της Μένης Κανατσούλη (*)
Δεν μου αρέσουν τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας, ακόμη πιο πολύ τα βιβλία με ρομπότ και τεχνητή νοημοσύνη. Όμως ο Καινούριος του Ντέιβιντ Άλμοντ με έβαλε σε σκέψεις. Διότι το θέμα του βιβλίου δεν αφορά μόνο τον καινούργιο μαθητή, κάπως αλλόκοτο και μονοκόμματο που έρχεται σε ένα συνηθισμένο βρετανικό σχολείο και πατρονάρεται συνεχώς από ένα ζευγάρι ενηλίκων. Και που δεν περνούν πολλές σελίδες ώστε να καταλάβει ο αναγνώστης ότι πρόκειται για ένα είδος ρομπότ[1] ή υπολογιστή που έχει τη μορφή αγοριού και ακούει στο όνομα Τζορτζ.
Είναι που το νέο αυτό «παιδί» δεν εμφανίζεται απλά και μόνο στην ομήγυρη των συμμαθητών του και πάει-τελείωσε, αλλά που προκαλεί το ενδιαφέρον και τη μέριμνα των παιδιών. Αναρωτιούνται τι συμβαίνει μέσα στο «είναι» –όποιο είναι αυτό– του Τζορτζ. Υπάρχει το είναι [του]; Υπάρχει ο Τζορτζ; Μπορούν να έχουν πραγματική επαφή ή και σχέση μαζί του; Πώς αντιλαμβάνονται τα παιδιά την εξουσία του ενηλίκου πάνω στον Τζορτζ και τι μπορούν να κάνουν για να τον «απελευθερώσουν» ώστε να υπάρχει ως ένα παιδί με τις ανάγκες της ηλικίας του; Αυτά είναι τα ερωτήματα που γεννά στον αναγνώστη η εξέλιξη της πλοκής και που συναιρούνται σε ένα καίριο, κατά την άποψή μου, ερώτημα: τελικά σε όλη αυτή την εν εξελίξει συζήτηση για την τεχνητή νοημοσύνη[2] υπάρχει πουθενά η έννοια του συναισθήματος ή μόνο μιλάμε για ένα ιδιαίτερο είδος «νοημοσύνης»; Και εν τέλει ο άνθρωπος, εν προκειμένω το παιδί, ρωτήθηκε ως προς τον δικό του συναισθηματικό κόσμο απέναντι σε αυτά τα «πλάσματα» που κατασκευάσθηκαν –υποτίθεται– για μια καλύτερη ανθρώπινη ζωή; Και μπορεί το παιδί να δει όλες αυτές τις κατασκευές σκέτα και μόνο με το νου και χωρίς την εμπλοκή του συναισθήματός του;
Τα ερωτήματα αυτά και άλλα παρόμοια με οδήγησαν σε μια σειρά σκέψεων για το πού μας οδηγεί το βιβλίου αυτό:
Τι σημαίνει κανονικότητα τελικά; Μπορεί να ορισθεί αντικειμενικά και πώς μπορούμε να ορίσουμε την μη-κανονικότητα όταν μπαίνει τόσο επιτακτικά και από παντού στη ζωή μας; Μήπως τελικά χάνουμε τις λέξεις μαζί με το χαμένο ήδη νόημά τους; Μας λέει ο ήρωας του Άλμοντ: «…είναι πολύ παλαβό, όχι παλαβό σαν την χαζή παλαβομάρα του σχολείου, αλλά παλαβό σαν την παλαβομάρα όλων των πραγμάτων που υπάρχουν στον κόσμο» (σ.65).
Τελικά τα ρομπότ αποτελούν πράγματι έναν άλλο κόσμο ή δεν διαφοροποιούνται τόσο πολύ από εμάς; Εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε γίνει ρομπότ, όταν εξαρτόμαστε τόσο πολύ από αυτά, όταν, π.χ., για την απλή μετακίνησή μας μέσα στους δρόμους της πόλης μας χρησιμοποιούμε ένα ρομπότ (GPS) ή τον μεγαλύτερο χρόνο της ημέρας μας τον περνάμε συνομιλώντας ποικιλοτρόπως με το κινητό μας; Εμείς οι ίδιοι πολλές φορές δεν συλλαμβάνουμε τον εαυτό μας να είναι προγραμματισμένος να δράσει ή να αντιδράσει με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο; Και κατά τον Καινούριο: «Μετά χτυπάει το κουδούνι και μπαίνουμε στη σειρά. Αρχίζουμε να πηγαίνουμε σαν στρατιωτάκια μέσα. Οι δάσκαλοι μας λένε να μην χαλάμε τις σειρές, οπότε δεν χαλάμε τις σειρές» (σ.88).
Έχουν νόημα στον 21ο αιώνα οι έννοιες του καλού και του κακού; Πώς να δεχθούν τα παιδιά της ιστορίας το ρόλο του επιστήμονα που κατασκευάζει έναν όμοιό τους –εξωτερικά έστω– και μετά τον πακετάρει διασπώντας τα μέλη του για να τον χωρέσει στο κουτί του; Είναι ο καλός επιστήμονας που προχωρά το μέλλον του ανθρώπου ή ο κακός που σταδιακά τον εξαφανίζει; Ρωτά η δασκάλα τον επιστήμονα που κατασκεύασε τον Τζορτζ:
«-Τον αγαπάτε τον Τζορτζ, κύριε Μαρς;
-Αν τον αγαπάω; λέει.
-Ναι, αν τον αγαπάτε. Εγώ τα παιδιά μου τα αγαπώ. Εσείς τον Τζορτζ τον αγαπάτε;
-Νομίζω δεν έχετε καταλάβει, κυρία Αρμάνι. Τι δουλειά μπορεί να έχει η αγάπη με ένα μηχάνημα;»
Αλλά ας βγούμε έξω από την ιστορία και να τη δούμε ως λογοτεχνία και ως προς τη συνάφειά της με παρόμοια είδη: πού και πώς διαφοροποιείται από ανταγωνιστικά είδη με ήρωες ρομπότ σε βίντεο, βιντεοπαιχνίδια, ταινίες, διαδίκτυο, κ.λπ. Τι είναι αυτό που ξεχωρίζει το συγκεκριμένο βιβλίο από άλλα προϊόντα με παρόμοια θεματική; Μήπως η δράση, η βίαιη δράση σε αυτά μετουσιώνεται στον Καινούριο σε μια δράση εσωτερική, σε μια δοκιμή ή/και εμπειρική γνώση συναισθημάτων, σε μια εξήγηση των πραγμάτων που ξεφεύγει από την «νοημοσύνη» και γίνεται εμβάθυνση στα πράγματα και με μία έννοια φιλοσοφία;
Και εδώ βέβαια, όπως στα καλά λογοτεχνικά έργα, επανέρχεται και πάλι η συζήτηση στο υπαρξιακό ζήτημα, στο ουσιώδες, στο πού τελειώνει η ζωή και ποια η σχέση ζωής-θανάτου:
«Πώς γίνεται κάτι να ‘ναι ζωντανό αν δεν έχει γεννηθεί; (σ.203).
Τα πράγματα πεθαίνουν για να μπορέσουν να γεννηθούν νέα πράγματα (σ. 284).
Άμα θες να ζήσεις εδώ πέρα, κάτι πρέπει να πεθάνει. Άμα θες να ζήσεις οπουδήποτε, κάτι πρέπει να πεθάνει, έστω και αν είναι μπανάνα (σ.291).
Αλλά η ζωή καθαυτή είναι ατελείωτη. Η ζωή είναι η δύναμη που προχωράει αδιάκοπα μέσα στον χρόνο (σ.306)».
Με άλλα λόγια το βιβλίο αυτό είναι ένα βιβλίο περί ορίων και για να μας θυμίζει τα όριά μας. Δεν έχει σημασία που είναι ένα βιβλίο παιδικό ∙ ποιος άλλωστε υποστηρίζει ακόμη ότι τα παιδικά βιβλία δεν θέτουν ζητήματα που εκκινούν και διαποτίζονται από την ψυχή των ανθρώπων όπως την νιώθουν και κατανοούν μέσα από την καθημερινότητά τους. Μόνο που τα παιδικά βιβλία με τη δική τους σοφία, –αυτό το συγκεκριμένο παιδικό βιβλίο (για να μην λέμε και υπερβολές)–, τα λένε με τρόπο εύληπτο, ευθύ, χωρίς κουραστικούς διδακτισμούς και επιτήδευση. Και με συγκίνηση και χιούμορ. Για να μπορέσουν οι αναγνώστες-παιδιά να δικαιούνται την αισιοδοξία των λόγων του Άλμοντ με την οποία κλείνει το βιβλίο του:
«Ξέρω ότι εγώ είμαι ο Τζορτζ. Ξέρω ότι ο καθένας από εμάς είναι ο Τζορτζ. Ξέρω ότι κάθε πρωί όταν ξυπνάμε είμαστε τα καινούρια παιδιά, ξαναγεννημένα. Είμαστε τα καινούρια παιδιά που θα φτιάξουν έναν ολοκαίνουριο κόσμο».
[1] Για την ιστορία του πράγματος, η λέξη ρομπότ επινοήθηκε από τον Τσέχο συγγραφέα Κάρελ Τσάπεκ όταν το 1920 έγραψε το θεατρικό έργο Το ρομπότ. Η λέξη αποτελεί για τότε έναν νεολογισμό, και έχει πολύ ενδιαφέρον η αρχική της σημασία: η λέξη «ρομπότα» σημαίνει βάναυση εργασία και ο «ρομπότνικ» είναι ο ανειδίκευτος εργάτης, ο χαμάλης για βαριές και χοντρές δουλειές (https://www.dodonipublications.gr/product/1168/ta-rompot.html ). Η ιστορία του Τζορτζ στον Καινούριο εκκινεί, με έναν μυθοπλαστικό και ουτοπικό τρόπο, από τη συναισθηματική αντίδραση των παιδιών στην απάνθρωπη μοίρα του συμμαθητή-ρομπότ.
[2] Χρησιμοποιώ τον όρο σύμφωνα με τον ορισμό του: «Η Τ.Ν. αναφέρεται στην ικανότητα μιας μηχανής να αναπαράγει τις γνωστικές λειτουργίες ενός ανθρώπου, όπως είναι η μάθηση, ο σχεδιασμός και η δημιουργικότητα». (https://www.europarl.europa.eu/news/el/headlines/society/20200827STO85804/ti-einai-i-techniti-noimosuni-kai-pos-chrisimopoieitai )
(*) Η Μένη Κανατσούλη είναι Καθηγήτρια Παιδικής Λογοτεχνίας στο Α.Π.Θ.
Ντέιβιντ Άλμοντ, Ο καινούριος, Εικ. Μαρία Αλτές, Μτφρ Μάνος Τζιρίτας, Πατάκης 2021.
Βρες το εδώ