
της Αλεξάνδρας Χαΐνη (*)
«Την περίοδο της υποχρεωτικής βόλτας, όταν ο μόνος τρόπος να συναντήσεις κάποιον ήταν να κάνεις μαζί του γύρους στο τετράγωνο, πήγα για περπάτημα με μια φίλη που είχα να δω πολύ καιρό. Καθώς περπατούσαμε, ξεκίνησα να της λέω πώς επαναπροσδιόρισα τον εαυτό μου – όμως με διέκοψε πριν προλάβω καν να ολοκληρώσω τη σκέψη μου. “Πώς μπορείς να επαναπροσδιορίσεις τον εαυτό σου, όταν δεν τον έχεις προσδιορίσει εξ αρχής;”, με ρώτησε», εξομολογείται η Λούσι Κέλαγουεϊ (Lucy Kellaway), αρθρογράφος στους Financial Times, συνιδρύτρια της οργάνωσης «Now Teach» και συγγραφέας.
Στο βιβλίο της «Re-educated: How I changed my job, my home, my husband and my hair», η Κέλαγουεϊ γράφει για όσα την οδήγησαν να αλλάξει τα πάντα, τονίζοντας ότι ποτέ δεν είναι αργά για μια τέτοια απόφαση. Όσο επίπονη και αν φαίνεται η διαδικασία στα πρώτα βήματα, στην πορεία σε αποζημιώνει, επισημαίνει. Η ίδια, διανύοντας ήδη την 6η δεκαετία της ζωής της, ρίχτηκε στα βαθιά: άφησε τη δημοσιογραφία, εκπαιδεύτηκε ως δασκάλα, έπιασε δουλειά σε ένα δύσκολο σχολείο του ανατολικού Λονδίνου, χώρισε και άφησε λευκά τα μαλλιά της.
Η «νέα» πραγματικότητα
«Δεν μπορείς να αλλάξεις αυτό που είσαι», επέμεινε ωστόσο η φίλη της, με το σκεπτικό ότι η στροφή της στη διδασκαλία ήταν αναμενόμενη, καθώς και οι δυο γονείς της υπήρξαν εκπαιδευτικοί. Μόλις επέστρεψε στο σπίτι της, η Κέλαγουεϊ έστειλε μήνυμα σε 12 φίλους και συγγενείς της θέτοντας το εξής κρίσιμο ερώτημα: «Έχω αλλάξει; Έχω γίνει καλύτερη; Πιο ταπεινή;» Πρώτη απάντησε η μικρότερη κόρη της: «Είναι αυτό ταπεινό;», σχολίασε. Αντίστοιχες αντιδράσεις είχαν και οι υπόλοιποι αποδέκτες του μηνύματος: «Δεν ήσουν ποτέ ιδιαίτερα καλή, οπότε δεν είσαι και τώρα» της έγραψε ένας από τους πιο στενούς της φίλους.
Και όμως, συνεχίζει η Κέλαγουεϊ, αν υποθέσουμε ότι το παραπάνω σενάριο δεν ισχύει για την ίδια, τι θα έλεγε τώρα η φίλη της για τα 4 εκατομμύρια Αμερικανούς που μέσα στον Απρίλιο του 2021 (σύμφωνα τουλάχιστον με έρευνα της Microsoft), έχοντας κουραστεί από την πολύμηνη τηλεργασία και την καθήλωση στην οθόνη του υπολογιστή, αποφάσισαν (ή έστω σκέφτηκαν) να επαναπροσδιορίσουν τον εαυτό τους, να αλλάξουν δουλειά, συνήθειες, ακόμη και ζωή;
Από πλευράς μου πάντως, την απάντηση –στην ελληνική βερσιόν της, έστω- την είχα ήδη: Μόλις είχα επιστρέψει από 5 ημέρες στη Ζάκυνθο. Είχα καιρό να βγω εκτός Αθήνας, μου έτυχε μια ανέλπιστη ευκαιρία και την άδραξα. Το νησί ήταν μαγικό, η φύση υπέροχη, οι τουρίστες ελάχιστοι και η όχληση επίσης. Οι ντόπιοι από την άλλη, επεδείκνυαν αβίαστα μια ζεν ηρεμία, σα να είχαν αποδεχτεί στωικά το γεγονός ότι ούτε τη φετινή χρονιά θα έκαναν τρελούς τζίρους. Εμφανώς χαλαρωμένοι από τις μακρές περιόδους καραντίνας, οι Ζακυνθινοί είχαν όλον το χρόνο δικό τους και τον εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο, επιβεβαιώνοντας με το παραπάνω τους ισχυρισμούς της Κέλαγουεϊ. Ειλικρινά, δεν υπήρξε ούτε ένας από τους ανθρώπους που συνάντησα που να μην είδε το lockdown ως ευκαιρία για να τα ξαναβρεί με τον εαυτό του. Όπως για παράδειγμα, ο κύριος Γιάννης, που με την ψαροταβέρνα του κλειστή, έβγαινε αχάραγα για ψάρεμα κι ένιωσε πάλι τη σύνδεση που είχε παλιότερα με τη θάλασσα, ή η Ρούλα που έβαλε στόχο να περπατήσει βράχο-βράχο όλο το νησί, η Σοφία που σφάλισε το μαγαζί της για 6 μήνες και άρχισε πάλι να ζωγραφίσει, αλλά και η Μαριάννα που άφηνε τα παιδιά της να αλωνίζουν στο χωριό με τα ποδήλατα χωρίς να φοβάται. Ακόμη και ο βρετανός επιχειρηματίας Ben, βρήκε αυτή την περίοδο «very refreshing».
Η φάση της αφασίας
Τους ζήλεψα, δεν το κρύβω. Η κατάσταση για εμάς, τους κατοίκους της πόλης, ήταν εντελώς διαφορετική. Προσωπικά, καθώς ήμουν απόλυτα συνεπής με τα πρωτόκολλα (όχι λόγω τυφλής υποταγής στους νόμους, ούτε τόσο από φόβο, όσο επειδή θεώρησα ότι αυτό έπρεπε να γίνει ώστε να τελειώνει αυτή η ιστορία μια ώρα αρχύτερα), έμεινα πολύ χρόνο μέσα, έστελνα ευλαβικά SMS, απέφυγα να δω τους δικούς μου ανθρώπους, δεν φίλησα, δεν αγκάλιασα. Όταν δε πλέον άνοιξε η πλατφόρμα, έσπευσα να μπω στη σειρά για να εμβολιαστώ. Το μόνο εξωστρεφές που έκανα ήταν βόλτες με το γιο μου, με τον οποίο, κατά την πρώτη φάση τουλάχιστον, μετρούσαμε καθημερινά πάνω από 25.000 βήματα.
Στη δεύτερη καραντίνα, έπεσα ασυναίσθητα σε μια κατάσταση αφασίας, που έμοιαζε με αυτήν που περάσαμε ως έφηβοι μετά από τις πανελλαδικές εξετάσεις ή από κάποια άλλη επώδυνη εκπαιδευτική διαδικασία. Δεν ήθελα να κάνω τίποτα. Καθόμουν στον καναπέ και έβλεπα σειρές back-to-back, πρόβαλα σθεναρές αντιστάσεις για οποιουδήποτε είδους φυσική δραστηριότητα, σιχάθηκα το μαγείρεμα, μέχρι και την καθημερινή «ανάσα» του σούπερ μάρκετ απαρνήθηκα. Το μόνο που διατήρησα, και ευτυχώς, ήταν το διάβασμα. Σε όποιον μάλιστα με ρωτούσε αν πιστεύω ότι θα βγούμε καλύτεροι από όλο αυτό, απαντούσα με απόλυτη σιγουριά ότι δεν υπήρχε περίπτωση. Χειρότεροι, πολύ χειρότεροι θα βγαίναμε. Ας φροντίζαμε τουλάχιστον να παραμείνουμε υγιείς.
Εκούσιος εγκλεισμός
Προς τα μέσα της τρίτης καραντίνας άρχισα το μυθιστόρημα της Γιόκο Ογκάουα «Η Αστυνομία της Μνήμης». Η γιαπωνέζα συγγραφέας περιγράφει αριστοτεχνικά μια δυστοπία που έχει πολλά κοινά στοιχεία με την πρόσφατη δική μας. Εδώ, οι άνθρωποι δεν απειλούνται ακριβώς από έναν θανατηφόρο ιό -αν και σε συμβολικό επίπεδο θα μπορούσες να τον χαρακτηρίσεις ως τέτοιο- αλλά από την ίδια τους τη μνήμη. Την οποία σταδιακά εξαλείφουν, υποτασσόμενοι στις εκάστοτε κυβερνητικές αποφάσεις. Όσοι αντιστέκονται, καταδιώκονται από την αστυνομία της μνήμης – μια προχωρημένη μορφή πολιτικής προστασίας. Οι πιο τυχεροί καταφέρνουν να κρυφτούν, περνώντας σε μια κατάσταση εκούσιου εγκλεισμού, που δεν έχει τελικά και μεγάλη διαφορά από την αναγκαστική εξάλειψη της μνήμης: Γιατί τι να την κάνεις τη μνήμη αν παραμένεις κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους χωρίς να ακούς και να βλέπεις κανέναν, ούτε καν τον ουρανό, το χώμα ή το χιόνι;
Από την άλλη, βέβαια, ο εγκλεισμός της Ογκάουα έχει και μια σχεδόν αισιόδοξη διάσταση. Με την έννοια ότι οι ξεχασμένες εικόνες, εμπειρίες και αισθήσεις, τα μη αναγνωρίσιμα πλέον αντικείμενα και τόποι, όλα τα «απαγορευμένα», αλλά και τόσο απαραίτητα, συστατικά της δημιουργικότητας, της ζωής εν κατακλείδι, προστατεύονται, διατηρούνται, ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα ξαναβγούν στην επιφάνεια πιο δυνατά, ικανά να φτιάξουν έναν θαυμαστό καινούργιο κόσμο – «επαναπροσδιορίζοντας» εαυτόν σε σχέση με ό,τι θα είχε απομείνει.
Κάπου προς το τέλος του βιβλίου και του τρίτου lockdown, σα να ξεκλείδωσα. Σα να πήρα επιτέλους στα σοβαρά αυτό το παρηγορητικό «το σώμα θυμάται», που μου λέγανε για τα παραπανίσια κιλά της εγκυμοσύνης. Όταν πλέον ξανάρχισε το σχολείο, μπήκα σε μια δημιουργική παραζάλη που είχα καιρό να ζήσω. Σε αντίθεση μάλιστα με την ηρωίδα της Ογκάουα, η μνήμη μου έτρεχε με χίλια. Ξύπνησαν ιστορίες από τα παλιά, από τα παιδικά μου χρόνια, τις σχέσεις με την οικογένειά μου, τον τρόπο που μεγάλωσα, γεννήθηκαν συνειρμοί και συνάψεις και ήρθαν επιτέλους στο φως πράγματα που παρέμεναν στο μισοσκόταδο για πολλά-πολλά χρόνια.
Μετα-τραυματική ανάπτυξη
Τότε έπεσε στα χέρια μου ένα άρθρο του περιοδικού New York για τους ανθρώπους που κατάφεραν να επαναπροσδιοριστούν ακριβώς εξαιτίας της πανδημίας («The People Who Transformed Themselves During the Pandemic. Is there such a thing as post-traumatic growth?»). Η Ηβ Πάιζερ (Eve Peyser), που υπογράφει το κείμενο, εξηγεί ότι οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «μετα-τραυματική ανάπτυξη» («post-traumatic growth»-PTG) για να περιγράψουν αυτή τη θετική επίδραση που μπορεί να έχει στον άνθρωπο μια δύσκολη συγκυρία. Το γεγονός ότι κατά την πανδημία κάποιοι κατάφεραν να αποκτήσουν μια πιο υγιή σχέση με τον εαυτό τους, αποκαλύπτει τον «μηχανισμό του σύγχρονου κόσμου», γράφει η Πάιζερ. Όλα αυτά με τα οποία γεμίζαμε κάποτε το χρόνο μας -οι πολλές ώρες στο γραφείο ή στις κοινωνικές συναναστροφές- έδιναν στη ζωή μας την αίσθηση της οργάνωσης και του ανήκειν. Μέσα όμως στον ορυμαγδό των δραστηριοτήτων και των υποχρεώσεων, ήταν εύκολο να θάψουμε τις αμφιβολίες, τη θλίψη και τη δυσαρέσκειά μας, με αποτέλεσμα να συνηθίσουμε πράγματα που σε άλλες συνθήκες θα αποφεύγαμε, λέει.
Σύμφωνα με το PTG, που αναπτύχθηκε από τους δόκτορες ψυχολογίας Richard Tedeschi και Lawrence Calhoun στα μέσα της δεκαετίας του ’90, άνθρωποι που έχουν υποστεί ψυχολογική πίεση, μπορούν στην πορεία να τη μετουσιώσουν θετικά. Διακρίνουν 5 στάδια σε αυτή τη διαδικασία (Journal of Traumatic Stress, 1996): 1. εκτίμηση της ζωής, 2. δημιουργία σχέσεων με τους άλλους, 3. νέες ευκαιρίες στη ζωή, 4. προσωπική δύναμη, 5. διανοητική αλλαγή.
«Η μετα-τραυματική ανάπτυξη έρχεται με την ανοικοδόμηση ενός βασικού συστήματος πεποιθήσεων που έχει αμφισβητηθεί ή καταστραφεί από αυτό που συμβαίνει. Μερικοί άνθρωποι πέρασαν την πανδημία χωρίς μεγάλη ταλαιπωρία ή άγχος επειδή οι βασικές τους πεποιθήσεις δεν αμφισβητήθηκαν τόσο πολύ. Σε άλλους όμως, προκάλεσε ριζικές αλλαγές», υποστηρίζει ο Τεντέσκι. «Ήταν εκείνοι που κατανόησαν εκ νέου τον εαυτό τους, τον κόσμο στον οποίο ζουν, τον τρόπο που σχετίζονται με τους άλλους, το μέλλον που θα έχουν αλλά και το πώς θέλουν να ζήσουν τη ζωή τους», καταλήγει.
Επανεκπαιδεύοντας τη Λούσι
Η Lucy Kellaway συνεργάζεται με τους Financial Times και το ραδιόφωνο του BBC. Το 2006 κέρδισε τον τίτλο της Αρθρογράφου της Χρονιάς στο πλαίσιο των «British Press Awards». Το πέμπτο της βιβλίο, «Re-educated: How I changed my job, my home, my husband and my hair», κυκλοφόρησε την 1η Ιουλίου από τον εκδοτικό οίκο Ebury Press.
(*) Η Αλεξάνδρα Χαΐνη είναι δημοσιογράφος. Ο τίτλος του άρθρου είναι παράφραση του τίτλου της ταινίας του Στάνλεϊ Κιούμπρικ «Dr. Strangelove or: How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb» (1964)