του Γιαννη N. Μπασκόζου
Άφησε το παιδί στο σχολείο και σε δέκα λεπτά ήταν στην εφημερίδα. Άλλη μια μέρα άδικη. Μόνον αυτή και οι δυο καθαρίστριες πήγαιναν στην εφημερίδα τόσο νωρίς. Αλλά και που να πήγαινε 8.10 το πρωί, να γυρίσει σπίτι να κοιμηθεί; Αδύνατον. Καλοκαίρι ζεστό και άνυδρο. Ευτυχώς η εφημερίδα περιτριγυρισμένη από ψηλούς ευκαλύπτους διατηρούσε δροσερό το περιβάλλον μέχρι αργά το μεσημέρι.
Άλλη μια μέρα άδικη. Δέκα χρόνια σε οικονομική εφημερίδα κι έγραφε ακόμα μικρά ειδησάρια. Κανείς δεν εμπιστευόταν την Γιώτα, χωρισμένη με ένα παιδί. Ίσως την κρατούσαν και από έλεος. Κρυφός της πόθος να γράψει κάτι εξαιρετικό, κάτι που να είναι αποκάλυψη. Αλλά και που να το βρει; Αύγουστος χωρίς ειδήσεις. Έλειπαν τα δύο τρίτα των συντακτών της εφημερίδας. Έβγαλε από την τσάντα της το βιβλίο που ανακάλυψε προχθές σε ένα βιβλιοπωλείο και για το οποίο δεν είχε μιλήσει σε κανέναν. «Οίκος Νυσενζέν» του Μπαλζάκ. Μια ιστορία για το χρηματιστήριο στον 19ο αιώνα – σα να μην πέρασε μια μέρα. Θα έγραφε ένα μικρό κομμάτι που θα ξεχώριζε. Θα χαιρόταν με τα ξινισμένα μούτρα του συνάδελφου που παρουσίαζε βιβλία οικονομικού περιεχομένου σε δική του στήλη αλλά θα έδινε και μια πινελιά προσωπική, σα σημείωση προς τους από πάνω – υπάρχω κι εγώ.
Ο Έντι, ο αλβανός του κυλικείου τής έφερε τον καφέ. Φίλτρου και με κουλουράκι. Περιποίηση. Μόνον για αυτήν; δεν ήξερε. «Τι γράφεις πρωί – πρωί», την ρωτάει; «Άσε ρε Έντι, δεν ξέρεις. Για ένα βιβλίο». «Ποιο;», επιμένει. Μπαλζάκ. «Ααα Μπαλζάκ….Një ditë, rreth mesit të korrikut 1838, një nga karrocat, që kohët e fundit u prezantua në parmakët e Parisit dhe i njohur si Milord, po voziste poshtë Rue de l’Universite, duke përcjellë një njeri të fortë me lartësi të mesme në uniformën e një kapiteni e Gardës Kombëtare….»
«Βρε τι είναι αυτά», ρώτησε εκνευρισμένη ελαφρώς. «Η αρχή από την Εξαδέλφη Μπέττυ, την κάναμε στο σχολείο». Έμεινε να τον κοιτάει. «Κάναμε όλους τους ρεαλιστές του 19ου και άλλους πολλούς.
Από εκείνη την ημέρα και κάθε πρωί έπιαναν κουβέντα, η οποία σταδιακά επεκτάθηκε και στα προσωπικά τους σχέδια. Εκείνη του είπε ότι ήθελε να γίνει συντάκτης οικονομικού υπουργείου. Ο Έντι της εξομολογήθηκε ότι ήθελε να αγοράσει το κυλικείο της εφημερίδας αλλά ο ιδιοκτήτης δεν τον εμπιστευόταν – ήταν κι αριστερός τρομάρα του. «Θα φύγω Γιώτα θα πάω στην Αμερική». «Βρε πώς θα πας είναι δύσκολο να σε δεχτούν». «Έχω τον αδελφό μου εκεί». «Να», και βγάζει από το πορτοφόλι του μια φωτογραφία πολαρόιντ. Ένα μεγάλο κόκκινο αυτοκίνητο και μπροστά του μια οικογένεια, μπαμπάς, μαμά και δύο μικρά. Πίσω τους ένα τυπικό αμερικάνικο ξύλινο σπίτι. «Θα με καλέσει και θα πάω. Θα κάνω άλλη μια προσπάθεια με τον ιδιοκτήτη και θα αποφασίσω».
Τελευταία ημέρα του Σεπτεμβρίου ο Έντι εξαφανίστηκε. Κυριολεκτικά. Δεν ήρθε ούτε την άλλη ημέρα, ούτε τις επόμενες. Ο υπεύθυνος της εφημερίδας τον έψαξε αλλά το κινητό του ήταν απενεργοποιημένο. Χάθηκε και οι συντάκτες γκρίνιαζαν που έμειναν για μήνες χωρίς καφέ μέχρι να βρεθεί άλλος υπάλληλος.
Ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς ήταν βαρύς. Παρασκευή, προπαραμονή Πρωτοχρονιάς. Η Γιώτα ήταν και πάλι βάρδια, έλειπε σχεδόν όλη η εφημερίδα. Σκεφτόταν την κορούλα της, την άφησε στη γειτόνισσα. Καφέ δεν είχε, αφού το κυλικείο ήταν κλειστό και δεν προνόησε να φέρει απέξω. Κτύπησε το τηλέφωνο.
«Εδώ Σικάγο, να στείλω καφέ;». «Έντι, που χάθηκες;» «Στο είχα πει θα εξαφανιστώ. Μόνον εσένα πήρα τηλέφωνο. Δεν θέλω να τους ξέρω. Τώρα είμαι καλά. Καλή Χρονιά Γιώτα».