Πώς μια ποιήτρια διαβάζει τους ποιητές

0
448

 

της Αφροδίτης Σιβετίδου(*).

Παρότι το να είσαι ποιητής σημαίνει αποτυχία, και τέχνη σημαίνει αφοσίωση στην αποτυχία» γράφει η Λουκίδου μεταφέροντας τη γνώμη του Samuel Beckett, και ενώ φαινομενικά αποδέχεται την αιρετική θέση του δραματουργού-φιλοσόφου, στη συνέχεια, παίρνοντας απόσταση από τον μεγάλο Ιρλανδό, δίνει την προσωπική της άποψη, που δικαιώνει και την ύπαρξη αυτού του πονήματος, αφού προδίδει την ερωτική της εμμονή για τον ποιητικό λόγο. «Παρ’ όλα αυτά ένα ποίημα», γράφει, «στρέφεται ανέκαθεν εναντίον του κενού ως ύστατη ταπεινή προσπάθεια του ποιητή ν’ αναστείλει για λίγο την αποσύνθεση, φανερώνοντας ωστόσο απροκάλυπτα πόσο εύθραυστος είναι ο ίδιος. Κι εύθραυστος είναι γιατί το μέσα του είναι πιο βαθύ από κάθε σκοτάδι» (σ. 179).

«Πέραν της Γραφής» επιγράφει η Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου το τελευταίο της βιβλίο, διευκρινίζοντας την ασάφεια του τίτλου με τον υπότιτλο «Δοκίμια για την ποίηση».  Δίνοντας το προβάδισμα στο πρωτότυπο κείμενο και αναγνωρίζοντας την αυθεντικότητά του με τον όρο «γραφή», η συγγραφέας αποδέχεται τη μεταγραφική διαδικασία και τη δευτερογενή λειτουργία του δοκιμιακού λόγου στην αναγνωστική πράξη. Τα 23 κείμενα της Λουκίδου για την ποίηση, υπακούοντας στον ορισμό του δοκιμίου ως λογοτεχνικού κειμένου μιας προσωπικής σκέψης με υποκειμενική  διατύπωση πάνω σε ποικίλα θέματα, και με την ελευθερία που το λογοτεχνικό δοκίμιο επιτρέπει στον συγγραφέα του, αποτελούν ένα παλίμψηστο: πρόκειται για μια δημιουργική γραφή η οποία αρθρώνεται μεθοδικά πάνω στη γραφή αγαπημένων ποιητών της. «Πέραν της Γραφής», αλλά οπωσδήποτε εντός της γραφής, ή ακόμη οι δύο όψεις της γραφής –υπαινιγμός στο Θευθ– είναι χαρακτηρισμοί που αρμόζουν τέλεια στα «δοκίμια για την ποίηση» της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου. Γνωρίζοντας την ιδιότητά της, «ποιος άραγε είναι ο δοκιμιακός λόγος μιας ποιήτριας;» είναι η εύλογη απορία του αναγνώστη που κρατά στα χέρια του το βιβλίο.

Πολύμορφο και πολυσήμαντο το είδος του λογοτεχνικού δοκιμίου βρίσκει εδώ την ιδιαίτερη αξιοποίησή του, καθώς τα επιμέρους άρθρα του βιβλίου συνθέτουν ένα είδος πρωτότυπης ανθολόγησης της σύγχρονης ελληνικής ποίησης, με ποιητές λιγότερο ή περισσότερο γνωστούς στο αναγνωστικό κοινό. Ποιήματα πλήρη ή αποσπάσματά τους πλαισιώνουν αναλύσεις, σχόλια, προβληματισμούς, από όπου αναδύεται ανενδοίαστα η ποιητική φύση της δοκιμιογράφου, προσφέροντας διττή αναγνωστική εμπειρία στον παραλήπτη μέσω ενός ποιητικού δοκιμιακού λόγου. Υπακούοντας στην πρακτική του πρώτου διδάξαντα Michel de Montaigne, η Λουκίδου αποκαθιστά ευρύ διάλογο με όλο το φάσμα της λογοτεχνίας, τη φιλοσοφία, τις τέχνες, τις ιερές γραφές και με επίκεντρο τον καθένα των ποιητών της εισχωρεί θαρραλέα στη συνθετότητα της γραφής τους. Επιχειρεί το δύσκολο έργο να φωτίσει τα σκοτάδια, να υπερβεί τις αντιστάσεις του ποιητικού λόγου, στοχεύοντας στη διείσδυση της ποιητικής και της νοηματικής πυκνότητας του Άλλου. Αυτή η επίπονη αναμέτρηση εξελίσσεται σε μια δημιουργική πορεία στο κείμενο του ποιητή, και σε αυτήν οδηγεί τον αναγνώστη της.

Αν η ποίηση συνιστά «πράξη αμφισβήτησης κάθε πεπερασμένου», αν επιδιώκει την «κατάκτηση εκείνου που μονίμως διαφεύγει» –κατά δήλωση της ίδιας– η Λουκίδου δοκιμάζεται στην περιπέτεια της αναγνωστικής πράξης: διαβάζει σε όλες τις κατευθύνσεις και τα επίπεδα, ανιχνεύοντας τα κενά των λέξεων, τις σιωπές τους, τα λευκά των σελίδων και, ανακαλώντας στη μνήμη παρελθούσες γραφές, αφήνεται σε μια περιπλάνηση με οξύνοια και ευαισθησία για να συλλάβει το έλλειμμα, το άρρητο, το κενό που λένε οι λέξεις των αγαπημένων ποιητών της. Θα συμφωνούσαμε πάντως μαζί της ότι η ποίηση είναι «Ένα αέναο κυνηγητό απαντήσεων και ερμηνειών που μονίμως αντιστέκονται και μας ξεφεύγουν» (σ. 276). Στο «Πέραν της γραφής» η συγγραφέας ανασκάπτει και ανατέμνει προσεχτικά στον μυστηριακό κόσμο των λέξεων για ιδέες και αισθήματα που οδηγούν στα ξέφωτα του νου και της ψυχής.

Το «Πέραν της Γραφής» είναι μια χειρονομία και μια υπόσχεση στον αναγνώστη του. Η Λουκίδου μας συνεπαίρνει και μας παρασύρει στον εκρηκτικό της ενθουσιασμό για τον ποιητικό λόγο, την ίδια στιγμή που με προσοχή μάς κατευθύνει στα άδυτα της ποίησης, με όλο το σεβασμό και το δέος που αυτή η γοητευτική διαδρομή περιέχει. Αναπτύσσεται στις σελίδες του βιβλίου ένα ιδιόμορφο παιχνίδι ετερότητας με διπλή κατεύθυνση: τη συνάντηση με τον Άλλο, τον επώνυμο ποιητή, αλλά και την ανάδυση του εν δυνάμει ποιητικού εγώ που λανθάνει μέσα μας. Αυτή τη σιωπηλή φωνή επιχειρεί να αγγίξει, ώστε ο αναγνώστης να γίνει συν-μέτοχος σε μια ιδεατή συλλογικότητα, να γίνει μέλος μιας μυστικής αδελφότητας, καθώς η συγγραφέας είναι φανερό ότι ασπάζεται την ουτοπική άποψη του Άρη Αλεξάνδρου: «Προορισμός της ποίησης / είναι να επισπεύσει την τελική κατάργηση των ποιητών». Το όραμα του Α. Αλεξάνδρου για μια άλλη κοινωνική πραγματικότητα με πολίτες-ποιητές, μαζί με την επικρατούσα άποψη ότι η δυστυχία γεννά την ποίηση, θα έπρεπε να είχε βρει την πραγμάτωσή του στη σημερινή μας πραγματικότητα. Στην αντιποιητική εποχή μας, η ποίηση λειτουργεί σαν φάρμακο και σαν φαρμάκι, αποκαλύπτοντας πληγές και αφυπνίζοντας συνειδήσεις.

Δουλεύοντας τις πτυχές και εισχωρώντας στις ρωγμές του ποιητικού λόγου για να χαρτογραφήσει και να αναδείξει τις ψυχικές διακυμάνσεις που φωλιάζουν στα έγκατα της συνείδησης, με την ευαισθησία ενός σεισμογράφου, η Λουκίδου συναιρεί στο «Πέραν της Γραφής» τις δύο όψεις της, ποίηση και δοκίμιο, υλοποιώντας έμπρακτα τα δύο «εγώ» που συνοικούν μέσα της. Γιατί ο δοκιμιακός της λόγος συχνά απογειώνεται στην ιερή σφαίρα του ποιητικού, προσφέροντας στον αναγνώστη διπλή υπηρεσία. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, όπου εικονοποιείται η αντιθετικότητα: «Οι αντιθέσεις συνεπώς ισορροπούν στην ποίησή του και με την υπαινικτική βεβαιότητα της δισημίας εξορκίζουν τον θάνατο πυροβολώντας τον με δέσμες ακτινοβόλων στοχασμών» (σ.122)

Αν η ποιητική γραφή είναι ο λόγος της σιωπής, θα μπορούσαμε να δούμε το «Πέραν της Γραφής» σαν μια πράξη προδοσίας. Ερμηνεύοντας τον κρίσιμο ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στον ποιητή και τον αναγνώστη, η Ε. Α. Λουκίδου επιδιώκει την προδοσία των μυστικών του γραφέα. Και ακόμη, αν πράγματι αληθεύει και για την ποίηση ότι «προδίδει σωστά αυτός που αγαπά», τα λογοτεχνικά της δοκίμια είναι το δείγμα της βαθιάς και αληθινής της αγάπης για τον ποιητικό λόγο.

Διαβάζω επιλογικά ένα σύντομο απόσπασμα από το «Πέραν της Γραφής» προς επίρρωσιν των παραπάνω: «Θέλεις το ενστικτώδες πάθος για το εκλεκτό και η αυθαίρετη μυθοποίησή του, για να ’χει δέος η δέηση και ο αποκλεισμένος εαυτός διέξοδο ικανή, θέλεις η ανάγκη να αλλοιωθεί το τέλειο, γιατί το μέτρο προλαμβάνει την ύβρη, πάντως η καβαφική αγωνία για τη νέα τυραννία του φωτός, όταν ανοίξουν τα παράθυρα, μοιάζει να στοιχειώνει και τους στίχους του [ποιητή].» (σ. 183)

Τελειώνοντας «προτείνω» και εγώ, όπως και η ποιήτρια Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου σε ποίημα της, «για αλλαγή / να ξεκινήσουμε με το επιδόρπιο» (Ε. Α. Λουκίδου, «Το επιδόρπιο»), προσδοκώντας τα δοκίμιά της για την ποίηση να μας κατευθύνουν στις συλλογές των ποιητών. Επιστρέφοντας δε πίσω στο «Πέραν της γραφής» και έχοντας περάσει μέσα από την ευεργετική όσμωση των δύο όψεων της γραφής, θα διαπιστώσουμε τη συνεισφορά των δοκιμίων στη δικαίωση και τη μέθεξη της ποιητικής τέχνης.

 

ΙΝFO:(Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου, «Πέραν της γραφής, Δοκίμια για την Ποίηση», Κέδρος 2015)

 

 

(*) Η Αφροδίτης Σιβετίδου είναι Ομότιμη Καθηγήτρια Α.Π.Θ., Θεατρολόγος

Προηγούμενο άρθροΙστορίες για μισές υπάρξεις
Επόμενο άρθροΦεστιβάλ Ποίησης στη Λάρισα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ