της Δήμητρας Ρουμπούλα
«…πώς βγαίνει κανείς από τον πόλεμο, για πες, βγαίνει μόνο αυτός που δεν πήγε…»
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Αντόνιο Λόμπο Αντούνες, «Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ΄ το νερό» (εκδ. Πόλις), είναι ένα διαφορετικό αντιπολεμικό μυθιστόρημα. Αντί να βασίζεται σε συνηθισμένες σκηνές συνωμοσίας και πολέμου για να περιγράψει τη φρίκη του πορτογαλικού αποικιακού πολέμου (1961-1974), ο συγγραφέας επιλέγει να ταρακουνήσει τους αναγνώστες του μέσα από μια θύελλα λέξεων, ήχων και εικόνων, αναμνήσεων και αισθήσεων, ανακατεμένων με πόνο και σίγουρα ενορχηστρωμένων με δεξιοτεχνία.
Από τον θάνατο του Ζοζέ Σαραμάγκου το 2010, ο Αντούνες, γεννημένος το 1942 στη Λισαβόνα, είναι ο αδιαμφισβήτητος πρωταθλητής της πορτογαλικής λογοτεχνίας και ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του καιρού του, μόνιμος υποψήφιος εδώ και χρόνια για το βραβείο Νόμπελ. Τα βιβλία του, πάνω από είκοσι, στοιχειώνει η εφιαλτική ανάμνηση του πολέμου της Πορτογαλίας στην εξεγερμένη Αγκόλα των απελευθερωτικών κινημάτων. Ο ίδιος, με σπουδές ιατρικής και ειδικότητα στην ψυχιατρική, στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός για δεκαπέντε μήνες σε ψυχιατρικό νοσοκομείο στα νοτιοανατολικά της αφρικανικής χώρας. Όσα βίωσε εκεί είναι τόσο βαθιά χαραγμένα στη μνήμη και τη συνείδησή του που αναπλάθονται διαρκώς σε όλα τα έργα του, σαν μια κατάρα που πέφτει πάνω στους ήρωές του οι οποίοι δεν μπορούν να αντέξουν, ακόμα και να κατανοήσουν αυτό που συνέβη σε εκείνο το μέρος. Τα βιβλία του δεν μιλούν άμεσα για τον πόλεμο, αλλά για τα επακόλουθα, για τη ζωή που συνεχίζεται ενώ όλα έχουν καταρρεύσει. Κατακλύζονται από τις εικόνες και τον απόηχο της φρίκης, τη μυρωδιά του θανάτου, τις κατακερματισμένες υπάρξεις, τις τσακισμένες ζωές των στρατιωτών σε μια Πορτογαλία που δεν αναγνωρίζουν όταν επιστρέφουν και σε μια κοινωνία που παλεύει με τις πληγές της.
«Κι αυτή τη νύχτα, όπως τόσες φορές εδώ και σαράντα τρία χρόνια, ονειρεύτηκα πάλι την Αφρική». Με αυτές τις λέξεις ξεκινά η αφήγηση του βετεράνου που μοιάζει σαν μην γύρισε ποτέ από την Αγκόλα. Η ιστορία στο «Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ΄ το νερό», όπως και σε κάθε βιβλίο του Αντούνες, είναι σχετικά απλή: Ένας ανθυπολοχαγός, παντρεμένος, που υπηρέτησε στον πόλεμο της Αγκόλας, επιστρέφοντας στη Λισαβώνα ύστερα από είκοσι επτά μήνες, φέρνει μαζί του ένα ορφανό πεντάχρονο παιδί, ένα «μαυράκι», το οποίο υιοθετεί και αντιμετωπίζει σαν γιό του. Σαράντα χρόνια αργότερα, οι δυό τους, συνοδευόμενοι από τις συζύγους τους και την κόρη του βετεράνου, η οποία γεννήθηκε δύο χρόνια μετά την επιστροφή τους, επισκέπτονται το πατρογονικό χωριό στους πρόποδες ενός βουνού για τα ετήσια τελετουργικά χοιροσφάγια. Γνωρίζουμε από τη δεύτερη σελίδα ότι το ορφανό, άντρας πλέον, θα σκοτώσει τον θετό πατέρα τη στιγμή που μαχαιρώνει το γουρούνι. «… ο μαύρος γιός σκότωσε τον λευκό πατέρα με το μαχαίρι ακόμα ματωμένο από το ζώο, όχι άλλο μαχαίρι, το ίδιο μαχαίρι …. ο μαύρος γιός ουρλιάζοντας στον λευκό πατέρα – Θυμάσαι τις έκανες θυμάσαι τις έκανες;»
Η απλότητα στην πλοκή δηλώνει την υπεροχή που δίνει ο συγγραφέας στη γλώσσα, η οποία παραπέμπει την ιστορία σε έναν κατ΄ ανάγκη δευτερεύοντα ρόλο. Αυτό που έχει σημασία είναι πώς το λέει και όχι αυτό που λέει. Το μυθιστόρημα λειτουργεί γύρω από την αφήγηση και όχι ακριβώς σε αυτό που διηγείται. Κάθε κεφάλαιο / μονόλογος είναι μια πρόταση, με την αφήγηση πρώτου προσώπου να γλιστρά απρόβλεπτα από τον ένα βασικό ήρωα στον άλλο, έναν λευκό και έναν μαύρο, ενώ παρεμβάλλονται και τα άλλα πρόσωπα της οικογένειας. Σε κάθε φράση, παράγραφο, κεφάλαιο, με ελάχιστα – τα πλέον αναγκαία – σημεία στίξης, οι φωνές τους αλληλοεπικαλύπτονται και αλληλοσυμπληρώνονται, μπερδεύονται και συγκρούονται, βίαιες σκηνές από το παρελθόν παρεμβαίνουν διαρκώς και τραυματίζουν το παρόν, σκληρές αναμνήσεις εισβάλλουν απότομα πυροδοτώντας τα συναισθήματα και σφυροκοπώντας τον αναγνώστη που τείνει να νιώσει άβολα. Αλλά καθώς περνούν οι σελίδες και εισάγονται σταδιακά στυλιστικές καινοτομίες του συγγραφέα, ο αναγνώστης ακούει τον πόνο, μυρίζει τον θάνατο, βλέπει σκηνές ανείπωτης βίας, ακρωτηριασμών και βιασμών. Ακόμη διαισθάνεται την αγωνία και το αδιέξοδο, αντιλαμβάνεται το κενό στο γάμο του ανθυπολοχαγού («Η Αγκόλα καταβροχθίζει τα πάντα …») και τα παρεπόμενα της βαρβαρότητας στην προσωπική ζωή του καθενός («Αν δεν είχα πάει στον πόλεμο ίσως να είμασταν ευτυχισμένοι»).
Σε όλο το βιβλίο, οι χαρακτήρες επιδιώκουν να εξηγήσουν την περίεργη υιοθεσία του μαύρου αγοριού, μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι ο ίδιος ο ανθυπολοχαγός ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο των γονιών του παιδιού μπροστά στα μάτια του. Την ίδια στιγμή που οι περισσότεροι στρατιώτες «επέστρεφαν με αναμνηστικά, μια μάσκα, ένα ξύλινο αγαλματίδιο, ένα αυτί μέσα σ΄ ένα μπουκάλι με οινόπνευμα…», εκείνος, όπως διαβάζουμε στη συνέχεια, μετέφερε στη Λισαβώνα ένα ζωντανό «τρόπαιο πολέμου». Γιατί; Από τύψεις, ως τεκμήριο ότι ήταν εκεί και ο πόλεμος δεν ήταν ψευδαίσθηση, ή ότι το παιδί θα μεγάλωνε και θα τον σκότωνε ως εκδίκηση, ή ακόμη, για να μην τον εκδικηθεί ποτέ, έτσι ώστε να αποδεχτεί τα πάντα ως φυσική συνέπεια του πολέμου; Σίγουρα όχι από συμπόνια ή αγάπη. «… ακόμα και σήμερα δεν ξέρω γιατί το έκανα, ίσως ένιωθα μόνος και ήταν σαν να ήμουν ιδιοκτήτης ενός ζώου συντροφιάς που παρότι δεν μιλούσε ήταν όπως και να ΄χει καλύτερο απ΄ το τίποτα…», αναφέρει κάπου και σε άλλο σημείο λέει: «…από εγωϊσμό, γιατί ήθελα να θυμάσαι πάντα τι έκανα και να μη με εκδικηθείς ποτέ, να δεχτείς, έτσι είναι ο πόλεμος…».
«Σκεφτείτε καλά πού μπλέκετε αργά ή γρήγορα θα σας εκδικηθεί ανθυπολοχαγέ μου», μια φράση που του λένε προφητικά οι στρατιώτες και εμφανίζεται συχνά στο βιβλίο. Και έτσι θα γίνει. Το αγόρι μεγαλώνει σαν μέλος της οικογένειας του δολοφόνου των γονιών του, εργάζεται, βιώνει τον ρατσισμό με τον χειρότερο τρόπο καθώς παντρεύεται μια λευκή γυναίκα που τον περιφρονεί διαρκώς για τη φυλή και το χρώμα του, τον ταπεινώνει ανελέητα και τον κοροϊδεύει «σκυλάραπα» . «…την Εξοχότητά Της εγώ την αηδίαζα…», λέει ο ίδιος. Δεν αποκτά ποτέ την ταυτότητα του λευκού – «η δική μας μοίρα είναι να μας καίνε, να μας σκοτώνουν, να μας ακρωτηριάζουν και συνεπώς προς τι μια άλλη ταυτότητα». Δεδομένου ότι είναι αδύνατον να σταματήσουν οι αναμνήσεις από την Αφρική και οι σπαρακτικές σκέψεις, οι πέτρες θα γίνουν ελαφρύτερες απ΄ το νερό μόνο όταν φτάσει ο θάνατος. Ο βετεράνος ο οποίος περιτριγυρίζεται από φαντάσματα που τον καταδιώκουν ακατάπαυστα είναι βέβαιος πια ότι ο γιός του θυμόταν τη γυναίκα, τη μητέρα του δηλαδή, που εκείνος της έκοψε τα αυτιά και τα χέρια και τον άντρα, τον βιολογικό πατέρα του, μπρούμυτα στο έδαφος με μια ριπή από το G3 στην πλάτη.
Ο Αντούνες βομβαρδίζει τον αναγνώστη με μια χούφτα τοτεμικές φράσεις που επαναλαμβάνονται δεκάδες φορές: «Σκοτώστε, σκοτώστε», «Κάψτε κάψτε», «Αργά ή γρήγορα θα σας τη φέρει ο μικρός θα εκδικηθεί», «Μην τον αγγίξετε αυτόν είναι δικός μου». Επίσης, «Μου επιτρέπετε να σας συνοδεύσω;», όπως είπε κάποτε στη γυναίκα του ο μετέπειτα πολεμιστής στην Αγκόλα όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά, ή η φράση της κόρης προς τον μαύρο αδερφό της, «Ήθελα μόνο να σε δω αντίο».
Με τον ίδιο συγκλονιστικό τρόπο επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά σκηνές με καμμένα χωριά ή ακρωτηριασμένα πτώματα. Όπως και στιγμές κυνηγιού και άλλες με τον γιατρό να προσποιείται ότι ο καρκίνος της συζύγου του ανθυπολοχαγού δεν είναι τίποτα άλλο παρά πέτρες στα νεφρά που η ιατρική θα θεραπεύσει σύντομα, καθιστώντας τες ελαφρύτερες απ΄ το νερό. Επαναλήψεις της μνήμης, με φράσεις, εικόνες, πολεμικά συνθήματα, όρκους των στρατιωτών που ελπίζουν πως θα ανανεώσουν τους γάμους τους, συναντήσεις με τον ψυχολόγο στο νοσοκομείο τις Τετάρτες «να επιμένει να μιλήσουμε», λειτουργούν σαν εκρήξεις μέσα στο κείμενο. Όλα θραύσματα της κατακερματισμένης συνείδησης που χτυπούν το ένα δίπλα στο άλλο, συχνά χωρίς συνδετικούς κρίκους, σαν να αδυνατούν να δώσουν ένα σχήμα στην εμπειρία και στη σκέψη, και μόνο με την κατάλληλη χρήση της γλώσσας μπορούν να αποδοθούν. Εδώ βρίσκεται η μαεστρία του Αντούνες, στον τρόπο που διέγνωσε τις πληγές του πολέμου και δημιούργησε έναν μοναδικό λογοτεχνικό κόσμο.
Η εμφάνιση στο τέλος του βιβλίου της βιολογικής κόρης, πάντοτε σιωπηλή, θυμωμένη, πικρόχολη και απόκοσμη, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας που αποφεύγει συστηματικά τον πατέρα της, δεν είναι τυχαία. Η παρουσία της στα χοιροσφάγια θυμίζει στον βετεράνο μια περήφανη και οργισμένη κρατούμενη στην Αγκόλα. «…να που σήμερα με επισκέπτεται στο χωριό μεταμφιεσμένη στην κόρη μου». Παρά το γεγονός ότι εκείνη γεννήθηκε στην Πορτογαλία αρκετά χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, η αφήγησή της περιλαμβάνει αναμνήσεις από πυροβολισμούς και θάνατο, αλλά και παροτρύνσεις προς τον μαύρο αδερφό της να πάρει εκδίκηση («Φέτος τελικά θα σκοτώσεις τον πατέρα που σκότωσε τον πατέρα σου με τη ματσέτα;), ωθώντας το μυθιστόρημα προς την τραγική κορύφωσή του σαν αρχαία ελληνική τραγωδία. Καθώς ο Αντούνες γερνά (78 ετών σήμερα), και μαζί του η γενιά που πολέμησε στον αποικιακό πόλεμο, ο κορυφαίος συγγραφέας υπενθυμίζει στους νεότερους συμπατριώτες του ότι δεν είναι απαλλαγμένοι από την κληρονομιά των προγόνων τους.
Άθλο αποτελεί ολοφάνερα η μετάφραση ενός τόσο χειμαρρώδους και πυκνού κειμένου από τη Μαρία Παπαδήμα που συμβάλει τα μέγιστα ώστε το μυθιστόρημα να είναι μια σπάνια εμπειρία για τον αναγνώστη, φτάνει αυτός να αφεθεί στον ρυθμό του.