Γράφει ο Γιώργος Λίλλης.
Γράφει ο Μιλ σε ένα δοκίμιό του: “Αν ένας ποιητής έχει να περιγράψει ένα λιοντάρι, δεν θα το περιγράψει όπως ένα φυσιοδίφης, ούτε καν όπως ένας ταξιδιώτης, που θέλει να πει την αλήθεια, την πάσα αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Θα το περιγράψει με εικόνες, δηλαδή, δίνοντας τις εντυπωσιακές ομοιότητες και αντιθέσεις που έρχονται στον νου όταν θεωρεί το λιοντάρι με το δέος, τον θαυμασμό, ή τον τρόμο που είναι φυσικό να προκαλεί, ή υποτίθεται ότι προκαλεί, η θέα ενός λιονταριού. Η περιγραφή του λιονταριού μπορεί να είναι ανακριβής, αλλά η ποίηση μπορεί παρ΄ όλα αυτά να είναι καλή. Αν όμως η συγκίνηση δεν δοθεί με την πάσα αλήθεια, τότε θα είναι κακή ποίηση, ή μάλλον δεν θα είναι ποίηση”. Το ζητούμενο λοιπόν σε ένα ποίημα, και συμφωνώ απόλυτα με το σχόλιο αυτό του μεγάλου άγγλου ποιητή, είναι η συγκίνηση να πηγάζει από την αλήθεια και όχι από κατ΄ ανάγκη από την πραγματικότητα. Η ποίηση δεν περιγράφει γεγονότα, δεν είναι ειδησιογραφία, αλλά μια αληθινή συγκινητική έκφραση που μεταφέρει την εσωτερική αλήθεια του ποιητή και κατ ΄ επέκταση εκείνου που την διαβάζει. Διαβάζοντας την νέα συλλογή ποιημάτων της Πόλυς Μαμακάκη, με τον εύστοχο τίτλο Νήματα ουτοΠοίησης, διακρίνω πως τα λόγια του Μιλ αποτελούν μότο στο ποιητικό βλέμμα της ποιήτριας και με ποιον τρόπο περιγράφει τον κόσμο:
Είδα τα χέρια
να μουλιάζουν σε δύο λεκάνες νερό
αφράτα σε ζυμωμένες πλεξούδες στη μια
στην άλλη με τα λευκά από χλωρίνης σημάδια τους
να φουσκώνουν όγκο, να ξεθωριάζουν ύστερα
κατά τόπους
είδα που μεγάλωνες
χωρίς να ακούς από χρόνους
που άφηνες άλλους ήχους να σε διαπερνούν
κάπου εκεί να σβήνουν
ή
Να ξαπλώσω πλάι σε κάποιον που να ξέρει
προς τα πού πηγαίνει και αυτή η Δευτέρα
Γι΄ αυτό σου λέω, ωραία μου κοιμωμένη,
Μπορείς ελεύθερα να ανοίξεις τα μάτια σου
Όταν δεν αντέχεις τον εφιάλτη
Τότε ξυπνάς
Τα δυο παραπάνω αποσπάσματα, φανερώνουν πως η ποιήτρια επενδύει στην συγκίνηση, γνωρίζοντας πως η ποίηση μόνο εκεί μπορεί να αποκαλυφθεί σε τέτοιο βαθμό που φωτίζει ακόμα και τα πιο άγρια σκοτάδια της ψυχής μας. Θεωρώ επίτευγμα στην σημερινή ισοπεδωτική εποχή, στην οποία η ποίηση έπεσε στην ευκολία της περιγραφής, να υπάρχουν ποιητές που βάζουν τον πήχη ψηλά και χρησιμοποιούν την τέχνη τους για να εξορύσσουν βαθιά μέσα στην ψυχή τους αυθεντικά και ακέραια συναισθήματα μεταφέροντάς τα στο χαρτί. Δεν είναι εύκολο όσο ακούγεται. Οφείλεις να σταθείς γυμνός απέναντι στον εαυτό σου, να πονέσεις, να βιώσεις την απώλεια, να αμφιβάλεις συνεχώς, να ψάχνεις συνεχώς, που σημαίνει καθόλου ανάπαυση και σιγουριά, για να φτάσεις στο επίπεδο εκείνο που να μπορείς να καταγράψεις μια δική σου αλήθεια και να την εκθέσεις στους άλλους χωρίς φόβο. Η Μαμακάκη είναι μια θαρραλέα ποιήτρια. Και με το τελευταίο της βιβλίο, καταφέρνει να γίνει διάφανη στους αναγνώστες της. Αυτή η διαφάνεια προσφέρει μια δίοδο για να ανακαλύψουμε με οδηγό την συγκίνηση ξεχασμένους κόσμους, της ψυχής εννοώ, όπου ο χρόνος δεν παίζει τον ρόλο της φθοράς, ούτε η σκέψη την βασανιστική λογική, αλλά ένα ταξίδι ουτοπικό, άκρως ποιητικό, όπου ο άνθρωπος υπηρετεί το συναίσθημα, αναζητώντας την χαμένη του αθωότητα. Τα ποιήματα της Μαμακάκης τα αγάπησα γιατί είναι απλά, όχι όμως απλοϊκά, δεν δηλώνουν, αλλά φανερώνουν, είναι χαμηλόφωνες ελεγείες της ανθρώπινης υπόστασης. Θα κλείσω αυτό το μικρό κείμενο με ένα ποίημα από την συλλογή που με έκανε να αισθανθώ για μια ακόμη φορά όταν ανακαλύπτω ένα αληθινό ποίημα, να χάνομαι βαθιά μέσα μου με οδηγό το ακέραιο φως του:
ΥΠΟ – ΣΤΑΣΕΙΣ
Ξέρεις τους ανθρώπους, μου είπε
Έχεις κοιτάξει στα μάτια τους
έχεις διέλθει τον στοχασμό τους
έχεις πιει από το αίμα τους
οι άνθρωποι είναι διάτρητοι
οι άνθρωποι είναι χωμάτινοι
οι άνθρωποι είναι ημιτελείς
αν ρίξεις πολλή βανίλια στο μείγμα τους πικρίζουν
αν ελαττώσεις τον ύπνο τους τρικλίζουν
αν τους κόψεις το κεφάλι παραληρούν
Ξέρεις τους ανθρώπους, μου είπε
Λευκές γραμμές είναι οι άνθρωποι
Αν φύγεις χωρίς αυτούς επιστρέφουν
αν κλείσεις τα μάτια δεν υπήρξαν ποτέ
Ξέρεις
Άνθρωποι είναι οι άνθρωποι
Οι άνθρωποι είναι άνθρωποι
(μόνοι και φοβισμένοι κάποτε)
μου είπε.
info: ΠΟΛΥ ΜΑΜΑΚΑΚΗ
ΝΗΜΑΤΑ ΟΥΤΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ