Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία. Πώς η ιστορία γίνεται σιωπή (της Μαρίας Μποντίλα)

0
941

 

 

της Μαρίας Μποντίλα

 

Διαβάζοντας τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος Η σιωπή δεν σε κρατά ζωντανό, του Τάσου Παπαναστασίου, ήρθε στο μυαλό μου το βιβλίο του Ιβάν Ζαμπλονκά με τον τίτλο Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία (Πόλις, 2017). Μόνο που στο βιβλίο του Παπαναστασίου συμβαίνει το αντίστροφο. Η σύγχρονη λογοτεχνία είναι Ιστορία. Ο συγγραφέας, μέσα στις 360 σελίδες του μυθιστορήματός του, γράφει ιστορία. Ξεκινώντας από οικογενειακές μνήμες και διηγήσεις που τις ανακαλεί, όταν κατά τον πρώτο του διορισμό ως δασκάλου βρέθηκε στα χωριά της Ευρυτανίας, γράφει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που κινείται σε διαφορετικούς τόπους και εποχές, από τη Θεσσαλονίκη στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και πάλι πίσω στη Θεσσαλονίκη και από κει στα χωριά της Ευρυτανίας για να γλυτώσουν οι ήρωες από όλους και όλα. Να ξεφύγουν από τον εφιάλτη των αναμνήσεων που ταράζει τον ύπνο τους και από την απειλή των δωσιλόγων που ταράζει ακόμα, πολλά χρόνια μετά, και τον ύπνο και τον ξύπνιο τους. Από τα χρόνια της κατοχής στη μετακατοχική Θεσσαλονίκη και στο σήμερα.

To μυθιστόρημα του Παπαναστασίου πατάει γερά σε δύο λογοτεχνικά είδη. Το ιστορικό μυθιστόρημα στη νέα του εκδοχή και το αστυνομικό επίσης. Μια επιτυχημένη συμπόρευση αστυνομικής μυθοπλασίας με ιστορικά γεγονότα που απαιτούν έρευνα, την οποία, όπως φαίνεται, έκανε ο συγγραφέας με συνέπεια και σεβασμό στις πηγές του.

Η σιωπή δεν σε κρατά ζωντανό είναι ένα διαγενεακό μυθιστόρημα όπου το βίωμα, η μνήμη και το τραύμα της πρώτης γενιάς μεταβιβάζεται στη δεύτερη και την τρίτη γενιά. Το οικογενειακό τραύμα της πρώτης γενιάς βαραίνει συναισθηματικά τις δύο επόμενες και ρυθμίζει, στην κυριολεξία, τη ζωή και τον θάνατό τους. Η απουσία του βιώματος δεν εμποδίζει τους απογόνους να εμπλακούν στο οικογενειακό παρελθόν και να πληρώσουν αυτήν την εμπλοκή τους, όπως ο αναγνώστης θα διαβάσει στις σελίδες του μυθιστορήματος.

Το βιβλίο βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με άλλα λογοτεχνικά έργα που πραγματεύονται τα ίδια θέματα, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, το τραύμα του Ολοκαυτώματος, τη συνεργασία των δωσιλόγων με τον κατακτητή και την ατιμωρησία των περισσοτέρων εξ αυτών. Στην προσπάθεια διαλεύκανσης ενός φόνου ξεπηδούν ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που βασάνισαν και ακόμη βασανίζουν την ελληνική κοινωνία. Η μικροϊστορία μιας οικογένειας εντάσσεται στη μεγάλη ιστορία της «τελικής λύσης» και φέρνει στην επιφάνεια όλες τις πρακτικές που ακολουθήθηκαν για την επιτυχία της. Το έργο, κινούμενο ως άλλο εκκρεμές ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, προσεγγίζει κοινωνιολογικά το τραύμα και το ξανατοποθετεί μπροστά μας, ενώ για μερικές στιγμές είχαμε πειστεί ότι αυτό ξεχάστηκε, με πρώτους και καλύτερους τους πρωταγωνιστές της πρώτης γενιάς του βιβλίου. Ενώ οι ήρωες πιστεύουν ότι με τη φυγή τους από τη γενέθλια πόλη και τον όρκο της σιωπής που πήραν θα μπορούσαν να απαλλαγούν από τα βάρη του παρελθόντος, ο δωσίλογος τύραννος δεν τους αφήνει να ησυχάσουν. Τρυγάει ακόμη τις ζωές τους, οδηγεί τον θάνατο και δημιουργεί νέα θύματα χρόνια πολλά μετά.

Πρόκειται για ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα με δυνατή πλοκή που διαβάζεται λαίμαργα, αλλά καθόλου εύκολα. Ενώ η υπόθεσή του εκτυλίσσεται στη σημερινή Ελλάδα, γυρίζει συνεχώς στο παρελθόν, γιατί εκεί βρίσκεται η λύση του μυστηρίου. Με συχνά flashback μας μεταφέρει αυτούσιο το κλίμα της εποχής και οι ζωντανές του περιγραφές συχνά σφίγγουν το στομάχι. Δύσκολες εποχές, συγκλονιστικές προσωπικές ιστορίες, γεμάτες πόνο και αίμα, αλλά συγχρόνως και θέληση για ζωή, ελπίδες και αγώνες για επιβίωση. Παρουσιάζοντας στις σελίδες του πραγματικά ονόματα και πρόσωπα, ο συγγραφέας επιτυγχάνει τη συγχώνευση του μυθοπλαστικού με το πραγματικό, δημιουργώντας ένα μίγμα τις περισσότερες φορές αξεδιάλυτο και δυσδιάκριτο. Αν η ιστορία αποτελεί το πλαίσιο ένταξης του λογοτεχνικού έργου, η λογοτεχνία αποτελεί τη μεταγλώσσα της, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός πλέγματος σχέσεων αλληλεξάρτησης και αλληλοσυμπλήρωσης.

Ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να φέρει στην επιφάνεια αποσιωπημένες ιστορίες και δεν αποφεύγει να πάρει θέση στα τεκταινόμενα. Από τον τίτλο του ακόμα δηλώνει ότι η σιωπή δεν είναι ούτε παρηγορητική ούτε λυτρωτική. Τίποτα θαμμένο πλέον. Όλα πρέπει να ειπωθούν και να βγουν στο φως. Μόνο έτσι θα μείνουμε ζωντανοί, μεταφορικά και κυριολεκτικά.

 

 

Τάσος Παπαναστασίου, Η σιωπή δεν σε κρατά ζωντανό, Μεταίχμιο, 2021

Βρες το εδώ

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΕίκοσι ένα -και δύο ακόμη- βιβλία για το Εικοσιένα [5ο] (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΕφηβεία Χ 5 : βιώματα (της Μαρίζας Ντεκάστρο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ