Πορτρέτο του καλλιτέχνη στην ωριμότητά του (του Άρη Μαραγκόπουλου)

0
345

 

του Άρη Μαραγκόπουλου

Το μυθιστόρημα του Σπύρου Γιανναρά Με ραμμένη φτέρνα εντάσσεται στην ευρωπαϊκή παράδοση της προσωποποιητικής ρητορικής κατά την οποία, από τον Άγιο Aυγουστίνο και τον Pουσό έως τον Tόμας Mπέρχαρτ και τον Nαμπόκοβ (για να περιοριστώ σε πασίγνωστα παραδείγματα), ο συγγραφέας, ο αφηγητής, και ο ήρωας, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ταυτίζονται. Εδώ, διά του συγγραφέα Σωτήρη Κριεζώτη, ήρωα-alter ego του Γιανναρά, ο αναγνώστης παρακολουθεί το άχθος της συγγραφής με όρους αγωνιώδους υπαρξιακού δράματος.

Δι’ αυτού του ήρωα-συγγραφέα το μυθιστόρημα επιχειρεί να καταγράψει το συλλογικό τραύμα ανάγνωσης, κατανόησης και καταγραφής του μετανεωτερικού παρόντος μας. Το τραύμα αυτό δεν αφορά όσους γενικώς γράφουν, δηλαδή όσους ξοδεύονται σε passa tempo διασκεδαστικές ιστορίες του συρμού. Αφορά όποιον (ακόμα) γράφει με τα σπλάγχνα του. Ο Σωτήρης Κριεζώτης (αλλά εν πολλοίς και ο Σπύρος Γιανναράς με τη συγγραφική και μεταφραστική δουλειά που έχει καταθέσει έως τώρα) ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία γραφιάδων. Η οποία αφορά πρωτίστως αναγνώστες. Διανοούμενους αναγνώστες που έχουν δεξιωθεί βαθιά εντός τους αλλότρια κείμενα ως δώρα ψυχής. Καλλιεργημένους αναγνώστες που η ωριμότητά τους δεν αφορά τον πλούτο των βιβλίων που έχουν διαβάσει, αλλά το βάθος των ιδεών, σκέψεων, στοχασμών, εικόνων, ηρώων, μυθολογιών, παραδόσεων, με δυο λόγια των αλλότριων γραφών που έχουν αφομοιώσει σε μια επίμοχθη αναγνωστική διαδικασία – την οποία, μάλιστα, ο Γιανναράς αναλύει διεξοδικά στα επιμέρους στάδιά της, παρομοιάζοντας τη σχετική εμπειρία στην ολοκλήρωσή της ως σκληρό ναρκωτικό. Αυτοί και μόνον αυτοί οι «ναρκομανείς» αναγνώστες καταλήγουν συνειδητοί μαχητές της γραφής όπως ο ήρωας του βιβλίου, δηλαδή συνειδητοί συγγραφείς: επειδή, ακριβώς αυτοί, ενώ γνωρίζουν τη ματαιότητα του εγχειρήματος να αναμετρηθούν με τη γιγαντιαία παράδοση της γραφής που τους ανέθρεψε ως αναγνώστες, το επιχειρούν. Αναμετρώνται έως θανάτου.

Ο Σωτήρης Κριεζώτης σε πρώτη ανάγνωση αποτελεί έναν τυπικό flâneur του είδους που έχει αποτυπωθεί στην κοινή αναγνωστική συνείδηση διά του εκλεκτικού «ζεύγους» Μποντλέρ-Μπένγιαμιν. Περπατάει στην πόλη του και, διά της πόλεως, αναστοχάζεται τα του ατομικού και συλλογικού βίου. Στην ουσία, όμως, είναι ένας παθιασμένος flâneur ανά τας οδούς και τας ρύμας της λογοτεχνίας. Ένας τραυματισμένος (με κάθε έννοια του όρου) περιπατητής του λόγου που, μέσω της σπλαγχνικής γραφής των άλλων, αναζητά την ιδεώδη θεραπεία στη δική του γραφή σκαλίζοντας βαθιά, τόσο στα δικά του σπλάγχνα όσο και στο spleen μιας καταθλιμμένης εποχής που βιώνει διαρκή, ανθρωπιστική κρίση.

Η σκέψη του συγκροτείται από την κομματιασμένη σκέψη, τα «ασπαίροντα σπαράγματα» αγαπημένων λογίων φωνών. Η διαπάλη, το αγκάλιασμα, η διαρκής, υψηλών εντάσεων, συνομιλία με αυτές τις φωνές συγκροτεί την απεγνωσμένη προσπάθειά του να αρθρώσει τη δική του φωνή. Έχουμε δηλαδή να κάνουμε με ένα έργο το οποίο, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας διά του ήρωά του ομολογεί, αποτελεί «μυθιστόρημα εξοικείωσης», ένα ιδιότυπο Bildungsroman, πορτρέτο ενός μετανεωτερικού (λόγω συγκυρίας) πλην ντοστογιεφσκικού (λόγω των θανάσιμων υπαρξιακών εμμονών του) μάρτυρα της γραφής. Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε ώριμη ηλικία και σε γερασμένη, παρακμιακή εποχή.

Σ’ αυτή την υπό πνευματική κατάρρευση εποχή ο περίπου εξ ορισμού μοναχικός και εξόριστος συγγραφέας διασχίζει ως χωλός μπενγιαμινικός περιπατητής μια πολύ συγκεκριμένη, γνώριμη πόλη: απ’ τη μια παρελαύνουν ως φαντάσματα της Ιστορίας στρατιές από αυτόχειρες ανθρώπους, θύματα της κρίσης, και από την άλλη, ως ζόμπι, στρατιές από αγχωμένους πολίτες σε πειθαρχημένη, καθυποταγμένη ουρά εμπρός σε ΑΤΜ.

Σ’ αυτό το δυστοπικό τοπίο των πολλαπλών κρίσεων ο ήρωας πασχίζει εναγωνίως να αναστήσει τους με κάθε έννοια πεθαμένους συγγραφείς, τον πεθαμένο λόγο, να διασώσει τουλάχιστον μια παράδοση πνεύματος ίνα διασωθεί. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Δεν γράφουμε για να θυμηθούμε τη ζωή μας αλλά για να ψηλαφήσουμε στη ρίζα της απελπισίας μας τη δυνατότητα μιας ανάστασης. Η αφήγηση είναι η εκ νέου εισαγωγή στην ύπαρξη. Δεν είναι χαμένος χρόνος, αλλά προσδοκία αναστημένου χρόνου. Μιας ανάστασης η οποία συντελείται την ώρα της ανάγνωσης».

Με όσα έγραψα έως κινδυνεύει να δοθεί προς στιγμήν η ψευδαίσθηση ότι το μυθιστόρημα αποτελεί πορτρέτο ακκιζόμενου γραφιά, ή ίσως εκείνη μωρού λογίου που τα όρια της εγγραμματοσύνης του εξασφαλίζουν τα σύνορα του περίκλειστου, γυάλινου πύργου του.

Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η εγχειρισμένη φτέρνα του ήρωα – συγγραφέα πληγώνεται ξανά και ξανά σε μια σπαρακτική προσπάθεια όχι απλώς να αναστήσει το χαμένο πνευματικό κέντρο αλλά ταυτόχρονα, σε μια παράλληλη διαδρομή, να αγγίξει –γεγονός που διατυπώνεται στο βιβλίο ως σαφής πολιτική πράξη– το κέντρο του υπαρκτού κόσμου· εκείνου του κόσμου που χάνει το σπίτι , τη ζωή, την αξιοπρέπεια, την ψυχή του και που μετά βίας επιβιώνει στα πρόθυρα της γενικής κατάρρευσης της χώρας…

Είναι σ’ αυτή τη δεύτερη απόπειρα, να αγγίξει τον υπαρκτό κόσμο στην υλική του εν καταρρεύσει υπόσταση, όπου διακυβεύεται η πνευματική αντοχή του ήρωα-γραφιά να υπερβεί το έσχατο όριο της γραφής του: «Κατάλαβα πως τούτο το λαβωμένο πλήθος που παλεύει να μαζέψει τα σμπαράλια του, όλα αυτά τα ανταριασμένα πρόσωπα εγώ είμαι ανίκανος να τα αποδώσω… Και τότε έφτασα στα όριά μου».

Αληθινά δεν γνωρίζω πόσοι σύγχρονοι συγγραφείς μας, νεότεροι, όχι της δικής μου αρχαίας γενιάς, βιώνουν την αγωνία της συγγραφής με τον οδυνηρά συνταρακτικό τρόπο που τη βιώνει ο ήρωας του βιβλίου. Δεν γνωρίζω πόσοι σύγχρονοι συγγραφείς μας ενδιαφέρονται να παλέψουν με νύχια και δόντια παρά κι ενάντια στο άγχος της επίδρασης, παρά κι ενάντια στην εποχή. Θα τους συνιστούσα, όμως, με κάθε ταπεινότητα, να υποβάλουν στον εαυτό τους τα ερωτήματα που δραστικά θέτει αυτό το στοχαστικό / πολιτικό βιβλίο.

Για όλους υπάρχει πάντα ένας Ισμαήλ, ένας Ιεζεκιήλ, ένας Κουίκουεγκ, ένας Τσαστένκο ή, ακόμα καλύτερα, ένας από τα «κόκαλα βγαλμένος» Καραγκιόζης να τους συντρέξει στον δύσβατο δρόμο της (ανα)δημιουργίας. Το μυθιστόρημα πλημμυρίζει από αυτά τα ευλογημένα πλάσματα. Αλλά τους δικούς του λογοτεχνικούς ήρωες, τους εν πολέμω συντρόφους θα πρέπει να τους ανακαλύψει μόνος του κάθε αναγνώστης, το κυριότερο: πριν αποτολμήσει να γίνει κι αυτός συγγραφέας, πριν εφεύρει τους δικούς του γίγαντες (ή νάνους), τον δικό του Σωτήρη Κριεζώτη.

 

Σπύρος Γιανναράς, Με ραμμένη φτέρνα, Άγρα

Προηγούμενο άρθροΤο φθινόπωρο του Μπρνο: Τσεχοσλοβακία, Μάιος 1945 (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΈνα παλιό-σύγχρονο βιβλίο (διάλογος με τις Μαρία Τοπάλη και Νίκη Κωνσταντίνου – Σγουρού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ