της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη
Στον Τανζανό Abdulrazak Gurnah απονεμήθηκε το φετινό Νόμπελ Λογοτεχνίας για «ασυμβίβαστη και συμπονετική του ματιά που διευσδύει στα αποτελέσματα της αποκιοκρατίας και τη μοίρα των προσφύγων ανάμεσα σε πολιτισμούς και ηπείρους».
Ο Gurnah (γεν 1948) μεγάλωσε στη Ζανζιβάρη αλλά έκανε καριέρα στην Αγγλία όπου κατέφυγε στα 18 του, στα τέλη της δεκαετίας του ’60, μετά την δίωξη της αραβικής μειονότητας της χώρας, που ακολούθησε την ειρηνική αποτίναξη της Αγγλικής επικυριαρχίας. Δεν κατάφερε να επιστρέψει στην Τανζανία μέχρι το 1984 για να αποχαιρετήσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του. Μέχρι τη συνταξιοδότηση του ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, στο Κάντερμπέρι διδάσκοντας αγγλική και μετα-αποικιοκρατική φιλολογία με ειδίκευση στους Wole Soyinka, Ngũgĩ wa Thiong’και Salman Rushdie.
Έχει συγγράψει 10 μυθιστορήματα και αρκετά διηγήματα και ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα στα 21 του. Γράφει στα αγγλικά ,αν και η μητρική του ειναι τα σουαχίλι. Ο ίδιος έχει δηλώσει πως όσο ζούσε στη Ζανζιβάρι είχε μηδενική τριβή με τη λογοτεχνία, με εξαίρεση τις Χιλιες Και Μια Νύχτες και το Κοράνι, ερχόμενος όμως στην Αγγλία επηρεάστηκε από τον Σαίξπηρ και το V.S. Naipul.
Συνειδητά απορρίπτει την αποικιοκρατική λογοτεχνία και εστιάζει στους αυτόχθονες.Επί παραδείγματι, το μυθιστόρημα του «Λιποταξία» (2005) εναντιώνεται στο «ιμπεριαλιστικό μυθιστόρημα», με έναν συμβατικό Ευρωπαίο πρωταγωνιστή που επιστρέφει σε αφρικανικό έδαφος μετά από ερωτικές περιπέτειες στο εξωτερικό, φτάνει σε τραγική κορύφη αλλά ποτέ δεν ολοκληρώνεται.
Λόγω της κοσμοπολίτικής ατμόσφαιρας της Ζανζιβάρης που πέρασε από πορτογαλική, ινδική, αραβική, γερμανική και βρετανική κυριαρχία και της σκοτεινής της ιστορίας στο εμπόριο σκλάβων, ο Gurnah προσπαθεί να αποφύγει την ευρεία νοσταλγία για μια προ-αποκιοκρατική,καθαρή Αφρική.
Η θεματική της ιδιαίτερης προσφυγιάς του Gurnah διατρέχει όλα του τα έργα. Το πρώτο του μυθιστόρημα «Μνήμη Αναχώρησης» (1987) πραγματεύεται μια ανεπιτυχή εξέγερση στην Αφρική. Ο χαρισματικός της πρωταγωνιστής που ελπίζει να διασωθεί από έναν εύπορο θείο, απλά στο τέλος εξευτελίζεται και επιστρέφει στον μέθυσο πατέρα και την εκδιδόμενη αδελφή του.
Το δεύτερο έργο του Gurnah, « Ο Δρόμος του Προσκυνητή» (1988)καταπιάνεται με την πολυπρόσωπη ζωή στην εξορία. Ο πρωταγωνιστής, ο Daud, αντιμετωπίζει το ρατσισμό στη νέα του πατρίδα, την Αγγλία. Η αγάπη του για μια γυναίκα τον αναγκάζει να διηγηθεί το τραυματικό παρελθόν του με τις συγκρούσεις στην Τανζανία. Το βιβλίο κλείνει με ένα προσκύνημα στον καθεδρικό του Καντερμπέρι όπου ο ήρωας αναλογίζεται πως η πορεία του θυμίζει τη διαδρομή των μεσαιωνικών, χριστιανών προσκυνητών. Αν και σθεναρά έχει αντισταθεί στην ιμπεριαλιστική ατμόσφαιρα της Αγγλίας, αναγκάζεται να παραδεχτεί πως η ομορφιά είναι κάτι το εφικτό.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της σουηδικής ακαδημίας, Anders Olsson, ο Gurnah στο δέκατο του μυθιστόρημα «Ζωές μετάΘάνατον» (2020) συνεχίζει «την ατελείωτη εξερεύνηση που πηγάζει από το πνευματικό του πάθος,και είναι παρούσα σε όλο το έργο του, επικρατούσα εξίσου τώρα, όπως και όταν ξεκίνησε να γράφει ως 21χρονος πρόσφυγας.»
Η Guardian σημειώνει πως το βραβείο έχει να δοθεί σε μαύρο Αφρικανό από το 1986 (Wole Soyinka) και πως από τα 118 Νόμπελ Λογοτεχνίας από την ίδρυση του θεσμού, μόνο 16 έχουν απονεμηθεί σε γυναίκες (τα 7 εξ αυτών τον 21ο αιώνα). Η Ακαδημία είχε δηλώσει το 2019 πως στο μέλλον θα είναι λιγότερο ευρωπαϊκοκεντρική και ανδροκρατιική, βραβεύοντας στη συνέχεια τον αμφιλεγόμενο Αυστριακό Peter Handke (αρνητή της γενοκτονίας της Srebrenica και μιλοσεβιτσικό) και την Πολωνή, Olga Tokarczuk.