του Θανάση Μήνα
«Η ριζοσπαστικοποίηση δεν ήταν θέμα μόνο των νέων ιδεών που έρχονταν από τα εθνικοαπελευθερωτικά και επαναστατικά κινήματα αλλά και της ίδιας της σύγκρουσης με τον κρατικό μηχανισμό. Οι πολιτικές διακρίσεις και η αστυνομική αυθαιρεσία χαρακτήριζαν τις κυβερνήσεις της Δεξιάς σε όλη τη μετεμφυλιακή περίοδο. Ωστόσο, εκείνο που άλλαξε ήταν η στάση της κοινωνίας απέναντι στον αυταρχισμό. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και μετά ήρθε στο προσκήνιο μια νέα γενιά, εντός και εκτός πανεπιστημίων, η οποία δεν είχε εσωτερικεύσει το φόβο (απέναντι στη βία του κράτους) και την απογοήτευση (από την ήττα της Αριστεράς τη δεκαετία του 1940) αλλά διεκδίκησε δυναμικά και δημόσια τη διεύρυνση της δημοκρατίας, των ελευθεριών και των δικαιωμάτων. Η κρατική καταστολή δεν άμβλυνε αλλά όξυνε τη συγκρουσιακή διάθεση αυτής της νέας γενιάς που είχε βγει στο προσκήνιο με τις κινητοποιήσεις για το 1-1-4 και το 15%. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και, δύο χρόνια μετά, η δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα θα προκαλέσουν εξελίξεις που θα επηρεάσουν την ίδια στιγμή την πολιτική ζωή της χώρας, τις συλλογικές ταυτότητες και την πολιτική υποκειμενοποίηση χιλιάδων νέων», γράφει ο Πολυμέρης Βόγλης στο βιβλίο του Δυναμική Αντίσταση. Υποκειμενικότητα, πολιτική βία και αντιδικτατορικός αγώνας (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2022, σελ. 269).
Με τον όρο δυναμική αντίσταση, ο συγγραφέας εννοεί το σύνολο εκείνων των ενεργειών που είχαν στόχο την ανατροπή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, οι οποίες υπερέβαιναν τις συνήθεις και πιο ήπιες μορφές αντίδρασης (απεργία, διαδήλωση, φοιτητική κατάληψη κλπ.). Η τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών σε χάρους και τοπόσημα με συμβολική σημασία ή η απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου από τον Αλέκο Παναγούλη, εγγράφονται στο dna της δυναμικής αντίστασης, η οποία συγγενεύει με την πολτική βία από-τα-κάτω. Βασιζόμενος σε γραπτές μαρτυρίες και προφορικές συνεντεύξεις που του παραχώρησαν μέλη των οργανώσεων της δυναμικής αντίστασης, ο Βόγλης προχωρά σε μια χαρτογράφηση αυτού του αντιδικατορικού χώρου και των πολιτικών υποκειμένων που τον στελέχωσαν.
Πώς ορίζεις τη «δυναμική αντίσταση» σε αντιδιαστολή με τον όρο «τρομοκρατία»;
Ο όρος «δυναμική αντίσταση» χρησιμοποιείται από τους ίδιους τους αντιστασιακούς στα χρόνια της επταετίας. Επιπλέον, θεωρώ ότι θα ήταν λανθασμένο να χρησιμοποιήσει κανείς τον όρο «τρομοκρατία» για να περιγράψει μορφές πολιτικής βίας στο παρελθόν. Ο λόγος είναι ότι ο όρος «τρομοκρατία» είναι αρνητικά σημασιοδοτημένος στη σύγχρονη συζήτηση, λόγω των εγχώριων και διεθνών εξελίξεων, και γι’ αυτό γενικά στο βιβλίο επιλέγω να μιλήσω για ένοπλη πολιτική βία.
(συνέχεια στο παραπάνω) Γράφεις ότι «η βίαιη ενέργεια δεν απευθύνεται μόνο στον πολιτικό αντίπαλο αλλά και στην κοινωνία». Πάντως η ένταση της βίας, όπως σημειώνεις, παρέμεινε χαμηλή σε όλη τη διάρκεια της επταετίας και δεν κλιμακώθηκε.
Σωστά. Καμιά από τις οργανώσεις της δυναμικής αντίστασης σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας δεν κλιμάκωσε τις μορφές της πολιτικής βίας. Ακόμα κι όταν κάποιες οργανώσεις μιλούσαν για ένοπλο αγώνα ή για αντάρτικο πόλης, εντούτοις εξακολούθησαν να τοποθετούν εκρηκτικούς μηχανισμούς μικρής ισχύος. Η δράση τους ήταν συμβολική και δεν αποσκοπούσαν να προκαλέσουν μεγάλες υλικές ζημιές ή, πολύ περισσότερο, ανθρώπινα θύματα.
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις εξουσίας που εγκαθιδρύθηκαν, η δικτατορία των συνταγματαρχών αποτελεί συνέχεια ή τομή σε σύγκριση με την προδικτατορική περίοδο;
Εάν το δει κανείς στο στενό πλαίσιο των πολιτικών εξελίξεων, το πραξικόπημα συνιστά μια τομή. Ωστόσο, η δικτατορία δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά κυοφορήθηκε στα μετεμφυλιακά χρόνια. Ακόμα και το ίδιο το σχέδιο του πραξικοπήματος δεν εκπονήθηκε τον Απρίλιο του 1967 αλλά υπήρχε στα συρτάρια των αξιωματικών από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ένα άλλο παράδειγμα: το δικτατορικό καθεστώς δεν εισάγει κάποια έκτακτη νομοθεσία αλλά αξιοποιεί το νομοθετικό οπλοστάσιο των προηγούμενων δεκαετιών. Άρα, κατά τη γνώμη μου, η δικτατορία δεν συνιστά τομή αλλά περισσότερο μια καμπή. Για αυτό που έχει ονομαστεί «μετεμφυλιακό πλέγμα εξουσίας» (Δεξιά, στρατός, βασιλιάς, Ηνωμένες Πολιτείες)η αυταρχική εκτροπή αποτελούσε ένα πιθανό σενάριο, το οποίο κάποιοι αξιωματικοί έκαναν πραγματικότητα την 21η Απριλίου.
Παράλληλα με την αντιστασιακή δράση συλλογικοτήτων η μεμονωμένων ατόμων, συγχρόνως, παρατηρείται και μια τάση αδρανοποίησης της κοινωνίας. Πώς το εξηγείς; Πολύ εύστοχα χρησιμοποίησες ένα εδάφιο από τη συλλογή διηγημάτων Ο Μπιντές και άλλες ιστορίες του Μάριου Χάκκα (Κέδρος, 1970).
Ένα τμήμα της ελληνικής κοινωνίας ανέχτηκε τη δικτατορία και ιδιώτευσε. Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Στόχος των αυταρχικών καθεστώτων είναι μέσω του φόβου να καλλιεργήσουν την εξατομίκευση, να στρέψουν τους πολίτες στην ιδιωτική σφαίρα, που φαντάζει πιο ασφαλής. Η βίαιη αδρανοποίηση της ελληνικής κοινωνίας είναι ακριβώς αυτό: η άσκηση της εξουσίας μέσω της εγκαθίδρυσης ενός καθεστώτος φόβου.
Το πραξικόπημα βρήκε τελικά απροετοίμαστη την Αριστερά;
Ναι, η Αριστερά ήταν απροετοίμαστη, γι’ αυτό και συνελήφθησαν πολλές χιλιάδες μέλη, στελέχη, συνδικαλιστές της Αριστεράς τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος. Ήταν ένα συντριπτικό πλήγμα κατά της Αριστεράς που είχε σοβαρές συνέπειες: πέρα από την προσωπική δοκιμασία των ανθρώπων που φυλακίστηκαν στη Γυάρο,υπονομεύθηκε η δυνατότητα να υπάρξει οργανωμένη, μαζική αντίσταση στη χούντα.
Υποστηρίζεις ότι το πραξικόπημα «αποτέλεσε βιογραφική καμπή στη ζωή των ανθρώπων που δραστηριοποιήθηκαν στον αντιδικτατορικό αγώνα». Τι εννοείς με τον όρο «βιογραφική καμπή», τον οποίο χρησιμοποιείς συχνά στο κείμενο;
Εννοώ ότι ήταν ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή τους. Το πραξικόπημα ανέτρεψε τη ζωές και τις προσδοκίες τους, και μετά από αυτό έπρεπε να αλλάξουν τα σχέδια τους για το μέλλον, να σκεφτούν ξανά τον εαυτό τους στις νέες συνθήκες που είχαν επιβληθεί˙ ποιες ήταν πλέον οι προτεραιότητες, οι επιλογές, οι υποχρεώσεις τους κλπ.
Κάνεις λόγο για «αντιδικτατορικό χώρο» και όχι για «αντιδικτατορικό κίνημα». Σε τι διαφέρουν;
Δύσκολα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για αντιδικτατορικό κίνημα στην Ελλάδα πριν το 1972. Αντί για κίνημα, υπάρχει ένας αστερισμός οργανώσεων και ομάδων που με διαφορετικούς τρόπους αντιστέκονται στο καθεστώς. Μέσα από την δράση, την κινητικότητακαι τις επαφές τους δημιουργούν ένα αρκετά ρευστό περιβάλλον, το οποίο δεν είναι οργανωτικά συγκροτημένο και γι’ αυτό κάνω λόγο για «αντιδικτατορικό χώρο».
Διακρίνεις τον αντιδικτατορικό αγώνα σε τρεις φάσεις. Θα ήθελες να τις περιοδολογήσεις;
Η πρώτη φάση είναι από το πραξικόπημα έως το 1972, η οποία χαρακτηρίζεται από τη δράση μικρών, παράνομων αντιστασιακών ομάδων και οργανώσεων, όπως η Δημοκρατική Άμυνα, το ΠΑΜ, η 20 Οκτώβρη, κλπ. Η δεύτερη φάση αφορά το 1972-1973, η οποία σημαδεύεται από την έκρηξη του μαζικού αντιδικτατορικού κινήματος, με υποκείμενο τους φοιτητές και γενικότερα τη νεολαία, το οποίο κορυφώνεται με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η τρίτη φάση αφορά την δικτατορία του Ιωαννίδη, η οποία είναι και η πιο σκοτεινή περίοδος. «Σκοτεινή» γιατί χαρακτηρίζεται από την έξαρση της καταστολής και την κατάπνιξη κάθε αντίστασης αλλά και γιατί εξελίσσονται όλες οι μηχανορραφίες που οδηγούν στο πραξικόπημα κατά του Μακάριου.
Ο Φουκώ γράφει ότι «εκεί όπου υπάρχει εξουσία υπάρχει αντίσταση…». Με τη σειρά σου υπογραμμίζεις ότι η ενεργή δράση (απεργίες, διαδηλώσεις, εξεγέρσεις) «επιτρέπει την αναγνώριση της αντίστασης από την εξουσία και την υπόλοιπη κοινωνία». Στην περίπτωσή μας, πώς συγκροτείται το αντιστασιακό υποκείμενο; Ποιες είναι οι συνιστώσες του;
Το αντιστασιακό υποκείμενο, ιδιαίτερα μέχρι το 1972, είναι διάσπαρτο και διάχυτο. Αφορά άτομα, μικρές ομάδες και μεγάλες οργανώσεις, δρα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, αναλαμβάνει ποικίλες μορφές δράσης, γνωρίζει μια φάση ανάπτυξης και στη συνέχεια υποχώρησης (μετά το 1970). Γι’ αυτό και μίλησα προηγουμένως για «αντιδικτατορικό χώρο», η ίδια ρευστότητα χαρακτηρίζει και το αντιστασιακό υποκείμενο.
Ποιες οι διαθεσιμότητές του αντιστασιακού χώρου, με δεδομένο ότι κατά τη δεκαετία του 1960 και του 1970 «τα άτομα εντάσσονταν σε πολιτικές συλλογικότητες διεκδικώντας για τον εαυτό τους μικρότερη ή μεγαλύτερη αυτονομία…»;
Ας επανέλθω στην έννοια της ρευστότητας. Η πολιτική ένταξη σε προηγούμενες δεκαετίες, ειδικά στο κομμουνιστικό κίνημα, γινόταν με όρους στράτευσης, δηλαδή μακροχρόνιας οργανωτικής δέσμευσης, η οποία συνοδευόταν από την κομματική πειθαρχία και τη μονολιθικότητα. Αυτά αλλάζουν στη δεκαετία του 1960. Η πολιτική ένταξη αλλάζει χαρακτηριστικά: δεν είναι μακροχρόνια οργανωτική δέσμευση, οι άνθρωποι διεκδικούν το δικαίωμα στη διαφωνία, αποχωρούν από μια οργάνωση και εντάσσονται σε άλλη. Γενικά, η σχέση υπαγωγής του ατόμου στην πολιτική συλλογικότητα αμφισβητείται και οι άνθρωποι διεκδίκησαν μεγαλύτερα περιθώρια αυτονομίας, αυτοκαθορισμού σε σχέση με το παρελθόν.
Στα χρόνια της επταετίας, ή ακόμη πιο σωστά, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, εμφανίζεται και στην Ελλάδα, έστω και όχι πολυπληθής, μια διαφορετική νεανική υποκειμενικότητα, πιο πρόθυμη να ριζοσπαστικοποιηθεί σε σχέση με τις νεολαίες του παρελθόντος;
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, με ορόσημα τις μεγάλες κινητοποιήσεις για το 1-1-4 και το 15% για την παιδεία, εμφανίζεται μια νεολαία η οποία διεκδικεί δυναμικά την είσοδό της στην πολιτική, διεκδικεί να ακουστεί η φωνή της. Αυτή η κινητοποίηση της νεολαίας, η ριζοσπαστικοποίηση εάν θέλετε, διαρκεί τα επόμενα χρόνια μέχρι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Προφανώς δεν είναι η πρώτη φορά που η νεολαία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά σε σχέση με το παρελθόν, και ιδιαίτερα την ΕΠΟΝ στα χρόνια της Κατοχής, προβάλει μια διαφορετική υποκειμενικότητα, έχει διαφορετικά αιτήματα. Για παράδειγμα στο επίκεντρο των αιτημάτων βρίσκεται η εκπαίδευση και η διεκδίκηση των νέων από λαϊκά στρώματα να διεκδικήσουν το δικαίωμα στη μόρφωση.
Θα ήθελα να μας μιλήσεις λίγο και για την εκδοτική έξαρση (φυλλάδια, περιοδικά, πολιτικό βιβλίο) που παρατηρηρείται εκείνη την εποχή. Πώς την εξηγείς σε σχέση με όλες τις απαγορεύσεις που είχε επιβάλλει η χούντα;
Στη διάρκεια της επταετίας σημειώνεται μια μικρή εκδοτική «έκρηξη», η οποία θα λάβει πολύ μεγάλες διαστάσεις στη Μεταπολίτευση. Αυτή η εκδοτική «έκρηξη» εκδηλώνεται μετά το 1970. Το καθεστώς έχει εδραιωθεί και αισθάνεται αρκετά σίγουρο για τον εαυτό του και γι’ αυτό προχωρά σε μια περιορισμένη άρση των απαγορεύσεων και της λογοκρισίας. Αυτήν την ευκαιρία εκμεταλλεύονται άνθρωποι και ομάδες που κινούνται στον αντιδικτατορικό χώρο και δημιουργούν νέους εκδοτικούς οίκους ή εκδίδουν νέα περιοδικά. Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτά τα νέα εγχειρήματα «συντονίζονται» με το διεθνές διανοητικό περιβάλλον και ιδιαίτερα με τις ιδέες της Νέας Αριστεράς, κάτι που υποδηλώνει τη στενή επαφή εκδοτών, συγγραφέων και μεταφραστών με τη κίνηση των ιδεών στο εξωτερικό.
Στο ερώτημα «μαζικό κίνημα ή δυναμική αντίσταση», τόσο το ΚΚΕ, όσο και –αρχικά- το ΚΚ εσ. τάχθηκαν υπέρ του πρώτου, αν και το ΚΚ εσ. διαφοροποίησε κάπως τη θέση του προς το 1970. Ούτε όμως και αυτοί που υποστήριζαν τη δυναμική αντίσταση θεωρούσαν ότι η δικτατορία θα έπεφτε με εκρηκτικούς μηχανισμούς, έτσι δεν είναι;
Ακριβώς. Καμιά οργάνωση δυναμικής αντίστασης δεν υποστήριζε ότι η χούντα θα ανατρεπόταν με την τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών, αλλά αντίθετα όλες προσέβλεπαν στην ανάπτυξη ενός μαζικού, αντιδικτατορικού κινήματος. Εάν υπάρχει μια διαφοροποίηση αυτή εντοπίζεται κυρίως σε θεωρητικό επίπεδο και αφορά τις οργανώσεις που υποστήριζαν το αντάρτικο πόλης και οι οποίες έβλεπαν σε ένα μεταγενέστερο στάδιο την ανάπτυξη του ένοπλου αγώνα κατά του καθεστώτος. Βέβαια, όλα αυτά έμειναν σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο.
Υπήρχε το περιθώριο και οι προϋποθέσεις για ένοπλη πάλη; Έγιναν προσπάθειες για να συγκροτηθούν «επαναστατικές εστίες» (foquismo), σύμφωνα με την γκεβαρική θεωρία; Τι ήταν το Κ29Μ και η Λαϊκή Πάλη; Το Κίνημα της 20ής Οκτώβρη και η ΛΕΑ;
Όχι, δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις, γι’ αυτό και οι οργανώσεις δυναμικής αντίστασης δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν, να αποκτήσουν νέα μέλη, ή να πολλαπλασιαστούν. Η ιδέα του ένοπλου αγώνα έγινεδιεθνώς ιδιαίτερα δημοφιλής στη δεκαετία του 1960 μεταξύ τωννέων που ανήκουν στην Αριστερά. Την ίδια στιγμή, ας μην ξεχνάμε, ότι τελικά πολύ λίγοι επέλεξαν τον «δρόμο των όπλων». Γι’ αυτούς που τον επέλεξαν, πολύ μεγαλύτερη επίδραση άσκησαν οι Τουπαμάρος και το αντάρτικο πόλης, παρά ο Τσε Γκεβάρα και η θεωρία των επαναστατικών εστιών, καθώς η ανάπτυξη ένοπλου αγώνα στην ύπαιθρο ήταν ανεφάρμοστη.
Στο προηγούμενο βιβλίο σου, το «Η αδύνατη επανάσταση», σημειώνεις ότι «οι επαναστάσεις δεν ξεσπούν, εξελίσσονται». Υπό αυτό το πρίσμα, θα ήθελα να δούμε την ανάπτυξη και την κλιμάκωση του φοιτητικού κινήματος που θα οδηγήσει στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι η κορύφωση μιας διαδικασίας που ξεκινά στα τέλη του 1972. Δεν είναι μια ευθύγραμμη διαδικασία κλιμάκωσης αλλά έχει το στοιχείο της ενδεχομενικότητας. Εννοώ ότι ο στόχος των φοιτητών δεν ήταν από την αρχή δεδομένος, δηλαδή η κατάληψη του Πολυτεχνείου, αλλά διαμορφώνεται από την ίδια δυναμική του υποκειμένου και των εξελίξεων. Οι διάσπαρτες αντιδράσεις των φοιτητών πυκνώνουν το φθινόπωρο του 1973 και ενισχύονται οι πιο ριζοσπαστικές τάσεις, οι οποίες δεν αρκούνται στα φοιτητικά ζητήματα αλλά θέτουν το αίτημα της ανατροπής του δικτατορικού καθεστώτος. Η συγκυρία, επίσης, είναι πιο ευνοϊκή απ’ ότι πιο πριν, καθώς το καθεστώς την ίδια εποχή κάνει βήματα προς την κατεύθυνση ενός υποτιθέμενου εκδημοκρατισμού, κάτι που δίνει την ευκαιρία να εκδηλωθεί η αντίθεση στη χούντα.
Κάτι που με ενδιαφέρει προσωπικά για το τέλος, για να τιμήσω τη μνήμη ενός καλού φίλου που έχει φύγει: ποια ήταν η συμβολή του Κώστα Αγαπίου στον αντιδικτατορικό αγώνα;
Ο Κώστας Αγαπίου συμμετέχει από την αρχή στον αντιδικτατορικό αγώνα. Μετά το πραξικόπημα, καθώς δημιουργούνται οι παράνομοι μηχανισμοί της Αριστεράς, είναι στον αρχικό πυρήνα του «Ρήγα Φεραίου», αναλαμβάνει υπεύθυνος για το Πολυτεχνείο και στη συνέχεια διαφεύγει στην Ιταλία για να αποφύγει τη σύλληψη. Συνεχίζει εκεί την αντιδικτατορική δράση του και σταδιακά στρέφεται προς την ιδέα της δυναμικής αντίστασης. Το ΠΑΜ, ωστόσο είναι επιφυλακτικό για αυτή της μορφή δράσης, ιδιαίτερα μετά το τραγικό συμβάν με το θάνατο του Γ. Τσικουρή και της Ε. Αντζελόνι. Γι’ αυτό το λόγο ο Κ. Αγαπίου αποχωρεί από το ΠΑΜ και ιδρύει την Ομάδα «Άρης» του «Ρήγα Φεραίου» και προβαίνει σε αρκετές τοποθετήσεις εκρηκτικών μηχανισμών (όπως στα γραφεία της ΓΣΕΕ, σε πυλώνες της ΔΕΗ, κ.ά.) και συνεργάζεται με άλλες οργανώσεις δυναμικής αντίστασης. Όπως είναι γνωστό, μετά την πτώση της χούντας, η μεγάλη πλειονότητα των αγωνιστών της δυναμικής αντίστασης θεωρεί ότι έκλεισε το ζήτημα της ένοπλης πολιτικής βίας. Ο Κ. Αγαπίουδεν ήταν ανάμεσα σε αυτούς, ακολούθησε διαφορετική πορεία και προχώρησε στη δημιουργία του ΕΛΑ.
INFO
Γεννημένος το 1964, ο Πολυμέρης Βόγλης είναι καθηγητής κοινωνικής ιστορίας στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχει γράψει τις μελέτες Η εμπειρία της φυλακής και της εξορίας. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στον εμφύλιο πόλεμο (2004), Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή, 1941-1944 (2010) και Η αδύνατη επανάσταση. Η κοινωνική δυναμική του εμφυλίου πολέμου, όλες για τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Το έργο του συνομιλεί δυναμικά με αυτό του Άγγελου Ελεφάντη.