της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη
Ναι είναι αντι-αφηγηματικό το καλύτερο να είναι στην αρχή, αλλά θα σας το πω γιατί δεν κρατιέμαι. Από την επανέκδοση του πρώτου μυθιστορήματος της Αμάντας Μιχαλοπούλου, με αφορμή την συμπλήρωση 30 χρόνων παρουσίασης της στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων (μετρώντας από τη νίκη της στον διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Ρεύματα το 1993) το πιο συγκλονιστικό είναι η αποκάλυψη πως ο Δημήτρης Νόλλας έχει φετίχ με τα φαγητά όταν του μιλάνε- όποιος έχει δει το American Pie θα καταλάβει αμέσως τι εννοώ. Το ξέρω πως θα με κράξετε οπότε απλά αντιγράφω από τις επιστολές που συνοδεύουν την συμπληρωμένη έκδοση του Γιάντες: «ΥΓ: Δεν είμαι σίγουρος για τις μελιτζάνες που μιλάνε. Πολλά από τα φαγητά parlants τα πήδησα- Φιλικά, Δημήτρης Νόλλας».
Και τώρα που σας είπα το κουτσομπολιό, να σας πω για τις μελιτζάνες που μιλάνε. Το εύρημα του βιβλίου, πως είναι γραμμένο από δύο αδέλφια, τον Ηλία που περιγράφει μια λογοτεχνικοποιημένη εκδοχή της ζωής της οικογένειας και κάθε κεφάλαιο το αφηγείται ένα άλλο φαγητό, ενώ η Αθηνά και κεντρική ηρωίδα που αναλαμβάνει να μεταφράσει το βιβλίο του αδελφού της από τα αγγλικά στα ελληνικά συμπληρώνει με την δική της αφήγηση το «Θα σε χτυπήσω σαν χταπόδι» (έτσι ονομάζεται το αυτόνομο βιβλίο του αδελφού της). Το εύρημα είναι πολύ ευρηματικό και φέρνει κατά νου το Χρυσό Σημειωματάριο της Ντόρις Λέσινγκ, που συμπτωματικά μόλις επανεκδόθηκε και αυτό (Διόπτρα) , γραμμένο επίσης από δυο συγγραφείς- χαρακτήρες, εραστές (αυτή τη φορά) και πρόκειται για βιβλίιο-μέσα-σε-βιβλίο.
Στην πραγματικότητα, πρέπει να είναι φρικτό για έναν πρωτοεμφανιζόμενο να γράφει ένα τόσο ωραίο βιβλίο που η Δημουλά να το αγοράζει για πασχαλινό δώρο και ο Τζιόβας να χαρακτηρίζει την συγγραφέα του «την πιο μεταμοντέρνα Ελληνίδα πεζογράφο». Το χειρότερο,το πιο παραλυτικό που μπορεί να συμβεί σε έναν πρωτοεμφανιζόμενο, εκτός από μια παταγώδη αποτυχία είναι μια τέτοια θριαμβευτική επιτυχία. Γιατί πού να πας από εκεί;
Θα σας πω πού να πας. Στο Μπαρόκ– το αυτοβιογραφικολογοτεχνικό επιστέγασμα της συγγραφικής καριέρας της Αμάντας-με εύρημα αυτή τη φορά την αντίστροφη χρονολογική πορεία, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις γλωσσικές ικανότητες της αφηγήτριας. Το πόσο αλληλένδετα είναι το Μπαρόκ με το Γιάντες, εκτός του προφανούς, ότι στο Μπαρόκ το κεφάλαιο 30 (που επισυνάπτεται στη νέα έκδοση του Γιάντες και τιτλοφορείται… τι άλλο Μπαρόκ) αναφέρεται στην επώδυνη ολοκλήρωση του πρώτου μυθιστορήματος της συγγραφέως σε έναν μπαρόκ πύργο στο Βραδεμβούργο, φαίνεται και σε διάφορα άλλα σημεία, σε βαθμό που κατά τη γνώμη μου δεν είχε και νόημα να συμπεριληφθεί μόνο ένα κεφάλαιο του Μπαρόκ στο τέλος του Γιάντες.
Επί τροχάδην αναφέρω μερικά:
Ο θάνατος του πατέρα
Το πλέον κομβικό σημείο στην εξέλιξη της πλοκής του Γιάντες είναι ο θάνατος του πατέρα της Αθηνάς και του Ηλία. Η περιγραφή του άδειου σπιτιού, μετά την απώλεια του, από την Αθηνά θα μπορούσε σχεδόν αυτολεξεί να αντικατασταθεί από την περιγραφή της αφηγήτριας- φαντασιακής Αμάντας Μιχαλοπούλου (στο εξής Αμαντοπούλου για συντομία) στο κεφάλαιο Πατέρας του Μπαρόκ.
Ο Τόμας Χάρντι
Αχ ο Τόμας Χάρντι. Εννοείται πως κάθε φορά που πετυχαίνω το όνομά του σε κάποιο βιβλίο που διαβάζω, αφήνω κάτω το βιβλίο που διαβάζω και διαβάζω Τόμας Χάρντι. Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξη μου όταν έπρεπε να ψάχνω στη βιβλιοθήκη για Χάρντι και κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του Γιάντες αλλά και του Μπαρόκ. Στο πρώτο ο Χάρντι αναφέρεται φρικιαστικά και απολαυστικά σε σχέση με το φαγητό- μπορεί οι στάχτες του να γειτνιάζουν με τον Ντίκενς, στη Γωνιά των Ποιητών στο Αββαιείο Westminster αλλά η καρδιά του είνα θαμμένη στον τάφο της πρώτης του γυναίκας, στο χωριουδάκι Stinford , ενώ στο Μπαρόκ (Έλεγχος Κεφαλαίων), η Αμαντοπούλου έχει κρύψει τα λεφτά της σε ένα βιβλίο του και επιπροσθέτως στο κεφάλαιο Μπαρόκ που αναφέρεται στη συγγραφή του Γιάντες αυτοχαρακτηρίζεται ως κυριολεκτικά «αποκαρδιωένη». Νομίζω πως ακριβώς αυτό είναι οι συγγραφείς- όπου και να είναι το σώμα τους, η καρδιά τους είναι πάντα κάπου αλλού, στο επόμενο βιβλίο τους ή σε κάποιο γιατί που αφορά το πρόηγούμενο βιβλίο τους και φαίνεται και στα μάτια τους που έχουν μέσα το αγχωμένο παράπονο αυτού που ψάχνει να παρκάρει, ακόμη και όσοι δεν οδηγούν: γιατί είμαι εδώ, το κέρατό μου, και χάνω το χρόνο μου ενώ θα μπορούσα να γράφω;
Τα φαγητά
«Το βιβλίο διαβάζεται σαν σάντουιτς- ένας με μεγάλο στόμα μπορεί να αλέσει παραγράφους απ’ όλα τα κεφάλαια μαζί.» – μπορεί στο Γιάντες τα φαγητά να πρωταγωνιστούν-η συγκεκριμένη πρόταση όμως είναι από το Μπαρόκ. Αλλού στο Μπαρόκ η Αμαντοπούλου αυτοχαρακτηρίζεται «άδεια τσαγιέρα» και οι παρομοιώσεις/αναφορές με/σε φαγητά δίνουν και παίρνουν «ο ηλιος τραγάνιζε τις άδειες κοιλάδες» «στο ξενοδοχείο έφαγαν σνίτσελ» (Ρουβίκωνας), Ξέρω τι θα πείτε- το φαγητό είναι το πρώτο κλισέ στην λογοτεχνία, το ευκολότερο στις παρομοιώσεις, λύση του τεμπέλη κτλ. Θα σας πω, είναι σαν το ιεραποστολικό. Ναι, αλλά όχι, άμα το κάνεις καλά.
Η ανάδυση της καλλιτέχνιδας
Στο Γιάντες είναι η μαμά της Αθηνάς και του Ηλία που παθαίνει Νόρα Χέλμερ και βροντάει τα οικιακά και την οικογενειά της και ακολουθεί τον έρωτα και την τέχνη- είναι όμως και η ίδια η Αθηνά- που παρατάει τις βαρετές μεταφράσεις για να γίνει αυτοδίδακτη σεφ και η ίδια Δεν θυμάμαι ποιος το είχε πει αλλά συγγραφέας γίνεσαι μόνο αυτοδίδακτος. Έτσι στο Μπαρόκ, η Αμαντοπούλα καταδύεται ή ξετυλίγεται περπατώντας προς τα πίσω, κεφάλαιο κεφάλαιο για να καταλάβει τον εαυτό της.
Θα μπορούσα να συνεχίσω, με τις απανωτές μετακομίσεις της Αθηνάς εντός του Λεκανοπεδίου και της Αμαντοπούλας από χώρα σε χώρα και από συγγραφική υποτροφία σε συγγραφική υποτροφία ή το συμβολικό δείπνο καθιέρωσης (στο Γιάντες ο Στέφανος, κορυφαίος σεφ και θείος της Αθηνάς και του Ηλία, μαγειρεύει για την Θάτσερ και τον Ρήγκαν ενώ στο Μπαρόκ στο κεφάλαιο Voices η Αμαντοπούλα καταλαβαίνει πως είναι συγγραφέας όταν δειπνεί με οικοδεσπότη τον Σάλμαν Ρούσντι και ταμπελίτσα «Novelist/Greece», αλλά νομίζω το πιάσατε και πλέον απλά νομίζω πως τέτοιες συγκρίσεις απλά χαλάνε τα ωραία σημεία και των 2 βιβλίων, αφήστε που δεν θέλω να παραβλέψω τα υπόλοιπα βιβλία της συγγραφέως, απλά είμαι ωρομίσθια.
Σας ρωτώ λοιπόν, πώς είναι δυνατόν 30 χρόνια μετά και με τις τιμές του χαρτιού σε πρωτόγνωρα ύψη, να θεωρείται αναγκαίο να προσαρτηθούν στο αρχικό βιβλίο συγχαρητήριες επιστολές κολοσσών των ελληνικών γραμμάτων ; Σε ποια στροφή το πήραμε τόσο λάθος που ένα τόσο καλογραμμένο και εμπνευσμένο βιβλίο χρειάζεται να «βλογίσει τα γένια του»; Αν πάμε πάλι στη Λέσινγκ, στην εισαγωγή του Χρυσού Σημειωματάριου ανέφερε, 60 χρόνια πριν, πως το δυσκολότερο για μια γυναίκα είναι να ακουστεί, πραγματικά να ακουστεί. Και πρέπει να αναρωτηθούμε, μήπως δεν ακούμε; Γιατί χρειάζεται να κλέψουμε κύρος από αναφορές σε καθιερωμένους συγγραφείς; Επι παραδείγματι στο Γιάντες απαριθμούνται οι διασημότεροι συγγραφείς που αναφέρονται σε φαγητά, σταχυολογημένα από τον άλλο θείο και ατάλαντο μάγειρα της οικογενειας μαγείρων, των Βασίλη που αγαπώντας τη μαγειρική αλλά μη μπορώντας να μαγειρέψει, γίνεται συλλέκτης υλικού περί μαγειρέματος. Είναι απολαυστικό να διαβάζεις μια τέτοια λίστα- από την άλλη όμως είναι και ηλίου φαεινότερο πως πρόκειται περί ανωμαλίας- και όσο και χοντροκομμένος και να είναι ο διαχωρισμός μεταξύ του ταλαντούχου σεφ και του ατάλαντου συλλέκτη, και όσο δευτεράντζα και αν με θεωρείτε αν προστρέξω σε άλλη μια παρομοίωση με τον κόσμο της μαγειρικής γα τη λογοτεχνία: ή έχεις ταλέντο ή δεν έχεις. Το namedropping ( ο βομβαρδισμός με ονόματα) για εντυπωσιασμό που είναι προσφιλέστατο χόμπυ απο αρχαιοτάτων χρόνων είναι για την κατηγορία Βασίλη. Οι Στέφανοι πρέπει να μαγειρεύουν/ να γράφουν, παντελώς αγνοώντας τα ονόματα. Ακόμη και σε επόμενα βιβλία της η Αμάντα δεν παύει να αναφέρεται σε άλλους συγγραφείς –πχ στον Κάφκα στο πρόσφατο η Μεταμόρφωση της. Δεν θα έπρεπε να είναι όμως δική της δουλειά να μας λέει ποιου και πως το έργο συνεχίζει ή με ποιον συνδυαλέγεται. Όποιος το κατάλαβε έχει καλώς- για τους υπόλοιπους ας μας ππουν οι κριτικοί και οι φιλόλογοι.
Χωρίς να μπορώ να θεωρητικοποιήσω τι κάνει η λογοτεχνία- όπως κανείς δεν έχει δώσει έναν αρκετά ικανοποιητικό ορισμό της ζωής- μπορώ μόνο να πω πως η Αμάντα Μιχαλοπούλου το έκανε πριν από 30 χρόνια και έκτοτε το έκανε όλο και καλύτερα, θα ήθελα όμως κάποτε να τη δω να το κάνει χωρίς να υποβαστάζεται από το καθιερωμένο κύρος ονομάτων και ευρημάτων. Οι μελιτζάνες έμαθαν να κάνουν τουμπεκί ψιλοκομμένο όταν γράφει, καιρός είναι να το μάθει και ο Κάφκα. Η μοριακή γαστρονομία είναι φαντασμαγορική, αλλά το καλύτερο κομμάτι του φιλέτου, δεν χρειάζεται τίποτε- ούτε καν πολύ ψήσιμο.