Ποιος παράδεισος; (διήγημα της Μαίρης Σιδηρά)

0
807
Francine van Hove

της Μαίρης Σιδηρά

Ξεκίναγα περίπου στις έξι το απόγευμα, ώρα προχωρημένου Ιουλίου, όταν ο ήλιος, αν και ανίσχυρος κατά τους ειδικούς, αφήνει μια ιδρωτίλα και μια φούντωση, εάν ο μαΐστρος δεν προνοήσει αλλιώς. Έπιανα πάντα τραπεζάκι κάτω από έναν από τους τρεις ευκάλυπτους, η επικράτεια των οποίων οριοθετούσε και το νοτιοδυτικό σύνορο του υπαίθριου καφενείου. Να ’σαι στα είκοσι κάτι, φοιτητριούλα ερωτευμένη και παιδιόθεν παθιασμένη με τη μυθοπλασία… Συν ο ελληνικός του απομεσήμερου, συν τα παξιμάδια γλυκάνισου, προορισμένα να εμβαπτιστούν στο παχύρευστο αδιαφανές σώμα της μετέπειτα παραγγελμένης σουμάδας, συν τα παιδάκια που παίζαν στο ανεπαισθήτως επερχόμενο θερινό δείλι, συν ο Ίταλο Καλβίνο, o Ρεϊμόν Κενό, η μαντάμ ντε Λαφαγιέτ, ο γοητευτικός Καμύ, συν ο βασανισμένος Φιοντόρ και οι δικοί μας, εεε, la vita e bella, φίλε Ρομπέρτο, όχι μόνο το μαρτύριο, και η απόλαυση γεννά συνείδηση, όχι το μαρτύριο μόνο.

Τους ευκάλυπτους σπάνια τους κοίταζα. Τους είχα εξουσιοδοτήσει με ρόλο ανεμοδούρας κι ήταν οι ριπές τ’ ανέμου που μέστωναν το άρωμά τους, ταξιδιάρικο άρωμα, ένα μέρος του οποίου θα ξοδευόταν ως αντιμικροβιακό πάνω στις μαυρίλες του χειμώνα… Πάντως, η εν λόγω ριπή στις 29 Ιουλίου του 1988 είχε παράξενη διάρκεια, προκλητική διάρκεια, ενώ ως προς την ένταση ήταν ισότονη, ευδιάκριτη μουρμουριστή ανατριχίλα ευκαλύπτου που επίμονα με πολιορκούσε. Ασυναίσθητα κοίταξα πίσω μου, προς το δέντρο που ευγενικά πλαισίωνε την υπαίθρια αναγνωστική μου συνήθεια. Γνωρίζω πως από το σημείο αυτό ο πνευματικός οπλισμός, η κοσμοθεωρία, η οπτική, πιο απλά, μα και το καλοπροαίρετο του αναγνώστη είναι αυτά που θα δικαιώσουν όχι μόνον τη λογοτεχνική μου απόπειρα μα και το αδιάσειστο των φρενών μου∙ ωστόσο είμαι αποφασισμένη να προχωρήσω. Η φευγαλέα, λοιπόν, ματιά μου διαδοχικά μεταμορφώθηκε σε έκπληκτο, περίσκεπτο και κατόπιν έντρομο βλέμμα, σε πλήρη συντονισμό με το σώμα μου που σπασμωδικά έψαυε το σιδερένιο τραπεζάκι ώστε να υψωθεί σε ισορροπία. Γιατί αυτό που αντίκρισα ήταν το δίχως άλλο ανισόρροπο. Το λιγότερο. Αλλόκοτο. Ναι. Υπερφυσικό…

Το δέντρο φαινόταν πιο συμπαγές, πιο πλαστικοποιημένο… Σαν παιδικό play mobil, ένας πανύψηλος ευκάλυπτος, που σχημάτιζε λακκούβες σε σχήμα βιβλίου, κατάσπαρτος ευκάλυπτος από λαδοκίτρινα κοιλώματα που εξαφανίζονταν όταν έπαιρνες το βλέμμα και σχηματίζονταν εκ νέου όταν το στήλωνες. Κοίταξα προς βοήθεια τον παππού στο παρακείμενο τραπεζάκι μα ήταν βυθισμένος στην τεντωμένη, εν είδει σκίαστρου, «Μεσημβρινή» του, έψαξα, επί ματαίω, την προσοχή των παιδιών που ερωτοτροπούσαν λίγο πιο κάτω, στα δεξιά μου, άνοιξα εν είδει κραυγής το στόμα, αναζήτησα τον μόνιμα σοβαροπρεπή ιδιοκτήτη με τον τριγωνικό, κυκλικό στη βάση του, δίσκο, έτριψα το στήθος μου, ανάσανα βαθιά, παίρνοντας θάρρος για τα επικείμενα βάσανά μου, και κοίταξα ξανά τον παράξενο Αβοργίνο που πλέον… ήταν φορτωμένος βιβλία… Προσπάθησα να ηρεμήσω και να ελέγξω τη σχέση μου με την πραγματικότητα. Χωρίς αποτέλεσμα, κοίταξα απεγνωσμένα το ποδήλατό μου, έτοιμη να ορμήσω προς διαφυγή στην πόλη, που το δίχως άλλο θα με περίμενε με την ήρεμη λιμνοθάλασσά της, τα μαγαζιά και το σπίτι μου. Να φύγω, άρθρωσα, όταν τον είδα να κάθεται ήδη στην κενή θέση του τραπεζιού μου.

Με κοιτούσε ήρεμα και ρεμβαστικά… Γιατί δεν κάθεσαι να τα πούμε λίγο, τον άκουσα και υπάκουσα μαγνητισμένη. «Κυρ Αλέξανδρε» ψέλλισα κι έπεσα στο κάθισμα, ψαχουλεύοντας παράλληλα τις πλαστικές του λουρίδες. «Κι εμένα μου άρεσε η λίμνη και κάποτε γυρνούσα ολόγυρά της. Είχε ίτσια και βούρλα κι αγκάθια πολλά. Είχε και λοξοπατούντα καβούρια» είπε και με κοίταξε μειδιώντας. «Είσαι ερωτευμένη» συνέχισε κοιτώντας με και ήταν τότε που άρχισα να ξεχνιέμαι, διότι πολύ επιθύμησα να αδράξω την ευκαιρία και να του πω για τον σεβντά μου μα ακόμη ο φόβος με κρατούσε και το αλλόκοτο της συνθήκης ήταν μέσα μου ισχυρό. Δεν επέμενε να μου πάρει κουβέντα. Μου μιλούσε και σώπαινε. Εγώ άχνα. Μόνο το όνομά του στην αρχή. Μου μίλησε για την ηδυπάθεια της γης και για το πώς η ομορφιά είναι δίκαια μοιρασμένη. Για την καλοσύνη των ανθρώπων, τόσο φυσική όσο το να περπατούν στα δύο. Για το σκάψιμο που χρειάζεται ώστε να τη δεις, να την αναγνωρίσεις. Για τον μη περιττό, μη περισσευούμενο άνθρωπο. «Και, έλα, τώρα, πιάσε άλλη μια καρέκλα. Έρχεται ο Αλμπέρ» με παρακίνησε κι εγώ μηχανικά πήρα άλλη μια καρέκλα με λωρίδες πλαστικές από το διπλανό τραπεζάκι. Τον αναγνώρισα αμέσως κι ας έμοιαζε, άλλη μια φορά σαν ξένος…  Ακόμη βασανίζομαι από την επιθυμία για μια γυναίκα, τον άκουσα να λέει. Κι εγώ, Αλμπέρ, το ξέρεις, του απάντησε ο κυρ Αλέξανδρος. -Τη μέρα που έθαψα τη μαμά, ήμουν κουρασμένος και νύσταζα έτσι που δεν ένιωθα ολότελα όλα όσα γίνονταν. –Η δε σαρξ ασθενής… συνέχισε ο Σκιαθίτης, κοιτάζοντας τους ορίζοντες των οριζόντων. –Κι όταν η πανούκλα έρθει στη σκηνή, ξέρεις τι μορφή θα έχει, Αλέξανδρε; Ενός ξεχαρβαλωμένου σαλτιμπάγκου. –Κι αυτός έχει ψυχή.

Είχα ηρεμήσει. Ακόμη και τώρα, δεκαετίες μετά, η κουβέντα λειτουργεί σαν βάλσαμο στην ταραχή μου. Ο φόβος σαν να περπάτησε μακριά μου και τότε είδα πως είχαμε μπει μες τη δύση ή η δύση -χωρίς φοβέρα καμιά- είχε κατέβει στο καφενείο του Αμερικάνου, στο νησί μου, κι όλα είχαν πάρει πάθος και μια γοητεία άφατη. Αν πήγαινα μια βόλτα; Αν τους άφηνα να περπατήσω στο λιβάδι, να δω τι χρώμα είχε στο μπράτσο μου η δύση; «Κάτσε καλύτερα» άκουσα τον Αλμπέρ να μου απευθύνεται. «Μπορεί να υπήρξα αντισυμβατικός μα είμαι ευγενής άνθρωπος.» Να μιλήσω; Ή διαβάζει τη σκέψη μου; Χαμογέλασε με το δίλημμά μου. «Για σένα ήρθαμε» μου είπε. Πού, άρθρωσα σχετικά δυνατά κι απότομα ο φόβος μού ρίχτηκε σαν παγωμένο νερό. Πού, ήρθατε; «Μα… στον παράδεισο» μου απάντησε και με κοίταξε γλυκά και με νόημα. Σα να μου έλεγε τι ρωτάς, αφού το ξέρεις. Αααααααααααα

 

Από εκεί και πέρα αμφιβάλλω για τη σειρά των γεγονότων… Σαν να με ξαπόστειλαν ακούσια στον Άρη, χωρίς την παραμικρή εκπαίδευση αστροναύτη. Τα θηρία της λογοτεχνίας μία εξαφανίζονταν μία συζητούσαν ατάραχοι, το δέντρο θρόιζε, το σιντριβάνι του καφενείου υψώθηκε ψηλά, άνεμος γυρνούσε σελίδες βιβλίων που πετάριζαν και χτυπούσαν μεταξύ τους κι εγώ ξάπλωσα κάτω κι άγγιξα τα ξεραμένα χόρτα και τα μύριζα πεσμένη μπρούμητα κι έκλεισα τα μάτια μου –το θυμάμαι πολύ καλά, ήθελα να με αποκλείσω από κάθε εμπειρία κι όταν τα άνοιξα είχε νυχτώσει και ο Αμερικάνος είχε ανάψει τη πολύχρωμη φωτιστική γιρλάντα μέσα στις ελιές και ερχόμενος κοντά μου για να πληρωθεί μου είπε «Παράδεισος είναι όταν νυχτώνει».

Προηγούμενο άρθροΟ μύθος Ορφέα – Ευρυδίκης στο έργο του Προυστ (του Αλέξανδρου Σάντο Τιχομίρ)
Επόμενο άρθροΣτις απαρχές του έθνους – η καινούργια λογοτεχνία (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ