως η παράσταση στο «Ηβη», απλή κωμωδία. Και συνήθως έχουν μεγάλη επιτυχία. Η παράσταση όμως που νομίζω ότι ανέδειξε με τον πιο σύγχρονο θεατρικό τρόπο το ύφος και το περιεχόμενο του Ντάριο Φο ήταν –πιστεύω πολλοί θα συμφωνήσουμε- το «Mistero Buffo», που σκηνοθέτησε ο Θωμάς Μοσχόπουλος το 2013.

Η παράσταση στο θέατρο «Ήβη» έμεινε στους ρυθμούς και στο ύφος της παλιάς κωμωδίας, με δάνεια από επιθεώρηση, ανέδειξε κυρίως τα φαρσικά στοιχεία του έργου και άφησε ανεκμετάλλευτους τους κοινωνικοπολιτικούς σχολιασμούς του, έτσι όπως θα ήταν εύληπτοι στο σημερινό κοινό.

Η ταυτότητα της παράστασης

Μετάφραση: Ευδόκιμος Τσολακίδης, Σκηνοθεσία – Δραματουργική επεξεργασία: Σμαράγδα Καρύδη, Σκηνικά: Μαρία Φιλίππου, Κοστούμια: Μαρία Κοντοδήμα, Πρωτότυπη μουσική: Διαμαντής Αδαμαντίδης (Inner.D.), Πρωτότυποι Στίχοι: Σοφία Καψούρου, Video art: Παντελής Μάκκας, Σχεδιασμός φωτισμών: Δημήτρης Κουτάς, Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαριάνθη Μπαϊρακτάρη, Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή

Πρωταγωνιστούν

Σμαράγδα Καρύδη, Τάκης Παπαματθαίου, Γιώργος Νούσης, Χάρης Χιώτης

Τάσος Ροδοβίτης, Διαμαντής Αδαμαντίδης, Ιωάννα Λέκκα

Στο πιάνο ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου

Θέατρο «Ήβη» (Σαρρή 27, Αθήνα). Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη στις 8μ.μ., Πέμπτη και Παρασκευή στις 9μ.μ., Σάββατο στις 6μ.μ. και στις 9μ.μ., Κυριακή στις 7μ.μ.

 

Τι «Συνέβη στο Monterey»;

Ο Φρανκ Σινάτρα εντάσσεται εμμέσως σ’ αυτό το κείμενο, αφού «Monterey» έχει ονομάσει το ακριβό του εστιατόριο ο επιχειρηματίας του, μιας και ο πατέρας του είχε γνωρίσει τον μεγάλο Αμερικανό ηθοποιό και τραγουδιστή. Εμείς όμως ποσώς βλέπουμε τι συμβαίνει στο εστιατόριο, αφού βρισκόμαστε κατευθείαν στο υπόγειο, και στις πολυτελείς τουαλέτες του, όπου συναντιούνται δύο γυναίκες, άγνωστες μεταξύ τους και από εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Η μία λαϊκή, που βιοπορίζεται κάνοντας μανικιούρ σε σπίτια, νευρωσική, με έντονη προσωπικότητα και με απελπισμένη (έως αδιάκριτη) ανάγκη για επικοινωνία (Καίτη Κωνσταντίνου). Η άλλη μια γυναίκα που κρατάει αποστάσεις, ψυχρή και απόμακρη, που προσπαθεί να είναι ευγενής στην επίθεση φιλίας και οικειότητας της άλλης, μια δημοφιλής ηθοποιός (Λυδία Φωτοπούλου) που την αναγνωρίζει η λαϊκή γυναίκα και νιώθει την οικειότητα που νιώθουν οι θαυμαστές με τα είδωλά τους. Κι από εκείνο το σημείο, σε ρυθμό πολυβόλου στους διαλόγους, ο Άκης Δήμου αγγίζει ένα σωρό θέματα, με σαρκασμό, με χιούμορ, με πικρό χιούμορ, με απαισιοδοξία, απελπισία και τρυφερότητα. Η μοναξιά, το κενό στις σχέσεις τους, η ματαιότητα της λάμψης και το γρήγορο σβήσιμό της –«αυτό ήθελα να ‘μαι: όποια να ΄ναι», λέει η ηθοποιός-, ο φόβος του παραγκωνισμού από το νεότερο, οι στρεβλές σχέσεις με τους άντρες, η κατάθλιψη και ο τρόπος που η καθεμιά τους την αντιμετωπίζει. Και το θέατρο μέσα στο θέατρο κυριαρχεί.

Η μανικιουρίστα έχει έρθει στο εστιατόριο με τον άντρα της, για την επέτειό τους. «-Να ζήσετε», της λέει ευγενικά η ηθοποιός. «-Ζούμε. Σαν πεθαμένοι», απαντά.

Αυτές οι διαρκείς ανατροπές στους διαλόγους διαπερνούν όλο το κείμενο του Άκη Δήμου, που ισορροπεί θαυμαστά ανάμεσα στην κωμωδία και στην πικρή όψη της πραγματικότητας. Άλλωστε όλο το έργο είναι ένα τρελό παιχνίδι φαντασίωσης και πραγματικότητας. Και οι δύο ηθοποιοί το υπηρετούν εξαιρετικά, με ζηλευτή και σμιλεμένη χημεία. Ο Τάκης Τζαμαργιάς, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, πράγματι είχε εύκολη δουλειά, έχοντας ένα πολύ καλό σύγχρονο έργο και δύο εξαιρετικές ηθοποιούς. Φαίνεται όμως ότι αρκέστηκε στο καλό βασικό υλικό της παράστασης και δεν παρενέβη πολύ. Έτσι, υπήρχε μια στατικότητα (έως αμηχανία) στη δράση και στην κίνηση, ένα έλλειμμα στους φωτισμούς, μια «διακριτική» σκηνοθετική παρουσία εντέλει. Κι αυτό ήταν το μόνο μείον της παράστασης, που κατά τ’ άλλα χαρίζει ένα πολύ ωραίο, πυκνό και περιεκτικό σύγχρονο έργο, που προσφέρει άφθονο και αβίαστο γέλιο, αλλά όχι μόνο, και δυο σπαρταριστές ερμηνείες.

 

Η ταυτότητα της παράστασης

Συγγραφέας: Άκης Δήμου, Σκηνοθεσία: Τάκης Τζαμαργιάς, Σκηνικά: Γιώργος Θεοδοσίου, Κοστούμια: Έλλη Εμπεδοκλή, Φωτισμοί: Χάρης Δάλλας, Πρωτότυπη Μουσική: Αλεξάνδρα Κατερινοπούλου, Κίνηση: Στεφανία Γώγου, Βοηθός σκηνοθέτη: Αιμιλία Καραντζούλη, Φωτογραφίες παράστασης : Γιώργος Καλφαμανώλης

Παραγωγή: Αθηναϊκά Θέατρα

Πρωταγωνιστούν : Λυδία Φωτοπούλου, Καίτη Κωνσταντίνου

 

Μικρό Χoρν,  Αμερικής 10, Aθήνα, Τηλέφωνο: 211.182.6479

 

Ημέρες & Ώρες Παραστάσεων: 

Δευτέρα & Τετάρτη :  20:00, Τρίτη & Κυριακή : 21:00

 

Προηγούμενο άρθροΣεφέρης και Καβάφης για φιλολόγους «από 9 ετών»  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)
Επόμενο άρθροΤο Ελληνικό Σχέδιο στο Θέατρο Τέχνης, αρχή με Π.Τούντα, Γ.Παπαϊωάννου

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ